Οι “μέθοδες” του κ. Σαραντάκου


Δεν μ’ αρέσει να επιτίθεμαι με τα γραπτά-μου σε άλλους ανθρώπους· ιδίως διανοούμενους· ιδίως μάλιστα όταν πρόκειται γι’ ανθρώπους σαν τον κ. Νίκο Σαραντάκο, γνωστό γλωσσολόγο, στου οποίου τα παλιότερα γραφόμενα οφείλω μέρος της μόρφωσής μου. Έτσι, τα παρακάτω δεν θά ’θελα να εκληφθούν ως επίθεση, αλλά σαν η απλή διαφωνία-μου (τεκμηριωμένη όμως) με τα όσα γράφει σε μερικές από τις σελίδες-του. Πρέπει να σημειώσω εδώ οτι πολλές από τις σελίδες του κ. Σαραντάκου για τα μαργαριτάρια που λέγονται — και κυρίως που γράφονται — στην ελληνική γλώσσα (“γλωσσικές ακρότητες” κατά τον ίδιο) είναι πολύ διασκεδαστικές, και προτείνω στον αναγνώστη να τις επισκεφθεί κάποια στιγμή, αν τον ενδιαφέρουν αυτά τα θέματα. Εγώ θα εστιάσω εδώ σε μερικά μόνο θέματα που διαφωνώ μαζί-του, με την υποσημείωση κατά νου οτι συμφωνώ σε πολύ περισσότερα.

Με αφορμή λοιπόν την ερώτηση κάποιου αναγνώστη διαδικτυακής συζήτησης, «Μήπως ξέρει κανείς να μου πει το λόγο που μερικοί χρησιμοποιούν το “μέθοδες” ως πληθυντικό του “μέθοδος”;», γράφει ο κ. Σαραντάκος τα εξής, στη σελίδα “Οι τραβεστί μέθοδοι”:

«To "μέθοδες" είναι πράγματι τύπος που αποκλίνει από τη σχολική γραμματική. [...]

Είναι αλήθεια ότι το "μέθοδες" το χρησιμοποίησε κατά κόρον η αριστερά μετά τη μεταπολίτευση. Ομως [...] Το "μέθοδες" είναι τύπος που συμμορφώνεται με πανίσχυρους γλωσσικούς νόμους όπως η απλοποίηση και η διάκριση αρσενικού-θηλυκού. Να θυμίσω ότι η αρχαία γλώσσα έλεγε "αι μέθοδοι" και έτσι όποιος το διάβαζε/άκουγε ήξερε ότι είναι θηλυκό. Η σημερινή ομως νεοελληνική γλώσσα, λέει "οι" για το άρθρο του θηλυκού -οπότε εγώ το βρίσκω σοφή οικονομία το μέθοδες και εύχομαι ολόψυχα να επικρατήσει.

Θα πει κανείς υπάρχει περίπτωση να μπερδέψει κανείς το γένος; [...] υπάρχει. Παράδειγμα βγαλμένο από τη ζωή: Στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου της Σεβίλλης τρεις ελληνίδες αθλήτριες της δισκοβολίας συμμετείχαν στον προκριματικό. Πέρασαν και οι τρεις στον τελικό. Την άλλη μέρα, η Ελευθεροτυπία έγραψε σε τίτλο ή υπέρτιτλο, δεν θυμάμαι "Στον τελικό οι τρεις δισκοβόλες". Και πολύ καλά έκανε. Θα μπορούσε βέβαια να γράψει "οι κοπέλες της δισκοβολίας" ή "οι αθλήτριες της δισκοβολίας", αλλά όταν αναγκάζεσαι να μη χρησιμοποιείς έναν γραμματικό τύπο για να αποφύγεις παρερμηνεία, κάτι δεν πάει καλά.

