Λέξεις που λέμε λανθασμένα στην ελληνική

Γράφτηκε από τον: Χάρη Φουνταλή

το Μάιο του 2022


Υπάρχει ένας (αναμφισβήτητα μικρός) αριθμός λέξεων της ελληνικής γλώσσας που τις λέμε λανθασμένα. Δεν εννοώ οτι τις γράφουμε λανθασμένα, δεν αναφέρομαι σε ορθογραφία στην παρούσα σελίδα. Εννοώ οτι τις λέμε, τις προφέρουμε λανθασμένα, χρησιμοποιούμε τύπους λέξεων που δεν είναι σωστοί, τύπους που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν.

Βέβαια, το να θέτει κανείς υπόψη άλλων ορισμένες λέξεις που λέμε λανθασμένα ελάχιστο αντίκτυπο έχει σε μια γλώσσα, γιατί οι πολλοί, οι φυσικοί ομιλητές είναι αυτοί που καθορίζουν το πώς μιλιέται μια γλώσσα. Οι “υποδείξεις του ενός”, θα έλεγε κανείς, στην πράξη αγνοούνται. Και όμως, συμβαίνει πότε-πότε να γίνουν αλλαγές με την πάροδο των ετών και των δεκαετιών. Έτσι παραδείγματος χάρη μάθαμε να λέμε: «όλους όσοι [κάνουν το τάδε]», αντί για το παλιότερο «όλους όσους [κάνουν το τάδε]». Βλέποντας το σωστό τύπο, συνήθως, αυτοί που ενδιαφέρονται για τη γλώσσα (και στην Ελλάδα–Κύπρο είμαστε πάρα πολλοί) “μεταλαμπαδεύουν” τον τύπο αυτόν, και έτσι το σωστό πολλαπλασιάζεται και τελικά επικρατεί.

Γιά να δούμε λοιπόν τις λέξεις αυτές.

(Σημείωση: το αστεράκι μπροστά από μια λέξη είναι το σύμβολο που κατά τη σύμβαση των γλωσσολόγων σημαίνει: “λάθος”.)


ενήλικος, όχι *ενήλικας

Πρακτικά όλοι οι Έλληνες συμπατριώτες και φυσικοί ομιλητές της ελληνικής λένε «ενήλικας» για τον άνθρωπο που έχει συμπληρώσει τα 18 χρόνια ζωής. Και στον πληθυντικό: «ενήλικες».

Ο τύπος “ενήλικας” θα ήταν σωστός αν υπήρχε η αρχαία λέξη “ἐνῆλιξ”. Από εκεί, όπως το αρχαίο “ἕλιξ” έγινε “έλικας” στη σύγχρονη γλώσσα, όπως το “κῆρυξ” έγινε “κήρυκας”, αλλά και το “κώνωψ” έγινε αρχικά “κώνωπας” (και κατόπιν, αλλάζοντας βέβαια γένος, “κουνούπι”), έτσι και το “ἐνῆλιξ” — αν υπήρχε! — θα έπρεπε να γίνει “ενήλικας”.

Όμως τύπος “ἐνῆλιξ” δεν υπήρξε ποτέ. Από την κλασική αρχαία εποχή, η λέξη ήταν “ἐνήλικος”, όπως θα έπρεπε να είναι και τώρα (στο μονοτονικό χωρίς την ψιλή, εννοείται). Π.χ. το “ἐνήλικος” απαντάται αρκετές φορές στον Πλούταρχο, που έζησε τον 1ο αι. μ.Χ.· όπως και στο Διόδωρο Σικελιώτη (1ος αι. π.Χ.). Ορίστε μια λίστα με όλες τις εμφανίσεις του τύπου “ἐνήλικος” στην αρχαία ελληνική γραμματεία. (Όλες οι παραπομπές στο παρόν κείμενο ανοίγουν σε νέα σελίδα.)

