Πρώτη μέρα στη ΜπογκοτάΟι παρούσες φωτογραφίες (Ιούνιος 2019) είναι υποσύνολο ενός μεγαλύτερου συνόλου φωτογραφιών από την Κολομβία, που έβγαλε ο κάτοχός τους. Τις ακόλουθες τις έβγαλα στην πρωτεύουσα Μπογκοτά, την πρώτη μέρα που πήγα και εγκαταστάθηκα εκεί. Αυτή είναι η πολυκατοικία που μένω (τώρα μόνος-μου, και όταν παντρευτούμε θα μένουμε εδώ με τη γυναίκα-μου Μαρικάρμεν). Είναι η γκριζόασπρη στενή πολυκατοικία, στο μέσον. Το διαμερισματάκι που νοικιάζουμε είναι στο ισόγειο, δεξιά από την ξύλινη πόρτα όπως τη βλέπουμε, αυτό με το παράθυρο με τα κάγκελα και τον άσπρο τοίχο από κάτω. Στην επόμενη φαίνεται ακριβώς αυτό:
Βλέπουμε την είσοδο, και τα δύο παράθυρα με τα κάγκελα στα δεξιά, που είναι το “σπίτι-μου” για την ώρα. Τώρα θα δούμε μια λεπτομέρεια από την περιοχή πάνω από την πόρτα:
Έβαλα σε ελλείψεις αυτό που θέλω να τονίσω: πάνω από την πόρτα είναι το όνομα της πολυκατοικίας, κάτι σαν ΟΜΗΑ διαβάζω, με τα καλλιγραφικά γράμματα. Κάθε πολυκατοικία εδώ έχει όνομα! (Συνήθως είναι πιο κατανοητό· π.χ. η απέναντι πολυκατοικία βλέπω οτι λέγεται SCALA II.) Κάτω από το όνομα αυτό γράφει: Calle 149, και από κάτω: 50-40. Αυτό σημαίνει: Οδός 149, αριθμός 50-40. (Τον αριθμό 50-40 τον βλέπουμε και δεξιά, αλλά είναι πλεονασμός, δεν ξέρω γιατί τον έβαλαν και εκεί.) Εδώ οι περισσότερες οδοί δεν έχουν ονόματα αλλά αριθμούς (όπως κάνουν συνήθως στις Η.Π.Α. — πάρα πολλά πράγματα στην Κολομβία είναι αντιγραμμένα από τις Η.Π.Α., όπως κ’ εμείς άλλωστε έχουμε αντιγράψει πάρα πολλά από την Ευρώπη, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε πάντα). Μένω λοιπόν σ’ αυτή την οδό με το άκρως δημιουργικό όνομα “149” (προς το παρόν, είπαμε). Ορίστε μια άποψη της οδού 149: Σ’ αυτήν το διαμέρισμά μου είναι στα δεξιά. Όπως βλέπουμε, οι πολυκατοικίες εδώ δεν έχουν μπαλκόνια. Άλλη παρατήρηση: τα σήματα της τροχαίας στους δρόμους είναι μια μίξη αμερικάνικων και ευρωπαϊκών — κυρίως ευρωπαϊκών. Π.χ. έχουμε το ευρωπαϊκό όριο ταχύτητας 30 χλμ/ώρα, το οικείο-μας με τον αριθμό μέσα σε κόκκινο κύκλο (στις ΗΠΑ το όριο ταχύτητας έχει άλλη μορφή), ενώ από πάνω-του, το σήμα για “προσοχή, σχολείο” είναι το αμερικάνικο (εννοώ των ΗΠΑ, γιατί κ’ εδώ Αμερική είναι). Είχε αίθριο καιρό χθες που έβγαλα τις φωτογραφίες, αλλά συνήθως έχει σύννεφα αυτές τις μέρες. Η θερμοκρασία κυμαίνεται από 20 το μεσημέρι, έως 13 το βράδυ. Καθώς δεν έχουν εποχές εδώ, δεν υπάρχουν μεγάλες αλλαγές στη θερμοκρασία. Εγώ, σ’ αυτό το εύρος θερμοκρασιών, είμαι με τα κοντομάνικα. Μόνο προς το βράδυ, αν είμαι έξω, φοράω μια ζακέτα. Η προηγούμενη δείχνει προς τη δύση. Κατόπιν έστρεψα το φακό προς την ανατολή: Εδώ βλέπουμε και ένα σπίτι που είναι διόροφο, στη γωνία. Ο λόφος στο βάθος είναι από μια σειρά λόφων που οριοθετούν τη Μπογκοτά προς την ανατολή, όπως ο Υμηττός οριοθετεί την Αθήνα. Σε άλλες φωτογραφίες θα δούμε κάτι ακόμα ενδιαφέρον σ’ αυτό το λόφο. Ένα τετράγωνο προς τα νότια είναι αυτό το παρκάκι. Πήρα τη φωτογραφία για τον εξής λόγο: προς τα ανατολικά, στο βάθος, βλέπουμε πάλι το λόφο που μόλις ανέφερα. Ας κάνουμε τώρα zoom-in εκεί: Βλέπουμε οτι ο λόφος κατοικείται, και τα σπίτια εκεί δεν έχουν την εικόνα των πολυκατοικιών που είδαμε προηγουμένως. Εκεί στο λόφο είναι μια φτωχογειτονιά της Μπογκοτά. Όχι βέβαια “τενεκεδούπολη” — προφανώς πρόκειται για κτίσματα με τοίχους, κλπ. — αλλά η δόμηση είναι άναρχη, “όπως λάχει”, και τα σπίτια φαίνονται φτωχά. Ήσαν και άβαφα μέχρι πρόσφατα, όπως έμαθα, και μόνο τώρα τελευταία ο δήμος τα εβαψε με διάφορα χρώματα ώστε να φαίνονται κάπως πιο εύπεπτα στην όψη. Πάντως πρέπει να έχουν εξαιρετική θέα προς την υπόλοιπη Μπογκοτά. Θα βλέπουν την πόλη “στο πιάτο”! Στη χώρα-μας τέτοιες τοποθεσίες θεωρούνται “φιλέτα”, και καταλαμβάνονται από τους εύπορους (π.χ. Πανόραμα Θεσσαλονίκης, Πεντέλη Αθήνας). Αμέσως μετά το παρκάκι (προχωρώντας πιο ανατολικά) ερχόμαστε σε μια περιοχή με σπίτια όπως αυτά που βλέπουμε εδώ: όχι πολυκατοικίες, αλλά μονοκατοικίες χωρίς αυλές. Σε ένα τέτοιου είδους σπιτάκι, ιδιόκτητο, μένουν οι γονείς της Μαρικάρμεν. Η απόσταση από εκεί που μένουμε ως τους γονείς-της είναι 5 λεπτά με τα πόδια. Επειδή όμως παρεμβάλλεται το παρκάκι που μόλις είδαμε, η Μαρικάρμεν φοβάται να περπατήσει την απόσταση αν είναι βράδυ, οπότε πηγαίνουμε με το αυτοκίνητο (τις ελάχιστες φορές που χρειάζεται να πάμε βράδυ από το ένα σπίτι στο άλλο). Εγώ περπάτησα στο παρκάκι και βράδυ, και δεν διαπίστωσα τίποτα το ύποπτο. Κανένας δεν προσπάθησε να με πλησιάσει. Κάνοντας στροφή 180° στον ίδιο δρόμο βλέπουμε ένα μικρο-εμπορικό κέντρο. Έχει καταστήματα τύπου ψιλικών, μαναβικής, κλπ. Τα καταστήματα στην πόλη αυτή είναι ομαδοποιημένα, όπως και οι κατοικίες. Ποτέ δεν βλέπεις ένα κατάστημα στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας. Κι αν υπάρχει κανένα “μαγαζάκι”, αυτό θα είναι στο ισόγειο μονοκατοικίας. Και εδώ, όπως και στις ΗΠΑ, η