Γενικότερα, τα θηλυκά σε "-ος", είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν ταιριάζουν και πολύ στη σημερινή γλώσσα και ακόμα "βρίσκονται υπό κατασκευή" για να χρησιμοποιήσω ιντερνετική ορολογία. [...] Και βέβαια, από το πολύ "οι μέθοδοι", "οι παράμετροι", "οι παράγραφοι", που είναι κατ' εμέ σωστό μεν αφύσικο δε, δεν είναι δύσκολο να φτασουμε στο "ο μέθοδος, ο παράμετρος, ο παράγραφος", ακριβώς επειδή με το "οι μέθοδοι" δεν τηρείται η διάκριση αρσενικού-θηλυκού. [...] Οπότε, προσέχοντας να αποφύγουμε το "προλεταριακό" μέθοδες, υπάρχει πράγματι φόβος να καταντήσουμε τραβεστί.»

Διαβάζοντας τα παραπάνω επιφανειακά, μπορεί να συμπεράνει κανείς οτι ο κ. Σαραντάκος έχει δίκιο. Όμως μια πιο προσεκτική ανάγνωση των γραφομένων-του (όχι μόνο στην παραπάνω σελίδα αλλά και σε άλλες) αποκαλύπτει οτι ο κ. Σαραντάκος παίρνει συνήθως μια εξτρεμιστική δημοτικιστική στάση, κατακεραυνώνοντας όσους “αντιπάλους” κατά τη γνώμη-του παίρνουν καθαρευουσιάνικη στάση απέναντι στη γλώσσα, είτε εξτρεμιστική, είτε ήπια.

Κάνοντάς το όμως αυτό, ο κ. Σαραντάκος παραβιάζει έναν κανόνα που ο ίδιος διατυπώνει (εδώ, συγκεκριμένα):

«[...] η γραμματική δεν πρέπει να είναι φιρμάνια για το τι πρέπει να λέμε, αλλά νοικοκύρεμα αυτού που λέμε.»

Δηλαδή διατυπώνει μια παραλλαγή του μοντέρνου γλωσσολογικού κανόνα που λέει οτι:

Η γλώσσα δεν είναι αυτή που ονειρεύονται οι γλωσσολόγοι από τις πολυθρόνες-τους,
αλλά αυτή που πραγματικά μιλούν οι γηγενείς ομιλητές της συγκεκριμένης γλώσσας.

Η παλιά (παλιομοδίτικη θα έλεγα) φιλοσοφία στη γλωσσολογία θέλει το γλωσσολόγο να βρίσκει λέξεις, εκφράσεις, κλπ, που κατά τη γνώμη-του είναι “λάθος”, και στη συνέχεια να εκδίδει “φιρμάνια”, όπως εύστοχα λέει ο κ. Σαραντάκος, ώστε να υποχρεωθούν οι γηγενείς ομιλητές (τουλάχιστον όσοι νοιαστούν να διαβάσουν τα φιρμάνια) να μιλούν όπως ο γλωσσολόγος. Η πρακτική όμως αυτή είναι εντελώς αντιεπιστημονική. Ο επιστήμονας είναι υποχρεωμένος να παρατηρεί τον φυσικό κόσμο (μέρος του οποίου είναι και οι ανθρώπινες φυσικές γλώσσες), να συλλέγει δεδομένα, και να διατυπώνει θεωρίες που εξηγούν τα δεδομένα, που τα καλουπώνουν σε φυσικούς νόμους. Δεν είναι δουλειά του επιστήμονα να παρεμβαίνει για να αλλάξει τη φύση των πραγμάτων.(1) Αυτό λέει κι ο κ. Σαραντάκος. Μόνο που δεν το κάνει (όπως θα εξηγήσω πιο κάτω).