Αντίθετα, ο τύπος “ἐνῆλιξ” δεν βρίσκεται πουθενά. Το λεξικό Liddell and Scott’s Greek–English Lexicon, γνωστό και ως “βίβλος όλων των αρχαιοελληνικών λεξικών”, δεν περιλαμβάνει τέτοιον τύπο. (Μπορείτε να το ψάξετε ηλεκτρονικά εδώ, αλλά στα αγγλικά.) Το Βικιλεξικό περιλαμβάνει μεν τον τύπο “ενήλιξ” (έτσι, στο μονοτονικό), λέγοντας οτι προέρχεται από την ελληνιστική κοινή, αλλά δεν αναφέρει καμία πηγή. (Χωρίς πηγή, οποιοσδήποτε μπορεί να ισχυριστεί το οτιδήποτε.) Όμως και να υπήρξε ποτέ σε μεταγενέστερη εποχή τέτοιος τύπος, κι αυτός λανθασμένος θα ήταν, από παρανόηση του υπαρκτού “ἐνήλικος”. Στην ίδια ηλεκτρονική πύλη (το Βικιλεξικό) υπάρχουν και οι δύο τύποι: “ενήλικος” και “ενήλικας”· πάντα όμως χωρίς πηγές, οπότε δεν μπορούμε να το εμπιστευθούμε. Οι πηγές οι πραγματικές είναι αυτές που ανέφερα στην προηγούμενη παράγραφο. Αν κάποιος γνωρίζει πηγές για τον υποτιθέμενο τύπο “ἐνῆλιξ”, μπορεί να μου τις υποδείξει.

Παρόμοια, ο περισσότερος κόσμος λέει «*μεσήλικας», ενώ θα έπρεπε να λέει «μεσήλικος». Παραδόξως όμως, όλοι-μα-όλοι λένε το σωστό «ανήλικος», και ποτέ «*ανήλικας». Όπως επίσης λένε το σωστό «συνομήλικος» και ποτέ το «*συνομήλικας». Γιατί άραγε; Άβυσσος η ψυχή του φυσικού ομιλητή.

Ορίστε και μια εικόνα από μία από τις ε-κα-τομ-μύ-ρι-α ιστοσελίδες που χρησιμοποιούν το λανθασμένο τύπο:

Μμμμμάλιστα. Ελπίζω βέβαια, αφού εσύ ο *ενήλικας φας ολόκληρη την τούρτα, να μην υπάρχει μετά κανείς να σε εμποδίσει να βρεις την πόρτα της τουαλέτας.


σφήκα, όχι *σφήγκα

Εδώ, το μυαλό του Νεοέλληνα έχει φτιάξει μια λεκτική σαλάτα, μπερδεύοντας τη λέξη για το έντομο που είναι συγγενές της μέλισσας με τη λέξη για μια αιγυπτιακής προέλευσης έννοια: τη Σφίγγα.

Το έντομο οι Έλληνες, από τον Όλυμπο και κάτω, το λένε κατά κανόνα «*σφήγκα». Οι Έλληνες από τον Όλυμπο και πάνω, καθώς έχουν πολλές επιδράσεις στη γλώσσα-τους από τους πρόσφυγες που ήρθαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, συνήθως το λένε σωστά: «σφήκα». (Γιατί; Επειδή στις μικρασιατικές διαλέκτους δεν είχε συμβεί αυτό το μπέρδεμα με τη Σφίγγα, μπέρδεμα που είναι προϊόν της ηπειρωτικής Ελλάδας.)

Για να βάλουμε τα πράγματα σε κάποια τάξη: το έντομο λέγεται “σφήκα”, και προέρχεται από το αρχαίο “ἡ σφήξ – τῆς σφηκός”. (Η γενική πτώση είναι αυτή που μας δίνει τη ρίζα: σφηκ-.) (Π.χ. Ηροδότου Ιστορίαι: Β. 2, §92: «κηρίῳ σφηκῶν». Αλλά και στην Ιλιάδα του Ομήρου, Ραψ. Μ, στ. 169: «ὥς τε σφῆκες μέσον αἰόλοι ἠὲ μέλισσαι».) Όπως βλέπουμε, δεν υπάρχει κανένα γάμμα στη ρίζα της λέξης. Αντίθετα, η λέξη Σφίγγα, προερχόμενη από το αρχαίο Σφίγξ, ηχητικά είναι όμοια με τη λανθασμένη λέξη που χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των Ελλήνων εν έτει 2022 (έτος που γράφτηκε το παρόν· φυσικά δεν μπορώ να μαντέψω τί θα λέγεται στο μέλλον).