έννοια “κατάστημα” (μιας κάποιας “περιωπής”) συνδέεται άρρηκτα με την έννοια “εμπορικό κέντρο”. Τα γράμματα στην άσφαλτο λένε: “ΣΧΟΛΙΚΗ ΖΩΝΗ”. Νά ένα μανάβικο, στο μικρό εμπορικό κέντρο. (Περίμενα λίγη ώρα ώσπου να μου γυρίσουν την πλάτη οι περαστικοί, για να μην αναρωτηθούνε τί θέλει αυτός ο βλάκας και βγάζει φωτογραφία τα μανταρίνια.) Βλέπουμε και τις τιμές: 1 lb μανταρίνια (δηλαδή σχεδόν μισό κιλό) κάνουν 950 πέσος. Άρα το 1 κιλό = 1900 πέσος = 50 λεπτά του ευρώ. Παρεμπιπτόντως, τα μανταρίνια εδώ είναι της πλάκας. Ξινά και με πολλά κουκούτσια. Στα αζήτητα της λαϊκής θα έμεναν στην Ελλάδα. Έχει όμως άλλα φρούτα, υπέροχα και άγνωστα σ’ εμάς, για τα οποία θα δημιουργήσω ξεχωριστό “φωτογραφικό αφιέρωμα”! Εδώ βλέπουμε έναν κάπως πιο κεντρικό δρόμο, προς τα βόρεια από ’κεί που μένω. Στο βάθος (ανατολικά) ο λόφος είναι εκείνος με τη φτωχογειτονιά. Το σήμα του no parking λέει από κάτω: “EN AMBOS COSTADOS” δηλ. «και στις δύο πλευρές». (Η λέξη ambos είναι από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα όπως το αρχαιοελληνικό “αμφί”.) Ας δούμε τί βλέπουμε αν προχωρήσουμε λίγο σ’ αυτό το δρόμο: Βλέπουμε ένα είδος “ταξί” να περιμένουν για να πάρουν πελάτες. Αυτά είναι στην πραγματικότητα τρίκυκλα ποδήλατα (δεν έχουν μηχανή), παίρνουν μέχρι δύο επιβάτες, και κοστίζουν φυσικά πολύ λιγότερο από τα πραγματικά ταξί. Η Μαρικάρμεν λέει οτι ποτέ δεν τα μεταχειρίζεται γιατί δεν τα εμπιστεύεται. (Αν γίνει δυστύχημα σύγκρουσης τέτοιου ποδηλάτου με αυτοκίνητο, αντιλαμβάνεται κανείς το αποτέλεσμα.) Όταν υπάρχουν πολλοί φτωχοί σε έναν τόπο, το αποτέλεσμα είναι να προσπαθούν να κερδίσουν τα προς το ζην με τρόπους που δεν μας είναι οικείοι στην πατρίδα-μας. Εδώ, πουλάνε τη μυϊκή-τους προσπάθεια, με τον άνθρωπο να παριστάνει τη μηχανή, ή το υποζύγιο των παλαιών χρόνων. Όταν είχα επισκεφθεί παλιά τη Μπογκοτά, το 2006, δηλαδή πριν 13 χρόνια, υπήρχαν και κάρα με άλογα. Τώρα λέει η Μαρικάρμεν αυτά ο δήμος τα έχει απαγορέψει. Δώσανε λέει από το δήμο από ένα αμαξίδιο με μηχανή σε καθέναν που είχε άλογο με κάρο, προς αντικατάσταση του τελευταίου, και απαγόρεψαν τα ζώα. Και τί έκαναν οι ιδιοκτήτες των ζώων; Πούλησαν το αμαξίδιο σε άλλους, και με τα λεφτά αγόρασαν το τελευταίο iPhone! Ακριβώς την ίδια νοοτροπία έχουν και σ’ εμάς οι τσιγγάνοι, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω από πρώτο χέρι, βοηθώντας κάποιες οικογένειες. Στον ίδιο δρόμο, λίγο πιο πριν από τα