Βέβαια το παραπάνω δεν σημαίνει οτι ότι μπούρδα λένε οι γηγενείς ομιλητές είναι μέρος της γλώσσας! Ασφαλώς και γίνονται πολλά φραστικά λάθη από τους γηγενείς ομιλητές, καί όταν μιλούν, καί όταν γράφουν και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν είδος γλώσσας που δεν τους είναι οικεία (π.χ., ψευτοκαθαρεύουσα). Θα βρείτε πολλές επισημάνσεις τέτοιων λαθών στις σελίδες του κ. Σαραντάκου. Κάποιες άλλες από τις επισημάνσεις-του όμως είναι απλή γνώμη-του για το πώς θα έπρεπε να είναι η γλώσσα (αλλά δεν είναι, η άτιμη). Τέτοια επισήμανση είναι και η παραπάνω, οτι τα θηλυκά ουσιαστικά σε -ος είναι τάχα “υπό κατασκευή” και ερμαφρόδιτα, γιατί ενώ ανήκουν στο θηλυκό γένος, έχουν μια κατάληξη που κατά τον κ. Σαραντάκο είναι αρσενική.

Έλα όμως που οι ομιλητές της Ελληνικής λένε κατά κανόνα “οι μέθοδοι”, κι οχι “οι μέθοδες”! Αυτό είναι το κατ’ εξοχήν δεδομένο που πρέπει να παρατηρήσει ο επιστήμονας. Για του λόγου-μου το αληθές, ένα πρόχειρο ψάξιμο στο Google (Ιούλιος 2007) δίνει:

Θα πείτε, το διαδίκτυο περιλαμβάνει μόνο γραπτό λόγο, όχι προφορικό. Μα όσο και να διαφέρει ο γραπτός λόγος απ’ τον προφορικό, δεν μπορεί γι’ αυτό και μόνο να προκύπτει τέτοια τεράστια διαφορά! Σημειώστε επίσης οτι μεγάλο μέρος του ελληνόφωνου διαδικτύου αποτυπώνει τον προφορικό λόγο, γιατί πρόκειται για σελίδες συζητήσεων, και μάλιστα επιπέδου καφενείου. Το μόνο επιχείρημα που βρίσκω να έχει κάποια βάση είναι οτι το διαδίκτυο στην Ελλάδα δεν είναι τόσο προσιτό στα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Όμως γι’ αυτό το επιχείρημα, διαβάστε και τα παρακάτω αντι-επιχειρήματα.

Τώρα, κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον: Όχι μόνο είναι το “μέθοδες” μόλις το 0,19% των εμφανίσεων του πληθυντικού αυτής της λέξης, αλλά και το είδος των ιστοσελίδων που έρχονται πρώτες-πρώτες στο ψάξιμο για “μέθοδες” μας λέει κάτι το πολύ σημαντικό. Ορίστε τα περιεχόμενά τους (Ιούλιος 2007, δέκα πρώτα αποτελέσματα):