Για του λόγου το αληθές, ιδού ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε μεταφρασμένο στην Ελλάδα (εκδόσεις Ψυχογιός), το οποίο από τον τίτλο στο εξώφυλλο ακόμα («Το κορίτσι στη φωλιά της σφήγκας») μας προδιαθέτει για τη γνώση των ελληνικών του μεταφραστή:

Ορίστε! Η *σφήγκα στη μόστρα! Φάτσα-κάρτα!

Ντροπής πράματα...

Και μια εξω-γλωσσική παρατήρηση: οι περισσότεροί μας, λόγω άγνοιας ζωολογίας, όταν βλέπουμε μια σφήκα (τουλάχιστον το πιο κοινό είδος) τη λέμε «μέλισσα». Ελπίζω οι παρακάτω εικόνες να ξεκαθαρίσουν το θολό τοπίο:

   
σφήκα   μέλισσα   Σφίγγα
(Η συγκεκριμένη είναι γνωστή ως η Μεγάλη Σφίγγα, και βρίσκεται στη Γκίζα της Αιγύπτου)

Όπως βλέπουμε, η σφήκα έχει πιο λεπτό σώμα και πιο έντονα τα κιτρινόμαυρα χρώματα· ενώ η μέλισσα έχει πιο παχύ σώμα και πόδια, μουντές κιτρινόμαυρες γραμμώσεις στην κοιλία, και τριχούλες στο κεφάλι και θώρακα (στις οποίες κολλάει η γύρη). Όταν βλέπετε κιτρινόμαυρο έντομο να προσπαθεί να μπει από το παράθυρο, σχεδόν πάντα πρόκειται για σφήκα που ψάχνει για καμιά τρύπα ή σχισμή σε σκιερό μέρος για να κάνει φωλιά. Οι μέλισσες δεν έχουν καμιά δουλειά στα σπίτια των ανθρώπων.


τριδιάστατο, όχι *τρισδιάστατο

Σχεδόν πάντα, όταν οι Έλληνες θέλουν να αναφερθούν σε αντικείμενο ή απεικόνιση τριών διαστάσεων, λένε «*τρισδιάστατο». (Σε όλα τα γένη, εννοείται: *τρισδιάστατος, *τρισδιάστατη, *τρισδιάστατο.) Το σωστό είναι “τριδιάστατο”. Και νά γιατί:

Το πρόθεμα τρισ- σημαίνει “τρεις φορές”. Αντίθετα, το πρόθεμα τρι- σημαίνει “τριών”. Λέμε «τρισεκατομμύριο» επειδή εννοούμε: τρεις φορές το πρόθεμα 1000 (που δίνει 1.000.000.000.000), το οποίο εμφανίζεται δύο φορές στο δισεκατομμύριο (1.000.000.000), και μία φορά στο απλό εκατομμύριο (1.000.000). Το “μία φορά” λέγεται “άπαξ”. Φυσικά δεν χρησιμοποιούμε το “άπαξ” προκειμένου για το εκατομμύριο, γιατί η λέξη έχει την έννοια “εκατόν μύρια”, δηλαδή 100 Χ 10.000 = 1.000.000. Απλώς, το εκατομμύριο το βλέπουμε σαν χίλιες χιλιάδες, ή: “μία φορά 1000” χιλιάδες. Οπότε, στην αρχαία γλώσσα, το “μία φορά, δύο φορές, τρεις φορές, τέσσερις φορές, ...” ήταν ως εξής: “άπαξ, δις, τρις, τετράκις, ...”. Έχουμε επίσης το “τρισκατάρατος”, δηλαδή “τρεις φορές καταραμένος”· ή το “τρισμέγιστος”, δηλαδή “όχι απλά μέγιστος αλλά τρεις φορές μέγιστος”.