ταξί-ποδήλατα, υπάρχει ένα εμπορικό κέντρο με αρκετά καταστήματα, μεγαλούτσικο θα έλεγα. (Έχει βάθος, εδώ βλέπουμε μόνο την είσοδο.) Στο πάνω μέρος, με φόντο τον ουρανό στη φωτογραφία, η μεγάλη πινακίδα ανακοινώνει: “menu al cuadrado 6500”, δηλ. «μενού α-λα-κουαδράδο: 6500 (πέσος)». (Το cuadrado σημαίνει “τετράγωνο”, αλλά είναι επίσης και το επώνυμο ενός από τους πολύ δημοφιλείς ποδοσφαιριστές της Εθνικής Κολομβίας, οπότε το α-λα-κουαδράδο σημαίνει ουσιαστικά “όπως το προτιμάει ο Κουαδράδο”· από την άλλη πλευρά η πινακίδα δείχνει και τη φάτσα του παίκτη.) Το “μενού” αυτό είναι ένα μπέργκερ “πλήρες γεύμα”: με πατάτες, σαλάτα, και μια σούπα. Τα 6500 πέσος είναι 1,78 ευρώ. Εμείς με αυτά τα λεφτά στην Ελλάδα παίρνουμε μια ζαμπονοτυρόπιτα. Εδώ βλέπουμε πόσο πιο χαμηλές είναι οι τιμές σε μια φτωχότερη χώρα. Στο τέλος του προηγούμενου δρόμου ερχόμαστε σε μια λεωφόρο, μια από τις κύριες που διασχίζουν τη Μπογκοτά από το βορά ως το νότο, και που παίρνει η Μαρικάρμεν για να πάει στο πανεπιστήμιο κάθε μέρα. Παρόλο που είναι λεωφόρος, βλέπουμε και ένα ταξί-ποδήλατο να τη διασχίζει (στον παράδρομο όμως, όχι στο κύριο οδόστρωμα). Αυτό το χωριστό τμήμα σε πρώτο πλάνο, με τις κίτρινες διακεκομμένες γραμμές, είναι μόνο για τα ποδήλατα (τα κανονικά εννοώ, όχι για τα ποδηλατο-ταξί). Η ίδια λεωφόρος. (Ανέβηκα σε μια πεζογέφυρα.) Εδώ βλέπουμε ένα λεωφορείο του συστήματος λεωφορείων που ονομάζεται TransMilenio, και παίζει το ρόλο του μετρό της Αθήνας. Έχουν τις δικές-τους λωρίδες κυκλοφορίας, που χωρίζονται από τις υπόλοιπες των αυτοκινήτων με υπερυψωμένο μικρό διάζωμα (φαίνεται λίγο στη φωτογραφία), που δεν μπορούν να υπερπηδήσουν τα αυτοκίνητα. (Δηλαδή μπορούν, αλλά κινδυνεύουν αν το κάνουν, γιατί τα transmilenio τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα.) Η Μαρικάρμεν μου έχει πει στο παρελθόν οτι το υπέδαφος της Μπογκοτά είναι πολύ μαλακό, οπότε για να σκάψουν σήραγγες για μετρό, είναι μεν εφικτό, αλλά θα κόστιζε περισσότερο απ’ ότι π.χ. το δικό-μας, λόγω των ειδικών κατασκευών που θα χρειάζονταν για να στηρίξουν το υπέδαφος των σηράγγων. Και επειδή οι Κολομβιανοί δεν είχαν πολλά χρήματα, κατέφυγαν σε αυτό το σύστημα των ειδικών λεωφορείων, ως φθηνό υποκατάστατο του μετρό. Με το transmilenio πηγαινοέρχεται στη δουλειά-της κάθε μέρα η Μαρικάρμεν, 40 λεπτά διαδρομή στο “πήγαινε”, και 1:30 ώρα στο “έλα” (λόγω κίνησης, και λόγω πλήθους κόσμου που χρησιμοποιεί