Βρε μήπως κάτι λείπει απ’ τη μοντέρνα Δυτική μουσική;

του Χάρη Φουνταλή



Εξανέστη πάλι (κοινώς “βγήκε απ’ τα ρούχα-του”) το Παιδί όταν του είπα οτι αυτό που ακούει «δεν είναι μουσική». Και πάνω στην οργή-του με στόλισε και με μερικά “γαλλικά”. Δεν θα εξηγήσω εδώ ποιο είναι το Παιδί· ξέρει εκείνο, θα το καταλάβει αμέσως όταν κατά τύχη σκοντάψει πάνω σ’ αυτή την ιστοσελίδα. Θα του εξηγήσω μόνο τί εννοώ όταν λέω οτι αυτά που ακούει δεν είναι μουσική.

Είναι ποτέ δυνατό δυο άνθρωποι να χρησιμοποιούν την ίδια λέξη (π.χ. “μουσική”), και να αντιλαμβάνονται δυο κάπως διαφορετικές έννοιες; Φυσικά και είναι δυνατό. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη “επιστήμονας”: οι περισσότεροι συμπατριώτες-μου πιστεύουν οτι ο δικηγόρος είναι επιστήμονας· το ίδιο κι ο αρχιτέκτονας, κι ο πολιτικός μηχανικός, κι ο λεγόμενος “επιστήμονας υπολογιστών”. Μερικοί μπορεί να πιστεύουν οτι και ο θεολόγος επιστήμονας είναι, αφού κι αυτός στο πανεπιστήμιο πάει! Εγώ όμως χρησιμοποιώ τη λέξη αυτή διαφορετικά. Για μένα επιστήμονας είναι αυτός που κάνει παρατηρήσεις επί του φυσικού κόσμου, συλλέγει δεδομένα, κάνει υποθέσεις που εξηγούν τα δεδομένα, ενδεχομένως κάνει πειράματα για να ελέγξει την ορθότητα των υποθέσεών του, και ίσως να διατυπώνει και “νόμους” που συμφωνούν με όλες — και δεν αντίκεινται σε καμία από — τις παρατηρήσεις. Τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά δεν κάνει ο δικηγόρος, ούτε — φευ! — ο θεολόγος, ούτε κανένας από τους μηχανικούς που ανέφερα (προφανώς μη εξαιρουμένου και του “επιστήμονα υπολογιστών”). Διαφέρουν λοιπόν οι ορισμοί-μας της έννοιας “επιστήμονας”. Ο δικός-μου ορισμός είναι αυτός που μόλις περιέγραψα· ο ορισμός του μέσου συμπατριώτη-μου είναι: «Επιστήμονας είναι αυτός που έχει πάει στο πανεπιστήμιο» (ή στο πολυτεχνείο, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση γενικά). Δεν λέω οτι ο δικός-μου ο ορισμός είναι καλύτερος. Απλώς είναι διαφορετικός. Ή για να ακριβολογήσω, στον πυρήνα της δικής-μου έννοιας του “επιστήμονα” υπάρχει μια άλλη: ο “φυσικός κόσμος”. Υπάρχει μια “πεμπτουσία”, ας την πούμε έτσι, της επιστήμης: η έρευνα του φυσικού κόσμου. Άμα αυτή η πεμπτουσία λείπει, ο άνθρωπος κατ’ εμέ δεν είναι επιστήμονας. Κατά τον άλλον όμως είναι, γιατί αρκεί που έχει πάει στο πανεπιστήμιο. Με γεια-του με χαρά-του.

Το ίδιο και με την έννοια “μουσική”: Έτσι όπως αντιλαμβάνομαι εγώ την έννοια αυτή, η μουσική έχει μια πεμπτουσία, η οποία είναι απλό να διατυπωθεί με μια λέξη, αλλά πολύπλοκο — ίσως αδύνατο — να εξηγηθεί σε όποιον δεν έχει μάθει να την αντιλαμβάνεται:

Η πεμπτουσία της μουσικής είναι η μελωδία.