Αντίθετα, όταν θέλουμε να πούμε “ενός”, “δύο”, “τριών”, “τεσσάρων”, κλπ., τότε βάζουμε τα προθέματα: “μονο-”, “δι-”, “τρι-”, “τετρα-”, κλπ. Για παράδειγμα, λέμε “μονοσήμαντο”, δηλαδή “μιας σημασίας” (και όχι *“απαξήμαντο”, που θα σήμαινε κάτι που δεν βγάζει νόημα: “μία φορά σημασία”)· λέμε “μονοφωνικό”, δηλαδή “μιας φωνής” (ενός ηχείου)· λέμε επίσης “διπολικό”, δηλαδή με δύο πόλους, όπως και “δικέφαλο”, ήτοι με δύο κεφάλια. Ερχόμενοι τώρα στο πρόθεμα τρι-, λέμε “τριφασικό (ρεύμα)”, δηλαδή “το έχον τρεις φάσεις”. Και όχι “*τρισφασικό”, που θα σήμαινε “τρεις φορές φάσεις”, πράγμα που δεν βγάζει νόημα. Παρόμοια, με το τετρα- έχουμε τη λέξη “τετραπέρατος”, που ετυμολογείται από το “τέσσερα πέρατα”, δηλαδή τέσσερα άκρα· ίσως να προέρχεται από την αρχαία ιδέα οτι ο κόσμος (η επίπεδη γη δηλαδή) έχει τέσσερα άκρα. Έτσι λοιπόν, προκειμένου για διαστάσεις, αυτό που εννοούμε είναι: μιας διάστασης, δύο διαστάσεων, τριών διαστάσεων... Οπότε οι σωστοί τύποι είναι:

  • μονοδιάστατο (σωστά, μιας διάστασης, και όχι *απαξδιάστατο)

  • διδιάστατο (σωστά, δύο διαστάσεων, και όχι *δισδιάστατο, το οποίο επίσης λέγεται λανθασμένα, περιστασιακά)

  • τριδιάστατο (το σωστό, τριών διαστάσεων· ενώ το λανθασμένο *τρισδιάστατο το λέει έτσι σχεδόν όλος ο κόσμος)

  • τετραδιάστατο (σωστά, τεσσάρων διαστάσεων, όπως λένε οι μαθηματικοί τους τετραδιάστατους χώρους)

  • πενταδιάστατο, εξαδιάστατο, κλπ. — λέξεις που χρησιμοποιούνται σωστά στα μαθηματικά και τη φυσική.

Τα 5 Πλατωνικά στερεά (κανονικά πολύεδρα), που είναι τριδιάστατα, και όχι *τρισδιάστατα


επίλεξε! (στην προστακτική), όχι *επέλεξε!

Εδώ πρόκειται για ολόκληρη κατηγορία λέξεων, ρημάτων στην προστακτική. Λέμε δηλαδή (πάντα εν έτει 2022): «*Επέλεξε κάτι από το μενού της οθόνης, μην το κοιτάς!» Ή: «*Ανέβαλε τη συνάντησή σου, δεν προφταίνεις!» Παρόμοια χρησιμοποιούνται οι τύποι (στην προστακτική): «*Διέγραψέ τον!», «*Παρέλαβέ την!», «*Κατέγραψέ το!», κλπ. Οι τύποι αυτοί θα έπρεπε να λέγονται σωστά ως εξής:

  • «Επίλεξε κάτι ...»

  • «Ανάβαλε τη συνάντηση...»

  • «Διάγραψέ τον!»

  • «Παράλαβέ την!»

  • «Κατάγραψέ το!»

  • κλπ.

Γιατί όμως;

Διότι η αύξηση του αορίστου (το αρχικό έ-) μπαίνει στην οριστική, όχι όμως στις άλλες εγκλίσεις, δηλαδή στην υποτακτική και προστακτική (εφόσον χάσαμε την ευκτική στη νέα ελληνική). Έχουμε δηλαδή “έβαλα” στην οριστική, αλλά “να βάλω” (και όχι “να *εβάλω”) στην υποτακτική· και “βάλε!” (και όχι “*εβάλε!”) στην προστακτική. Παρόμοια: “έδωσα”, “να δώσω”, και “δώσε!” (και όχι “να *εδώσω” ή “*εδώσε!”). Και ένα ανώμαλο ρήμα: “έφαγα”, “να φάω”, “φάε!” (και όχι “να *εφάω” ή “*εφάε!”).