το transmilenio, οπότε χρειάζεται να περιμένει να περάσουν αρκετά λεωφορεία μέχρι να βρει ένα που να μην αισθάνεται σαρδελοποιημένη). Το αυτοκίνητο ουσιαστικά δεν μπορεί να το χρησιμοποιήσει για τη δουλειά, καί λόγω του οτι έχουν σύστημα “μονά-ζυγά” όπως στην Αθήνα, αλλα και κυρίως λόγω μεγάλης κυκλοφοριακής συμφόρησης, που αχρηστεύει αυτόν τον αυτοκινητόδρομο. Ορίστε με τί μοιάζει ένας σταθμός (στάση) του transmilenio. Μπαίνεις από την είσοδο που φαίνεται κάτω-αριστερά στη φωτογραφία, όπου είναι ο καθαριστής με τη σφουγγαρίστρα. Έχουν πόρτες ασφαλείας που δουλεύουν με τις σιδερένιες μπάρες που περιστρέφονται καθώς περνάει ένα άτομο. (Όχι όπως οι δικές-μας του μετρό, που είναι πλαστικές συρόμενες, και καθώς περνάει ένα άτομο χώνεται από πίσω και το άλλο, το χωρίς εισιτήριο, και καμιά φορά κάνει την πόρτα να μπλοκάρει, να χαλάσει και να μείνει μόνιμα ανοιχτή.) Αυτές οι μπάρες αφήνουν υποχρεωτικά ένα μόνο άτομο. Αν όμως ήμουν Έλληνας τζαμπατζής, δηλαδή παράσιτο που θεωρεί οτι η κοινωνία του χρωστάει και πρέπει να τον τρέφει, θα πηδούσα πάνω από αυτές τις σιδερένιες μπάρες που περιγράφω, γιατί είναι κάπως κοντές. Απλώς θα γινόμουν λίγο γραφικός. Η πλευρά του σταθμού που είναι προς το δρόμο, με τις οριζόντιες γραμμώσεις, έχει συρόμενες θύρες που ανοίγουν όταν σταματήσει ένα λεωφορείο εκεί. Η Μαρικάρμεν μου λέει οτι οι τζαμπατζήδες έρχονται και μπαίνουν από εκείνες τις θύρες, από τη μεριά της λεωφόρου, διασχίζοντας το δρόμο και διακινδυνεύοντας τη σωματική-τους ακεραιότητα! (Προσθήκη, ένα μήνα μετά: έμαθα στα νέα σήμερα οτι ένα άτομο έχασε τη ζωή-του προσπαθώντας να διασχίσει τη λεωφόρο κάθετα για να φτάσει στη στάση, καθώς παρασύρθηκε από ταξί. Για να γλιτώσει ένα εισιτήριο, έχασε τη ζωή-του. Τόσο μακριά φτάνει η ανθρώπινη νοημοσύνη.) Αφήνοντας τη λεωφόρο και γυρίζοντας προς το σπίτι, πήρα φωτό εδώ έναν από τους πολλούς μικροπωλητές στους δρόμους. Είναι όπως οι δικοί-μας κουλουρτζήδες, μόνο που πουλάνε όχι κουλούρια (άγνωστα φυσικά έξω από το βαλκανικό χώρο), αλλά διάφορα παρόμοιου τύπου σνακς. Αυτός εδώ όπως βλέπουμε ειδικεύεται στα φρούτα: έχει μπανάνες, ανανάδες, και διάφορους χυμούς. Κάτι που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό στη φωτογραφία αυτή είναι ο τοίχος με τα κάγκελα στην αριστερή πλευρά. Αυτό είναι ο φράχτης μιας από τις πολυκατοικίες. Επειδή η διάρρηξη διαμερισμάτων είναι κάτι το πολύ συνηθισμένο (και το σπίτι των γονιών