Έχει βέβαια και άλλα στοιχεία αυτό το οποίο ονομάζω “μουσική”. Έχει π.χ. ρυθμό. Μάλιστα, μελωδία άρρυθμη μου είναι δύσκολο να φανταστώ.(*) Άρα η μελωδία μάλλον συνεπάγεται και το ρυθμό. Ενώ αντίθετα, ο ρυθμός προφανώς δεν συνεπάγεται τη μελωδία. Πάντως μουσική χωρίς μελωδία είναι φαγητό χωρίς αλάτι· είναι μυθιστόρημα χωρίς πλοκή. Θα μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε π.χ. ένα αστυνομικό μυθιστόρημα από το οποίο λείπει η πλοκή; Θα το λέγατε ποτέ “μυθιστόρημα”; Και όμως, αν συνέβαινε οτι από την παιδική-σας ηλικία σας έδιναν να διαβάζετε ασυνάρτητες μπούρδες χωρίς πλοκή, και σας έλεγαν οτι αυτά λέγονται μυθιστορήματα, αυτά δεν θα εννοούσατε εσείς σαν “μυθιστόρημα” αργότερα; Το ίδιο και με τη μουσική. Από τότε που γεννήθηκες, Παιδί-μου, τρως φαγητό χωρίς αλάτι· διαβάζεις “μυθιστορήματα” χωρίς πλοκή· ήτοι, ακούς “μουσική” χωρίς μελωδία.

Πώς να εξηγήσω όμως στο Παιδί τί είναι η μελωδία όταν, θες λίγο λόγω γενετικής προδιάθεσης, θες κυρίως λόγω ακουσμάτων από την παιδική ηλικία, δεν κατάφερε ποτέ ν’ αποκτήσει το αισθητήριο της μελωδίας, όπως π.χ. άλλοι από μας αποκτούμε το αισθητήριο της “νόστιμης κουζίνας”, και άλλοι δεν έχουμε ιδέα τί πάει να πει αυτό; (Πάντως δίνω παραδείγματα μελωδιών παρακατω — δείτε τις “Απόψεις Αναγνωστών”.) Φανταστείτε, λόγου χάρη, οτι μεγαλώσατε σ’ ένα ακριτικό χωριό της χώρας-μας, σκαρφαλωμένο εκεί ψηλά πάνω σε μια ραχούλα, κι οτι από τα μικράτα-σας δεν έχετε γευτεί τίποτ’ άλλο εξόν από τοπικά εδέσματα: ρεβύθια, φακές, φάβα, αυγά, πλιγούρι, ντομάτες, ελιές, κρεμμύδια, τυρί (φέτα μόνο, αλλά επειδή δεν υπάρχει κανένα άλλο είδος, το λέτε απλά “τυρί”), και άλλα τέτοια “εδώδιμα”. Άντε και καμιά κότα — κανα γέρικο κόκκορα δηλαδή — που σφάζουν οι συγχωριανοί όταν κάνουν το μεγάλο γλέντι. Νομίζετε οτι — υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις — θα μπορούσατε ποτέ να ευχαριστηθείτε τη γεύση μιας ουγγαρέζικης σούπας γκούλας (goulash), ή ενός γιαπωνέζικου ψαριού σασίμι (sashimi), ή ενός ινδικού κοτόπουλου ταντούρι (tanduri/tandoori); Αν έτσι νομίζετε, κάλπικο το νόμισμά σας. Το νομίζετε τώρα, γιατί έχετε ήδη αναπτύξει το αισθητήριο της γεύσης, δοκιμάζοντας πολλά και διαφορετικά εδέσματα στη ζωή-σας. Αν το μόνο που είχατε δοκιμάσει ήταν οι φάβες και τα πλιγούρια, τότε το γκούλας θα σας έστελνε βλαστημώντας στη βρύση του χωριού για νερό, και το σασίμι κατευθείαν στον απόπατο, αφού τα έντερά σας δεν θα άντεχαν με τίποτα το παρείσακτο ωμό κρέας. Το τί θεωρούμε “ωραίο” εξαρτάται από τις προηγούμενες εμπειρίες-μας, όπως εξηγώ σ’ αυτό το άλλο άρθρο. Παρόμοια λοιπόν με τις φάβες και τα πλιγούρια, αν στη μέχρι τώρα ζωή-σας δεν ακούσατε ουσιαστικά (συστηματικά δηλαδή) τίποτ’ άλλο εκτός από μοντέρνα Δυτική μουσική, χάσατε. Χάσατε την ανάπτυξη του αισθητήριου της μελωδίας από τη ζωή-σας, γιατί στο είδος αυτό της “μουσικής” λείπει η μελωδία. Όχι παντελώς· υπάρχουν και κάποια — ελάχιστα ίσως — κομμάτια ροκ μουσικής ή μπαλλάντες με υποτυπώδη μελωδία. Αλλά αυτά είναι οι εξαιρέσεις. Από τις λίγες εξαιρέσεις δεν μπορεί κανείς να σχηματίσει στο νου-του τα αφηρημένα εκείνα μοτίβα (patterns) που του επιτρέπουν να κρίνει την ποιότητα μιας μελωδίας, γιατί για να σχηματιστούν τα μοτίβα χρειάζεται πλούσια εισροή πληροφορίας. Όσο πιο πλούσια η πληροφορία, τόσο πιο πλούσια και σταθερά τα σχηματιζόμενα μοτίβα στον εγκέφαλο. Όσο πιο φτωχή η πληροφορία, τόσο πιο καχεκτικός — από άποψη μοτίβων — και κακομοίρης ο εγκέφαλος. (Κι αυτό είναι γενική παρατήρηση, δεν αφορά μόνο στη μουσική.)