Δηλαδή για να βγει κανείς στην πρώτη σελίδα ψαξίματος πρέπει να είναι ή κομμουνιστής, ή ο κ. Σαραντάκος, ή κάποιος που να κριτικάρει τις “μέθοδές” του. Α, ναι, ξέχασα: ή “εργάτης”. Γιατί υποτίθεται οτι έτσι μιλάνε οι “άνθρωποι του λαού”. Λοιπόν, πρώτον, ο οικοδόμος που δουλεύει με το πηλοφόρι είναι τόσο πιθανό να χρησιμοποιήσει τον λεκτικό τύπο “μέθοδες”, όσο πιθανό είναι να χρησιμοποιήσω κι εγώ το “υδροπέπονες” (αντί για το “καρπούζια”)· δηλαδή παντελώς απίθανο — εκτός κι αν ο εργάτης παπαγαλίζει τη γλώσσα που του έχει επιβάλει το κόμμα. Η αφηρημένη έννοια “μέδοδος” είναι κάτι που ελάχιστα ή καθόλου απασχολεί το βιοπαλαιστή, κι αν γίνει κάτι τέτοιο, ο άνθρωπος θα χρησιμοποιήσει μάλλον μια πιο προσιτή λέξη, όπως το “τρόπος”, ή ακόμα καλύτερα το “πώς”. (Για σκεφτείτε: “Ε, αφεντικό! Με ποια μέθοδο να ρίξω μπετό στο δώμα;”!) Και δεύτερο, και πιο σημαντικό, δεν έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος ο “άνθρωπος του λαού” από οποιονδήποτε άλλον γηγενή ομιλητή της γλώσσας. Γλωσσολογικά, καί ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (του οποίου τα γλωσσικά λάθη εύστοχα επισημαίνει ο κ. Σαραντάκος σε τουλάχιστον δύο σελίδες) καί ο εργάτης της οικοδομής (αρκεί να είναι Έλληνας) έχουν το ίδιο ακριβώς ειδικό βάρος: μία γλωσσική “ψήφο” ο ένας, μία και ο άλλος. Απλά, ο Αρχιεπίσκοπος (που προσπαθεί να μιλάει στην καθαρεύουσα) είναι ένας άνθρωπος, οπότε ο ειδικός τρόπος που μιλάει χάνεται μέσα στα εκατομμύρια των άλλων Ελλήνων που δεν μιλούν έτσι. Παρόμοια όμως παρατήρηση πρέπει να κάνουμε και για τον εργάτη: στα παλιά χρόνια (τότε που ήταν παιδί ο κ. Σαραντάκος), ίσχυε οτι η φτωχολογιά αποτελούσε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, ενώ οι πλούσιοι και οι καλοστεκούμενοι ήσαν ελάχιστοι. Οπότε τότε είχε νόημα ο εμπειρικός κανόνας οτι “γλώσσα είναι αυτή που μιλάει ο άνθρωπος του λαού”, αφού τα οικονομικά κατώτερα στρώματα αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία. Έκτοτε όμως, τα πράγματα σταδιακά άλλαξαν. Σήμερα είναι η μεσαία τάξη που έχει την πλειοψηφία, καθώς δεν υπάρχει πια τόσο μεγάλη ανισοκατανομή του πλούτου όπως παλιά.(3) Σήμερα ο “εργάτης” είναι μειοψηφία, και η γλώσσα που μιλάει συνεισφέρει τόσο πολύ στην έννοια “ελληνική γλώσσα” όσο και το ποσοστό της εργατικής τάξης. Άρα λοιπόν η παλιά αριστερή αντίληψη οτι η γλώσσα της εργατιάς είναι η πιο τυπική ελληνική γλώσσα, με τα σημερινά δεδομένα — είτε μας αρέσει είτε όχι — δεν ισχύει. (Ας σημειώσω εδώ, προκαταλαμβάνοντας πιθανή λαθεμένη αντίληψη του αναγνώστη για το άτομό μου, οτι κι εγώ γενικά “αριστερών” απόψεων είμαι· όμως άλλο το τι θα θέλαμε να ισχύει, κι άλλο το τι πραγματικά ισχύει.)

Έτσι βλέπω οτι και το επιχείρημα πως το διαδίκτυο δεν φτάνει στα κατώτερα λαϊκά στρώματα είναι αδύναμο: τα κατώτερα λαϊκά στρώματα στατιστικά δεν παίζουν το ρόλο που έπαιζαν παλιότερα. Επιπλέον, ενώ το διαδίκτυο διαδίδεται όλο και πιο πλατιά (αγγίζει όλο και λιγότερο οικονομικά εύρωστα στρώματα του πληθυσμού), το ποσοστό του “μέθοδες” μάλλον δείχνει να πέφτει.

Ο κ. Σαραντάκος λοιπόν, κατατάσσοντας τον εαυτό-του περίπου με το 0,19% του πληθυσμού (δηλαδή με τους δύο στους χίλιους Έλληνες, τουλάχιστον όπως φαίνονται στο διαδίκτυο), πραγματοποιεί αυτό που κατακρίνει με τον τίτλο των σελίδων-του, δηλαδή μια “γλωσσική ακρότητα”. Υπόψη οτι το “μέθοδες” δεν είναι ένα απομονωμένο παράδειγμα. Κάπου αλλού (εδώ, 7η παράγραφος) χρησιμοποιεί τον τύπο “Ιούλη”, που είναι άλλος ένας κομματοφτιαγμένος, κομματοβγαλμένος, ανύπαρκτος στην ουσία τύπος. Ότι έγραψα για το “μέθοδες” ισχύει και για το “Ιούλης” (και “Ιούνης”), καθώς ένα ψάξιμο στο Google μας δίνει:

Ήτοι ο τύπος του Ιούλη είναι το 0.8%. (Επαναλαμβάνω, τα παραπάνω αποτελέσματα ίσχυαν τον Ιούλιο του 2007· προφανώς οι ακριβείς αριθμοί αλλάζουνε με την πάροδο του χρόνου.) Επίσης, προσέξτε πάλι την προέλευση των σελίδων αυτών, και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.


Όμως οι γλωσσικές ακρότητες είναι ένα μόνο θέμα απ’ αυτά που θίγει (και λάθη που υποπίπτει) ο κ. Σαραντάκος. Ένα άλλο είναι ο μπαμπούλας του “μπερδέματος” που επισείει.

Λέει οτι υπάρχει κίνδυνος μπερδέματος του γένους αυτών των λέξεων, γιατί το “οι μέθοδοι” μοιάζει πολύ π.χ. με το “οι άνθρωποι”. Παλιά, λέει, οι καθαρευουσιάνοι έλεγαν “αι μέθοδοι”, οπότε το θηλυκό άρθρο “αι” δεν άφηνε περιθώρια παρεξηγήσεων. Τώρα όμως παρα-μοιάζει αυτό το καταραμένο “οι μέθοδοι” με αρσενικό γένος. Πάνω σ’ αυτό, έχω να παρατηρήσω τα εξής:

Πιο γενικά, ο κ. Σαραντάκος κάνει σύγχυση μεταξύ των εννοιών “γένος” και “φύλο”. Για τη σύγχυση αυτή γενικά έχω γράψει σε άλλο άρθρο-μου,(5) και δεν θέλω να επαναλάβω το κείμενο εκείνο εδώ. Απλώς θα αναφέρω συνοπτικά τα εξής:

Η σύγχυση είναι διαδομένη μεταξύ των ομιλητών γλωσσών με φυσικό γένος, όπως τα αγγλικά. Εκεί οι έννοιες “άνδρας” και “αρσενικό γένος” πρακτικά ταυτίζονται, όπως και οι έννοιες “γυναίκα” και “θηλυκό γένος”, και “πράγμα” και “ουδέτερο γένος”.

Φανταστείτε όμως οτι είστε νήπιο (π.χ. 1 έτους), και αρχίζετε να γίνεστε γηγενής ομιλητής της ελληνικής. “Βλέπετε” (ασυνείδητα εννοείται, χάρη στην εκπληκτική γλωσσολογική μηχανή των νηπίων) οτι κάποια ουσιαστικά πάνε προς “μία κατηγορία”, κάποια άλλα προς “άλλη κατηγορία”, και κάποια τρίτα προς “τρίτη κατηγορία”. Δεν έχετε πάει σχολείο ακόμα, και δεν έχετε “μολυνθεί” με τις ετικέττες “αρσενικό”, “θηλυκό”, και “ουδέτερο”, τις οποίες αγνοείτε πλήρως. Το οτι κατηγοριοποιείτε τα ουσιαστικά όμως, και μάλιστα σωστότατα, είναι προφανές, γιατί βάζετε σωστά τα άρθρα (λέτε “τη μπάλα”, όχι “το μπάλα”). Άρα σ’ αυτή τη νεαρή ηλικία, οπότε και σχηματίζετε τις κατηγορίες, δεν έχετε ιδέα ακόμα για τη συσχέτιση μεταξύ γένους και φύλου. Βέβαια, τυχαίνει όλα τα άτομα ανδρικού φύλου να πηγαίνουν στη μια κατηγορία, κι όλα τα άτομα θηλυκού φύλου να πηγαίνουν στην άλλη. Και λοιπόν; Πιθανώς λόγω αυτού του δεδομένου να σχηματίζετε ήδη μια πρώτη ασθενική συσχέτιση, αλλά υπάρχουν δυνητικά τόσες άλλες συσχετίσεις που θα μπορούσετε να κάνετε (π.χ., “τα περισσότερα αφηρημένα ουσιαστικά πάνε σε μια κατηγορία”, ή: “τα ονόματα νησιών πάνε στην ίδια κατηγορία” — αν πάτε διακοπές με τους γονείς-σας στα νησιά). Μόνο μετά, στο δημοτικό, σας μαθαίνουν τις λέξεις “αρσενικό”, “θηλυκό”, και “ουδέτερο”, οπότε αρχίζει να σας φαίνεται φυσιολογική η συσχέτιση γένους και φύλου, και να κάνετε σύγχυση μεταξύ των δύο εννοιών.