της Μαρικάρμεν διαρρήχτηκε πέρυσι), συχνά οι πολυκατοικίες είναι φραγμένες με τέτοιους φράχτες. Σε κάποιες απ’ αυτές είδα και πινακίδες που λένε πως τα σύρματα στην κορυφή του φράχτη είναι ηλεκτροφόρα! (Δεν ξέρω αν το εννοούν, ή είναι απλώς όπως το «προσοχή σκύλος».) Σ’ αυτή τη γωνία βρήκα και μια πολυκατοικία με μπαλκόνια! Την τράβηξα ως κάτι το σπάνιο. Η Μαρικάρμεν λέει οτι τα μπαλκόνια έχουν γίνει “μόδα” στις καινούργιες πολυκατοικίες που χτίζονται. Λίγο παραπέρα είναι αυτός ο παιδικός σταθμός. (Και πάλι περίμενα να μην είναι κανείς, για να μην υποψιαστούνε τίποτα με τον περίεργο τύπο που βγάζει φωτογραφία τον παιδικό σταθμό!) Όταν περνούσα από δίπλα, άκουσα παιδάκια μέσα που τραγουδούσαν κάτι. Ας σημειώσουμε την κατάσταση του δρόμου με τη λακούβα στη μέση. Κι αυτό δεν είναι τίποτα. Υπάρχουν λακούβες σαν κρατήρες, που αν πέσει μέσα η ρόδα μπορεί και να πάθει ζημιά το αυτοκίνητο! Όποιος οδηγεί στην πόλη αυτή γίνεται εξπέρ στην αποφυγή λακουβών. Κατά τη Μαρικάρμεν, ο λόγος που δημιουργούνται οι λακούβες είναι τα “φτηνιάρικα” υλικά που χρησιμοποιούν για την κατασκευή των δρόμων, σε συνδυασμό με το μαλακό υπέδαφος που υποχωρεί σε κάποια σημεία με τα χρόνια· και ο λόγος που δεν τις επιδιωρθώνουν είναι η απίστευτη διαφθορά στο δήμο, όπου τα λεφτά διασπαθίζονται στις τσέπες διάφορων επιτήδειων. (Μιλάμε κ’ εμείς για διαφθορά στην Ελλάδα, αλλά απλώς δεν ξέρουμε τί συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο.) Λίγο πριν γυρίσω στο σπίτι έφτασα στο όριο της περιοχής των μονοκατοικιών, που μοιάζουν με τα παλιά προσφυγικά της Νέας Φιλαδέλφειας, και των πολυκατοικιών, που δεν μοιάζουν καθόλου με τις δικές-μας. Εδώ βλέπουμε και τους δύο τύπους σπιτιών απ’ αυτούς που υπάρχουν στην περιοχή-μου. Βέβαια υπάρχουν πολλοί άλλοι: τα φτωχόσπιτα στην πλαγιά του λόφου, οι τενεκεδένιες παράγκες με τα ελενίτ στις τενεκεδουπόλεις, αλλά και οι ουρανοξύστες στο κέντρο. Τέλος της βόλτας. Τη βόλτα την έκανα επειδή έγινε μια τρίωρη διακοπή ρεύματος, στα καλά καθούμενα, οπότε για να μην ξοδεύω τη μπαταρία του υπολογιστή δεν είχα τί άλλο να κάνω. Αλλά και σήμερα, που έγραφα αυτές τις γραμμές, έκανε μια διακοπή και σκέφτηκα «Άντε πάλι!» Ευτυχώς διήρκεσε μόνο τρία λεπτά. Μία γενική παρατήρηση, που δεν μπόρεσα να αποτυπώσω στις φωτογραφίες: Υπάρχει πάρα πολύς κόσμος που απασχολείται σε υπηρεσίες σεκιούριτι. Σε κάθε εμπορικό κέντρο, σε κάθε γωνιά, σε κάθε κατάστημα σχεδόν, στους σταθμούς του transmilenio, παντού υπάρχουν “σεκιουριτάδες” από ιδιωτικές υπηρεσίες. Αυτό πρέπει να είναι απόρροια του εμφύλιου πολέμου που ίσχυε μέχρι πριν δύο χρόνια, και των τρομοκρατικών πράξεων που γίνονταν μέχρι τότε. Τώρα τα πράγματα είναι πιο ομαλά, αλλά οι σεκιουριτάδες έχουν μείνει. Επίσης, σε κάθε πολυκατοικία υπάρχει θυρωρός! Π.