Το τραγικό δε, είναι το εξής. Αν δεν έχετε πλούσια γαστριμαργική εμπειρία, και είστε συνηθισμένοι στα φαβοπλίγουρα, μπορεί να σκέφτεστε έτσι: «Α, δεν ξέρεις τί λες αγαπητέ-μου! Να δεις κάτι φαγητά που κάνουν στο χωριό, να γλείφεις και τα δάχτυλά σου!» Μάλιστα. Αυτό όμως το λέτε εσείς επειδή έχετε περιορισμένη εμπειρία. Δεν έχετε γευτεί τίποτα το ουσιαστικά διαφορετικό, άρα τόσο ξέρετε, τόσο λέτε. Συμφωνώ με το οτι μπορεί να κάνουν κανα-δυό καλούτσικα εδέσματα εκεί πάνω στη ραχούλα, αλλά τα υλικά-τους είναι φτωχά, είναι περιορισμένα σε ποικιλία. Γιατί αν συγκρίνετε την ποικιλία των υλικών του χωριού με την ποικιλία που υπάρχει σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, ποια από τις δυο νομίζετε οτι θα αποδειχτεί πλουσιότερη;

Δεν αντιλέγω στο γεγονός οτι καταφέρνετε να “γλείφετε τα δάχτυλά σας” με αυτά που ακούτε. Σύμφωνοι: το αίσθημα της απόλαυσης μπορεί να είναι εξίσου ισχυρό, τόσο σ’ εσάς με τα στενά made-in-U.S.A ακούσματα, όσο και στους άλλους που έχουν ευρύτερους ακουστικούς ορίζοντες. Δεν είναι όμως το θέμα που αναπτύσσω εδώ το πόσο έντονα μπορεί να εκστασιάζεται ένας άνθρωπος μ’ αυτά που ακούει, αλλά το οτι σας λείπει το αισθητήριο της μελωδίας, και κατά συνέπεια “φτιάχνεστε” με κάτι που είναι αντικειμενικά φτωχό, φτωχότερο από κάτι άλλο. Το θέμα-μου, η επικεφαλίδα αυτού του άρθρου λέει: «Μήπως κάτι λείπει απ’ τη μοντέρνα Δυτική μουσική;». Ε λοιπόν, νά τί λείπει, κάτι το ουσιαστικότατο: η μελωδία, η πεμπτουσία της μουσικής.