Δυστυχώς, αυτή τη σύγχυση την κάνουν όχι μόνο οι ομιλητές της αγγλικής (που δικαιολογούνται λόγω φυσικού γένους της γλώσσας-τους), αλλά και διακεκριμένοι επιστήμονες. Γράφει λοιπόν ο κ. Σαραντάκος (εδώ), σχετικά με ουσιαστικά όπως “η γραμματέας”, “η ταμίας”, και “η λοχίας”:

«εδώ [...] δεν έχουμε αφηρημένα θηλυκά, αλλά ζωντανά, με βυζάκια, και είναι κόντρα στη φύση να τους φοράμε αρσενική κατάληξη, είναι τραβεστισμός.»

Πλήρης σύγχυση δηλαδή γένους και φύλου, γραμματικών καταλήξεων και θηλαστικών απολήξεων. Και τι προτείνει σαν γιατρειά; “η γραμματέα”, “η ταμία”,(6) και “η λοχία”, επειδή τάχα στις τράπεζες και στο στρατό έτσι μιλάει ο κόσμος. Σοβαρά; Σε ποιες τράπεζες, ποιας χώρας; Δεν ζει στην Ελλάδα ο κ. Σαραντάκος; Όσο για το στρατό, εγώ έκανα στρατιωτικό το ’87–’89, όπου είχαν μόλις καταταχτεί οι πρώτες γυναίκες υπαξιωματικοί, που σχεδόν όλες-τους ήταν ακόμα υπολοχίες (συγκεκριμένα υποσμηνίες στην αεροπορία, είχαμε μπόλικες στη μοίρα ΓΕΑ), και σας διαβεβαιώ οτι αν κάποιος έλεγε “η λοχία” (ή “η σμηνία”), ή θα γινόταν ρεζίλι από τους άλλους φαντάρους, ή θα έτρωγε καμπάνα από το διοικητή για ασέβεια προς το στράτευμα. Πάντως τον καιρό που πήγε στρατό ο κ. Σαραντάκος στρατευμένες γυναίκες δεν υπήρχαν ακόμα, άρα ότι ξέρει τό ’χει ακούσει από δεύτερο και τρίτο χέρι.

Εν πάση περιπτώσει, το όλο θέμα στηρίζεται στην προαναφερθείσα σύγχυση. Όταν ακούμε τη λέξη “ψαράς”, το φύλο που μας έρχεται στο νου είναι το αρσενικό, γιατί τυχαίνει όλοι οι ψαράδες που έχουμε δει (ή ακούσει γι’ αυτούς) στη ζωή-μας να είναι άντρες. Όταν όμως ακούμε “γραμματέας ιδιωτικής επιχείρησης”, το φύλο που έρχεται στο νου είναι το θηλυκό, γιατί παραδοσιακά η “ιδιαιτέρα γραμματέας” είναι θέση που κατέχεται από γυναίκα. (Το “ιδιαίτερος γραμματέας” ακούγεται μάλλον σαν “γραμματέας Κοινότητας με ιδιοτροπίες”.) Το ίδιο και με το “ταμίας σούπερ-μάρκετ” (συνήθως γυναίκα). Ενώ το “ταμίας τραπέζης” μάλλον ανδροφέρνει, αλλά όχι ισχυρά. Το φύλο λοιπόν που καταχωρούμε αυθόρμητα στα ουσιαστικά που αναφέρονται σε πρόσωπα εξαρτάται από την πραγματιστική γνώση-μας του κόσμου στον οποίο ζούμε, και όχι από το γένος του ουσιαστικού, δηλαδή απ’ το αν η κατάληξη είναι -ας, ή -ος, ή οτιδήποτε άλλο. Όσο για τα ουσιαστικά που δεν αναφέρονται σε πρόσωπα, σ’ αυτά δεν καταχωρούμε φύλο, αλλά γένος. Άλλο τό ’να, άλλο τ’ άλλο.