χ. σε αυτήν που μένω, δεν έχω κλειδί για την εξώπορτα. Υπάρχει θυρωρός επί 24-ώρου βάσεως (με βάρδιες — σ’ αυτήν που μένω τη δουλειά την κάνουν τρία αδέρφια, δηλαδή 8 ώρες ο καθένας) ο οποίος σου ανοίγει όποτε πας να μπεις, αλλά και για να βγεις. (Νομίζω πως την εξώπορτα δεν την έχω αγγίξει ακόμα!) Εμείς στην Ελλάδα (στην Αθήνα) θυρωρούς είχαμε μέχρι τη δεκαετία του 1970. (Και δεν άνοιγαν τις πόρτες, απλώς επιτηρούσαν το χώρο.) Μετά, αυτό το επάγγελμα των φτωχών (ανειδίκευτων εργατών) “εξέπεσε”. Εδώ είναι κοινότατο. Είναι και μια ασφάλεια. Π.χ. εδώ που είμαι, ο θυρωρός είναι στα τρία μέτρα από την πόρτα-μου, και φυσικά πάντοτε παρών (γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να έρθει κάποιος ένοικος και να θέλει να μπει μέσα). Οπότε ξέρω οτι δεν μπορεί να γίνει διάρρηξη στο διαμερισματάκι-μου, και έχω αρχίσει να αφήνω τον υπολογιστή-μου πότε-πότε μέσα. (Στην Αθήνα τον έπαιρνα πάντα μαζί-μου.) Άλλη παρατήρηση: στον τόπο αυτό δεν υπάρχουν έντομα! Έχει ένα άνοιγμα στο παράθυρο της κουζινίτσας-μας, και είπα στη Μαρικάρμεν πως φοβόμουν μη μπουν από κει κατσαρίδες. Μου είπε οτι κατσαρίδες εδώ δεν υπάρχουν. Αλλά όχι μόνο αυτές, ούτε άλλα έντομα δεν έχει! Βέβαια βλέπω λουλούδια πολλά, άρα κάποια έντομα πρέπει να υπάρχουν για την επικονίαση. Πάντως εγώ μέχρι στιγμής δεν έχω δει κανένα. Ούτε τα πιο κοινά, όπως μύγες ή μυρμήγκια. Αυτό μάλλον οφείλεται στο υψόμετρο, που είναι 2500 μέτρα. Από ένα υψόμετρο και πάνω πρέπει να σπανίζουν τα έντομα. Καλό αυτό πάντως, γιατί εγώ δεν τα πάω καθόλου. Εκτός από ενδιαφέρουσες φωτογραφίες με το φακό στο macro, δεν μου προσφέρουν τίποτα άλλο. Προσθήκη, ένα μήνα μετά: τελικά είδα με τα μάτια-μου μέχρι στιγμής: μία μύγα, μία πασχαλίτσα, μία αράχνη μικρή, μεγέθους δίλεπτου του ευρώ, και δύο από εκείνα που τα λέμε “ψαράκια”, τα ασημί προ-έντομα (χωρίς φτερά), με ατρακτοειδές σχήμα σώματος, που τριγυρίζουν στους τοίχους και στα πατώματα, φαινομενικά χωρίς να κάνουν τίποτα (κάνουν όμως: τρώνε μικροσκοπικές οργανικές ουσίες, αόρατες στο μάτι). Υπάρχουν λοιπόν έντομα, αλλά σπανίζουν. |