Θα πείτε, και τί σημασία έχει αν λείπει κάτι απ’ τη μουσική αυτήν, από τη στιγμή που εμείς φτιαχνόμαστε ακούγοντάς την; Ο σκοπός δεν είναι να ευχαριστιέται κανείς αυτό που ακούει; Από τη στιγμή που ο σκοπός επιτυγχάνεται, τί σημασία έχει το με ποια μέσα επιτυγχάνεται;

Πρώτα-πρώτα, αν πιστεύετε οτι “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”, τότε μάθετε οτι στο μέλλον θα μπορείτε να “φτιάχνεστε” με την ίδια ένταση που το κάνετε και τώρα, χωρίς ν’ ακούτε καθόλου μουσική. Η επιστήμη θα φτάσει στο σημείο που θα γνωρίζει ακριβώς ποιοι νευροδιαβιβαστές χρησιμοποιούνται από τον εγκέφαλο όταν ακούτε κάτι που σας αρέσει, οπότε θα μπορείτε (εσείς ή τα παιδιά-σας) να “παίρνετε τη δόση-σας” σε νευροδιαβιβαστές (δεν μιλάω για ναρκωτικά, αλλά για χημικές ουσίες που ήδη υπάρχουν στον εγκέφαλο όλων-μας), και να αισθάνεστε ακριβώς την ίδια απόλαυση.(*) Τί σχέση θα έχει όμως αυτή η δραστηριότητα με μουσική; Άρα το “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” είναι ακόμη μια ιδέα εκτός θέματος, και άσχετη ακόμα και με την έννοια της μουσικής.

Δεύτερο, αν η μοντέρνα Δυτική Αμερικανόφερτη μουσική ήταν μια περιθωριακή μόνο έκφανση αυτού που ονομάζουμε “μουσική”, αν δεν απειλούσε με εξαφάνιση όλα τα υπόλοιπα είδη της πραγματικής μουσικής, θα συμφωνούσα μαζί-σας: ακούτε εσείς Παιδιά-μου τα κλαπατσίμπαλα με τις εκκωφαντικές μεταλλικές εκρήξεις, τις βραχνιασμένες —και συχνά παράφωνες— κραυγές των ερμηνευτών, και τα ρυθμικά τζιζ-μπουμ-τζιζ-μπουμ των ντραμς, κι ας έρχεστε σε οργασμό και σε “ολοκλήρωση” μ’ αυτά που ακούτε — δεν θα μου καιγόταν καρφάκι. Έλα όμως που οι άμουσες (αλλά ρυθμικές) μεταλλικές εκρήξεις έχουν εξελιχθεί σε ένα επιθετικό και αδηφάγο τέρας, που εξαφανίζει το ένα μετά το άλλο τα διάφορα είδη μουσικής στον πλανήτη! Κ’ έλα ακόμη που συμβαίνει να είμαι τύπος συλλέκτη, να μ’ αρέσει η πολυφωνία, ο πλουραλισμός, και η ποικιλία, και να σιχαίνομαι τη μονοτονία της μιας και μοναδικής μονομανίας, της “μουσικής”-σας δηλαδή!

  • Φανταστείτε για παράδειγμα να εξαφανιστούν όλες οι εθνικές κουζίνες του πλανήτη, επειδή ο κόσμος συνήθισε πια να τρώει ένα μόνο είδος φαγητού: τα χάμπουργκερ από τα ΜακΝτόναλντς· και να πίνει ένα μόνο είδος αναψυκτικού: την κόκα-κόλα.