Ένα τρίτο ενδιαφέρον θέμα είναι το ευχολόγιο του κ. Σαραντάκου για την επικράτηση των τύπων που προτιμά. Συγκεκριμένα, για το “μέθοδες” λέει: «εύχομαι ολόψυχα να επικρατήσει.»

Δεν είναι κακό να διατυπώνει πόθους και ευχές κανείς. Απλά, το μέλλον είναι απρόβλεπτο. Όποτε προσπαθούμε να προβλέψουμε το μέλλον, καλό είναι να ρίχνουμε και καμιά ματιά στο παρελθόν. Συγκεκριμένα για τη γλωσσική εξέλιξη των λέξεων, το παρελθόν μας λέει τα εξής:

Οι λέξεις που “φθείρονται”, δηλαδή ομαλοποιούνται — και συνεπώς αλλάζουν — είναι κατά κανόνα λέξεις ούτε πολύ κοινές, ούτε πολύ σπάνιες. Νά γιατί:

Από τα παραπάνω, και δεδομένου οτι μια λέξη όπως το “μέθοδος” είναι σχετικά σπάνια (περίπου όπως το “διαγώνιος”), προβλέπω οτι θα αργήσει πολύ να φθαρεί, αν ποτέ υποστεί φθορά, ικανοποιώντας έτσι την ευχή του κ. Σαραντάκου. Βέβαια τέτοιες προβλέψεις δεν είναι τίποτ’ άλλο από προσωπικές γνώμες. Και θυμίζω, άλλο γνώμες, άλλο επιστημονικές παρατηρήσεις.


Αν διαφωνείτε μ’ αυτά που γράφω εδώ, ευχαρίστως να μάθω για τη διαφωνία-σας (στείλτε-μου email).


Σημειώσεις: (κάνοντας κλικ στον αριθμό επιστρέφετε στο κείμενο)

1. Η παρέμβαση στη φύση είναι δουλειά των μηχανικών προκειμένου για τις φυσικές επιστήμες, οι οποίοι μηχανικοί τύποις δεν είναι επιστήμονες.(2) Τώρα για τη γλωσσολογία, δεν νοείται παρέμβαση για ν’ αλλάξει ουσιαστικά η φύση της γλώσσας, παρά μόνο η επισήμανση κάποιων γλωσσικών ατοπημάτων — πάντα υπάρχουν τέτοια, τα “μαργαριτάρια” που λέμε, και θα βρείτε πολλές επισημάνσεις στις σελίδες του κ. Σαραντάκου. Αυτό είναι το “νοικοκύρεμα” στο οποίο αναφέρεται.