Τώρα, όταν ένα σύνθετο ρήμα αποτελείται από πρόθεση + βασικό ρήμα, όπως το “επιλέγω” που αποτελείται από την πρόθεση “επί-” και το βασικό “λέγω”, τότε η αύξηση του αορίστου μπαίνει μεταξύ πρόθεσης και βασικού ρήματος. Γίνεται δηλαδή “επέλεξα” (επί + έλεξα), στο πρώτο πρόσωπο οριστικής. Στην υποτακτική όμως δεν έχει αύξηση, οπότε σωστά λέμε “να επιλέξω” (και όχι “να *επελέξω”). Άρα και στην προστακτική θα έπρεπε να κάνουμε το ίδιο πράγμα: “επίλεξε!”. Για άγνωστο λόγο όμως οι περισσότεροι λένε “*επέλεξε!”.

Και πάλι για του λόγου το αληθές, ορίστε μια εικόνα που δείχνει τη χρήση ενός λανθασμένου τύπου (αν πεινάτε μην κάνετε κλικ, δεν είναι διαφήμιση· για απλή εικόνα πρόκειται):

Συμφορά! Κάποιος απατεώνας «*Παρέλαβε από το κατάστημα την αγαπημένη σου πίτσα 8 τμχ.»! Την πήρε παραμάσχαλα και έγινε καπνός! Αυτό φαίνεται να λέει η διαφήμιση, εν αγνοία αυτών που την κατάστρωσαν. Σπεύσε! Ο κλέφτης αυτός, «Διάλεξε ανάμεσα σε 16 συνταγές,» (ο άτιμος! Μα τη δική σου συνταγή βρήκε να διαλέξει ανάμεσα σε 16;) και μετά «παράγγειλε online και *παρέλαβε [την πίτσα-σου εννοείται] από το κατάστημα!» Αίσχος! Κλεφτρόνια! Μας κλέβουνε τις πίτσες-μας!

Και το “παράγγειλε!” συχνά το βλέπουμε ως “παρήγγειλε!”. Αλλά αυτό η παραπάνω πιτσαρία, περιέργως, το έγραψε σωστά.

 


μεγεθύνω, όχι *μεγενθύνω

Δεν ξέρω από πού στην ευχή (και πότε) μπήχτηκε εκείνο το παραπανίσιο νυ πριν από το θήτα. Πώς και γιατί το σκαρφίστηκαν, αφού το “μέγεθος” δεν έχει κανένα νυ; Το λανθασμένο “*μεγενθύνω” είναι σχεδόν τόσο συχνό όσο και το σωστό “μεγεθύνω”. Εν έτει 2022, ένα ψάξιμο μέσω Google δίνει:

  • *μεγενθύνω: 18.100 αποτελέσματα (και την επισήμαση: μήπως εννοείτε: μεγεθύνω)

  • μεγεθύνω: 19.500 αποτελέσματα

Ορίστε και μια επιγραφή που αποδεικνύει οτι λανθασμένοι τύποι γράφονται ακόμα και σε παράγωγα του ρήματος:

Κάποιος καλός Σαμαρείτης της γλώσσας φαίνεται πως σκανδαλίστηκε με την επιγραφή του Σκάνδαλου και μουτζούρωσε το περιττό νυ.

 


Οκτώβριος, όχι *Οκτώμβριος

Τουλάχιστον η χαζομάρα “*Οκτώμβριος” κυρίως λέγεται, δεν γράφεται και πολύ. Στη γραφή βλέπουμε κυρίως το σωστό “Οκτώβριος”. Ορίστε τί μας δίνει ένα ψάξιμο μέσω Google:

  • *Οκτώμβριος: 9.270 αποτελέσματα (και την επισήμαση: μήπως εννοείτε: Οκτώβριος)

  • Οκτώβριος: 22.900.000 αποτελέσματα

Στον προφορικό λόγο όμως εγώ παρατηρώ οτι πολύς κόσμος λέει «τον *Οκτώμβριο».

Γιατί όσοι κάνουν το λάθος βάζουν εκείνο το “μ” στον Οκτώβριο, που δεν το έχει; Ε, αυτό είναι προφανές: γίνεται κατ’ αναλογία προς τους τελευταίους τέσσερις μήνες, που έχουν “μ” μπροστά από το “-βριος”: Σεπτέμβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος.