  • Φανταστείτε να ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου το μόνο είδος ένδυσης που θα υπάρχει θα είναι τα τζην πανταλόνια, τα μπλουζάκια τύπου t-shirt, και τα αθλητικά παπούτσια.

  • Φανταστείτε να πάψουν να παράγονται διάφορα είδη προγραμμάτων στην τηλεόραση, και να μείνουν μόνο δύο: η Αμερικανική σαπουνόπερα, και η Αμερικανική σαχλοκωμωδία.

  • Φανταστείτε να εκλείψουν όλες οι γλώσσες του κόσμου, και να μιλιέται μία μόνο: η αγγλική, με προφορά βγαλμένη κατευθείαν απ’ το Τέξας.

Σε μερικούς δεν καίγεται καρφάκι όταν αναλογίζονται όλα αυτά τα “φανταστείτε” που μόλις ανέφερα. Ώρα καλή στην πρύμη-τους, κι αέρα στα πανιά-τους. Αυτούς, θα τους έλεγα “μονοδιάστατους” χαρακτήρες. Δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα αν ο κόσμος γίνει μια άνοστη, ανάλατη, άχρωμη, και άοσμη Αμερικάνικη σούπα. Το πώς αντιδρά κανείς εξαρτάται από το χαρακτήρα-του. Λοιπόν, μερικούς άλλους από μας, η ανοστιά και η κακογουστιά της μονοτονίας μας ενοχλεί βαθύτατα. Δεν μπορούμε να ζούμε στον ωκεανό του ενός και του μοναδικού, πώς να το κάνουμε — όχι επειδή ο ωκεανός είναι Αμερικανικός, αλλά επειδή είναι μονότονος. Ερμηνεύστε λοιπόν το παρόν κείμενο σαν την αντίδρασή μου στο κύμα — το τσουνάμι — του ωκεανού της μονοτονίας που τα ισοπεδώνει όλα στο πέρασμά του· τιποτ’ άλλο.



Απόψεις Αναγνωστών

Όπως το περίμενα, το παραπάνω κείμενο ξεσήκωσε ένα μικρό (αλλά θυελλώδες) κυματάκι αντίδρασης, που έσκασε με πάταγο στο γραμματοκιβώτιό μου. Παραθέτω τις απόψεις που μου έκαναν την περισσότερη εντύπωση, ή που με διορθώνουν, ή που μ’ έκαναν να προσθέσω κάτι σημαντικό.

Ένας αναγνώστης έγραψε:

Θα ήθελα να μου πεις τι θεωρείς εσύ ως μουσική με μελωδία, δεν είδα κάτι τέτοιο να αναφέρεται στο άρθρο σου.

Μάλιστα. Αυτήν θα την έλεγα την “ερώτηση που σκοτώνει”. (Το περίμενα οτι κάποιος θα την έκανε, αλλά όχι τόσο γρήγορα.) Δεν έχω πρόβλημα να δώσω παραδείγματα μελωδικής μουσικής, αλλά έχω πρόβλημα στο να εξηγήσω μετά το γιατί αυτή η μουσική είναι μελωδική. Αναμφίβολα, αφού ακούσει ο αναγνώστης τα παραδείγματα αυτά, θα με ρωτήσει: «Ωραία, και τί ακριβώς αποτελεί μελωδία στα κομμάτια αυτά; Πώς ορίζεις τη μελωδία;»