2. Τυπικά, οι μηχανικοί δεν είναι επιστήμονες. Επιστήμονας είναι ο φυσικός που κάνει έρευνα, ο χημικός που κάνει έρευνα (όχι όμως ο χημικός μηχανικός που απλά εφαρμόζει τα όσα ανακαλύπτει η έρευνα), ο αστρονόμος, ο βιολόγος, ο γεωλόγος, ο γλωσσολόγος, ο ψυχολόγος που κάνει έρευνα, κλπ., δηλαδή όλοι αυτοί που παρατηρούν τον φυσικό κόσμο και κάνουν πειράματα (μέρος του φυσικού κόσμου είναι και η ανθρώπινη νόηση και γλώσσα). Επιστήμονας δεν είναι ο γιατρός που γιατρεύει αρρώστους και δεν κάνει έρευνα, ούτε ο μαθηματικός (τα μαθηματικά είναι εργαλείο της επιστήμης, όχι μέρος του φυσικού κόσμου), ούτε ο φυσικο-χημικός που απλώς διδάσκει στο σχολείο (ούτε βέβαια κανένας άλλος καθηγητής μέσης ή ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης που δεν ασχολείται με την έρευνα), ούτε — εννοείται — ο φιλόσοφος, ο φιλόλογος, ή ο θεολόγος. Ούτε επίσης κι ο λεγόμενος “επιστήμονας υπολογιστών” (ή πληροφορικής), που είναι ένας μηχανικός και τίποτ’ άλλο. Εμείς έχουμε συνηθίσει να τους ονομάζουμε όλους αυτούς “επιστήμονες” συλλήβδην, επειδή στη χώρα-μας το επιστημονιλίκι παραδοσιακά προσδίδει κύρος στον άνθρωπο· όμως η πραγματικότητα άλλα λέει.

3. Για επιβεβαίωση αυτής της πρότασης βλέπε σελίδα-μου που παρουσιάζει τους οικονομικούς δείκτες των περισσότερων χωρών του κόσμου μέχρι το 2004, και συγκεκριμένα τη στήλη με το λεγόμενο δείκτη του Gini.

4. Απ’ αυτόν τον αρσενικό τύπο προέρχεται το “ελέω Θεού”. Αν το έλεος ήταν μόνο ουδέτερο, η δοτική-του έπρεπε να είναι “τω ελέει”. Το αρσενικό “ο έλεος” απαντάται στον Όμηρο (Ιλιάδα) και στον Ευριπίδη, ενώ ήδη από την Καινή Διαθήκη βλέπουμε “το έλεος”.

5. Βλέπε “Εξέλιξη του γένους στις Ινδο-Ευρωπαϊκές γλώσσες”.

6. Σχετικά με το “η ταμία”, σωστά παρατηρεί ο κ. Σαραντάκος οτι αυτός ο λεκτικός τύπος υπήρχε στην αρχαία γλώσσα, και σήμαινε την οικονόμο γυναίκα του σπιτιού. Ε, και; Από τότε περάσανε χρόνια και ζαμάνια. Η γλώσσα άλλαξε. Ο αρχαίος εκείνος τύπος πέρασε σε αχρηστία. Ας κοιτάξουμε άλλη μία φορά (μήπως και τον εμπεδώσουμε) τον κανόνα που λέει, “Η γλώσσα δεν είναι αυτή που ονειρεύονται οι γλωσσολόγοι...” (εκείνον μέσα στο γαλάζιο πλαίσιο, ντε!). Κάθε υπόδειξη του πώς ήταν η γλώσσα (ώστε να την ξανακάνουμε έτσι σήμερα) είναι απλή ακαδημαϊκή–γλωσσολογική ονείρωξη. Η γλώσσα προχωρεί στην εξέλιξή της αγνοώντας τις ονειρώξεις του οποιουδήποτε, όπως κατέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία η κατεδάφιση του μεγαλύτερου ίσως γλωσσολογικού τερατουργήματος που επινοήθηκε ποτέ: της καθαρεύουσας.

7. Σχετικά με την ουρανικοποίηση στη νέα ελληνική προφορά έχω γράψει σ’ αυτήν τη σελίδα, που όμως είναι στα αγγλικά, γιατί στοχεύει όσους μαθαίνουν τα νέα ελληνικά σαν ξένη γλώσσα (βλ. παράγραφο “Palatalization”).


Πίσω στα περιεχόμενα θεμάτων ελληνικού ενδιαφέροντος