Γιατί όμως οι άλλοι τρεις μήνες έχουν το “μ” ενώ ο Οκτώβριος δεν το έχει; Αυτό δεν είναι και τόσο προφανές. Οφείλεται στο οτι τα ονόματα των μηνών αυτών (ή μάλλον όλων) δεν τα δημιουργήσαμε στα ελληνικά, αλλά τα δανειστήκαμε από τα λατινικά. Παρόλο που τα αρχικά μέρη των ονομάτων των μηνών αυτών ακούγονται αρκούντως ελληνικά, δεν είναι ελληνικά. Η ομοιότητα οφείλεται στη στενή συγγένεια της ελληνικής με τη λατινική, καθώς έχουν και οι δύο κοινή Ινδο-Ευρωπαϊκή προέλευση. Στα λατινικά λοιπόν τα προθέματα αυτά είναι: septem-, octo-, novem-, decem-. Και, όπως βλέπουμε, τα 7, 9, και 10 έχουν το “m”, ενώ το 8 δεν το έχει. Όσοι γνωρίζετε αγγλικά, βλέπετε οτι και εκεί το “m” λείπει μόνο από τον Οκτώβριο: September, October, November, December. Το ίδιο συμβαίνει και στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες που είναι Ινδο-Ευρωπαϊκής προέλευσης, με την εξαίρεση των σλαβικών γλωσσών, όπου είτε έχουν “φάει” το “μ” από παντού (ρώσσικα), είτε το έχουν εισαγάγει παντού (βουλγάρικα), κλπ.

 


ανεξαρτήτως, όχι *ανεξαρτήτου

Πολύ γούστο κάνω όταν ακούω σοβαρούς-σοβαρούς ανθρώπους να λένε το επίρρημα «*ανεξαρτήτου»! Π.χ.: «Θα ακολουθήσουμε τις αρχές που έχουμε θέσει αταλάντευτα, *ανεξαρτήτου αποτελέσματος!» Μου θυμίζει εκείνο το αμίμητο «*Ηγέρθητου!» που κραύγασε ένα πρωτοπαλίκαρο του ναζιστικού κόμματος Χρυσή Αυγή καθώς έμπαινε σε μια αίθουσα ο τραγελαφικός αρχηγός του κόμματός τους, ο επονομαζόμενος και “πορδοφύρερ”. (“Εγέρθητε!” εννοούσε ο λακές — αυτά τα γραφικά έγιναν πριν κλειστούν όλοι στο σκιερό μπουντρούμι.)

Λοιπόν: στην ελληνική δεν υπάρχει κανένα επίρρημα που τελειώνει σε -ου. Τα επιρρήματα τελειώνουν είτε σε -ως (που είναι η πιο αρχαία κατάληξη), όπως τα “βεβαίως”, “συνεπώς”, “ασφαλώς”, και φυσικά το “ανεξαρτήτως”, είτε σε -α (που είναι η κατάληξη της δημοτικής), όπως τα “βέβαια”, “φυσικά”, “τελικά”, αλλά και το “ανεξάρτητα” — εναλλακτική μορφή του “ανεξαρτήτως”. Υπόψη οτι το “ανεξαρτήτου” είναι κανονική λέξη, μόνο που είναι η γενική ενικού του επιθέτου “ο ανεξάρτητος, η ανεξάρτητη, το ανεξάρτητο” στο αρσενικό και ουδέτερο, και συνήθως τονίζεται στην προπαραλήγουσα· π.χ.: “του ανεξάρτητου βουλευτή”.

Από πού μας προέκυψε αυτό το “*ανεξαρτήτου” ως επίρρημα, δεν το γνωρίζω. Υποπτεύομαι θα το πρωτοείπε κανένας ποδοσφαιριστής ή ίσως προπονητής (αυτοί οι “άψογοι” χειριστές της ελληνικής γλώσσας ), θα ακούστηκε “βαρύγδουπο” σε κάποιους ακροατές ή τηλεθεατές (άλλοι “άψογοι” γνώστες της ελληνικής αυτοί, οι ποδοσφαιρόφιλοι), και από ’κεί διαδόθηκε σε ένα πλήθος που η γλώσσα δεν είναι ακριβώς το δυνατό σημείο-του. Τρέχα-γύρευε.

 


Στην περίπτωση που βρω και άλλους λανθασμένους τύπους λέξεων στο μέλλον, θα τους προσθέσω στην παρούσα συλλογή.


 

Πίσω στα περιεχόμενα θεμάτων ελληνικού ενδιαφέροντος