Εκεί είναι το πρόβλημα: στο οτι δεν μπορώ να την ορίσω. Κανένας δεν μπορεί. Άμα μπορούσε να οριστεί με έναν αεροστεγή ορισμό το τί είναι η μελωδία, τότε εμείς οι “νοολόγοι” (όπως αποκαλώ τον εαυτό-μου) πρώτοι και καλύτεροι θα γράφαμε προγράμματα στον υπολογιστή που θα έκαναν χρήση εκείνου του ορισμού, προκειμένου να παραγάγουν νέα κομμάτια μελωδικής μουσικής. Ξαφνικά ο κόσμος-μας θα πνιγόταν στις μελωδίες, γιατί θα μπορούσε κ’ ένα νήπιο να πατήσει το κουμπί, και να παραγάγει μελωδίες “με τη σέσουλα”. Όμως — δυστυχώς ή ευτυχώς — κανείς δεν γνωρίζει τον ορισμό της μελωδίας, ούτε καν αν υπάρχει τέτοιος ορισμός. Υποχρεωτικά λοιπόν, ο μόνος τρόπος να δείξω το τί είναι μελωδία, είναι μέσω παραδειγμάτων. Ελπίζω αυτό να ικανοποιεί τον αναγνώστη που έθεσε το παραπάνω ερώτημα.

Ξεκινώ με ελληνική μουσική. Από τους παλιούς συνθέτες (ρεμπέτες – λαϊκούς), ο πιο μελωδικός μου φαίνεται πως είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης, και μάλιστα με απόσταση από τους υπόλοιπους. Δεν εννοώ οτι κάθε τραγούδι του Τσιτσάνη είναι μελωδικό — φυσικά όχι — αλλά οτι τα πιο μελωδικά από τα τραγούδια-του είναι καί περισσότερα από των άλλων, καί πιο ποιοτικά (από άποψη μελωδίας πάντα). Δύσκολο να ξεχωρίσω κάποια, αλλά εφόσον πρέπει να το κάνω, ορίστε ποια προέκρινα:

Σημείωση 1: παραθέτω σύντομα αποσπάσματα μόνο, όχι ολόκληρα τραγούδια, για αποφυγή παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων.

Σημείωση 2: αν το απλό κλικ στο εικονίδιο του μεγάφωνου, παρακάτω, δεν προκαλεί εκτέλεση του προγράμματος με το οποίο συνήθως ακούτε μουσική, ίσως πρέπει να κάνετε καταβίβαση (σε PC με δεξί κλικ) και σώσιμο τοπικά στον υπολογιστή-σας. Μερικές φορές οι περιηγητές (browsers) του διαδικτύου δεν είναι ρυθμισμένοι ώστε να παίζουν αρχεία τύπου mp3 όπως τα ακούτε συνήθως.

Παραδείγματα μελωδικής μουσικής Β. Τσιτσάνη (τα δύο πρώτα σε διασκευή Μ. Χατζιδάκι):
Όταν ανάψουν οι φωτιές, 1961
(Όταν συμβεί στα πέριξ, 1946)
Ο παλιός δρόμος, 1961
(Πάλιωσε το σακκάκι-μου, 1948)
Χωρίσαμε ένα δειλινό, 1947

Προχωρώντας κατά μια δεκαετία περίπου (σε σχέση με τότε που πρωτογράφτηκαν τα παραπάνω τραγούδια), βρίσκουμε στη μη-λαϊκή μουσική (ή ίσως: “αστική μουσική” της εποχής) ένα πολύ μελωδικό τραγούδι του Νίκου Γούναρη:

Μελωδική μουσική Ν. Γούναρη,
στίχοι Α. Σακελλάριου & Χ. Γιαννακόπουλου
Ένα βράδυ που ’βρεχε, 1954
(ερμηνεία: Νίκος Γούναρης)

Στη δεκαετία του 1960 έχουμε την ταυτόχρονη εμφάνιση των πιο σπουδαίων Ελλήνων συνθετών έντεχνης μουσικής του 20ού αιώνα: του Μάνου Χατζιδάκι, του Μίκη Θεοδωράκη, και του Σταύρου Ξαρχάκου. (Δεν εννοώ οτι η λαϊκή μουσική είναι “άτεχνη”, αλλά δεν μπορώ να βρω καλύτερο όρο που να περιγράφει τη μουσική των συνθετών που ανέφερα, άρα ας την πούμε “έντεχνη”.) Ξεχώρισα με δυσκολία, ανάμεσα στα πολλά, μερικά μελωδικά κομμάτια των παραπάνω συνθετών (πάντα αποσπάσματα), τα οποία και παραθέτω:

Παραδείγματα μελωδικής μουσικής Μ. Χατζιδάκι:
Κυπαρισσάκι, 1960
(εκτέλεση 1987, ερμ.: Ηλίας Λιούγκος)
Μην τον ρωτάς τον ουρανό, 1959
(ερμηνεία: Μαίρη Λω)
Κάπου υπάρχει η αγάπη-μου, 1959
(ερμηνεία: Νάνα Μούσχουρη)

 
Παραδείγματα μελωδικής μουσικής Μ. Θεοδωράκη:
Σε πότισα ροδόσταμο
(ερμηνεία: Μαίρη Λίντα)
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
(ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης)
Άσμα ασμάτων
(ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη)

 
Παραδείγματα μελωδικής μουσικής Σ. Ξαρχάκου:
Χάθηκε το φεγγάρι, 1964
(ερμηνεία: Βίκυ Μοσχολιού)
Στου Όθωνα τα χρόνια, 1966
(ερμηνεία: Σταμάτης Κόκοτας)
Η νύχτα, 1966
(ερμηνεία: Βίκυ Μοσχολιού)

Εννοείται οτι υπήρξαν και άλλοι μελωδικοί συνθέτες, όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Δήμος Μούτσης, ο Γιάννης Σπανός, ο Χρήστος Λεοντής, ο Λίνος Κόκοτος, ο Νότης Μαυρουδής, κ.ά. Παραθέτω τρία μόνο παραδείγματα ακόμη, τα οποία ξεχώρισα αποκλειστικά για τη μελωδικότητά τους:

Νανούρισμα
Μουσική: Μάνου Λοΐζου
Στίχοι: Λευτέρη Παπαδόπουλου
(ερμηνεία: Μαρίζα Κωχ)
Ο παράδεισός μου
Μουσική: Χρήστου Λεοντή
Στίχοι: F. G. Lorca / Λ. Παπαδόπουλου
(ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς)
Λιονταρόπουλο
Μουσική: Γιάννη Μαρκόπουλου
Στίχοι: Κ. Χ. Μυρη
(ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη)

Μετά από τη δεκαετία του 1960, με πολλή δυσκολία μπορώ να βρω μελωδική ελληνική μουσική. Στις μέρες-μας έχω την εντύπωση οτι γράφεται κατά κανόνα μουσική που της λείπει η μελωδία: είτε άτεχνα και άμουσα “λαϊκά” του σχοινιού και του παλουκιού, είτε μαϊμουδίσματα δυτικογενών άτεχνων και άμουσων ακουσμάτων, που έχουν πάρει διαζύγιο με την έννοια της μελωδίας.

Επίσης, σημειώστε οτι η επιλογή-μου των παραπάνω κομματιών έγινε βάσει του κριτηρίου της μελωδίας και μόνο· δεν έγινε επειδή αυτά τα τραγούδια μ’ αρέσουν πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία που με συγκινούν σε ένα μουσικό κομμάτι, όπως ο ρυθμός, το ύφος-του, οι αναμνήσεις που εγείρει, μερικές φορές οι στίχοι, κλπ.

Περνώντας στην κλασική μουσική, υπάρχουν τόσο πολλά μελωδικά κομμάτια, που πάλι έχω μεγάλη δυσκολία να ξεχωρίσω κάποια σαν παραδείγματα. Γνωρίζοντας οτι αφήνω απ’ έξω δεκάδες κομμάτια που θα έπρεπε να συμπεριλάβω, αναφέρω ενδεικτικά τα εξής:

Παραδείγματα μελωδικής κλασικής μουσικής:
Johann Sebastian Bach:
Et in Spiritum Sanctum (Mass in B minor)
Ludwig van Beethoven:
Violin Sonata No. 2 – II. Andante
Georges Bizet:          ερμ.: Αγνή Μπάλτσα
L’amour est un oiseau rebelle (Carmen)
Giuseppe Verdi:     ερμ.: Luciano Pavarotti
La Donna e mobile (Rigoleto)
Edvard Grieg:      ερμ: Adele Stolte
Solveigs sang (Peer Gynt)
George Handel:           ερμ: Heather Harper
I know that my Redeemer liveth (Messiah)

Αν μετά από τόσα παραδείγματα δεν έχετε καταλάβει ακόμα τί σημαίνει για μένα η έννοια “μελωδία”, τότε τί να πω... Ας κάνω μια τελευταία προσπάθεια, περιλαμβάνοντας και μερικά σχετικά μελωδικά κομμάτια (αποσπάσματα πάντα) από είδη μουσικής που ίσως ταιριάζουν πιο πολύ με τα γούστα όσων προτιμούν “Δυτικά” ακούσματα:

Παραδείγματα μελωδικής “Δυτικής” μουσικής:
Pink Floyd, 1979:
Another brick in the wall (The Wall)
The Beatles, 1970:
Let it be (Let it be)
The Animals, 1964:
House of the rising sun (folk song)

Όμως το γεγονός οτι έδωσα μερικά παραδείγματα πιο “μοντέρνας” — ας την πούμε έτσι — μουσικής από την κλασική, δεν σημαίνει οτι θεωρώ πως η μελωδία των παραδειγμάτων-μου της κλασικής μουσικής μπορεί να συγκριθεί με τη μοντέρνα: η μέρα με τη νύχτα! Απλώς θέλησα να σας δώσω και κάποια τέτοια παραδείγματα, για να μη δώσω την εντύπωση οτι θεωρώ πως δεν έχουν γραφεί καθόλου τέτοιου είδους μελωδικά κομμάτια. Ομολογώ οτι έψαξα πολύ να τα βρω.
 


Περίπου τις ίδιες μέρες που έλαβα την παραπάνω παρατήρηση, έκανα και το στοιχειώδες “πείραμα” να ζητήσω από το Παιδί να μου δώσει μια λίστα με τα «10 πιο εντυπωσιακά κομμάτια, αυτά που σε κάνουν να “λιώνεις” όταν τα ακους» — κάτι τέτοιο του είπα. Όντως λοιπόν, μετά από λίγες μέρες μου έδωσε το “τοπ 10”-του. Φυσικά δεν του ζήτησα να μου δώσει “μελωδικά κομμάτια”, γιατί πιστεύω οτι κάτι τέτοιο δεν έχει νόημα, αφού δεν αντιλαμβάνεται την έννοια — ξέρει τη λέξη “μελωδία”, και νομίζει οτι καταλαβαίνει τί σημαίνει, αλλά στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνει. Αντί γι’ αυτό, του ζήτησα τα καλύτερά του, για να δω πόσο μελωδικά είναι. Φαίνεται οτι όλα ανήκουν στην κατηγορία heavy metal, η οποία μπορεί να μη συγκινεί ιδιαίτερα κάποιους αναγνώστες, αλλά αυτά θεωρεί το Παιδί ως “καλύτερα απ’ τα καλύτερα”. Εγώ τα άκουσα όλα. Δηλαδή έκανα την καρδιά-μου πέτρα και τα άκουσα μέχρι τέλους. Σε κανένα-τους δεν μπόρεσα να δώσω τιμή μελωδικότητας παραπάνω από 2 με άριστα το 10, όπου ο βαθμός 5 σημαίνει “αδιάφορο από άποψη μελωδικότητας”, και ο βαθμός 0 σημαίνει “φεύγω με τα τέσσερα, τρέχω με τις φτέρνες να φτάνουν ως τ’ αυτιά προκειμένου ν’ αποφύγω αυτόν το φρικιαστικό ήχο”.

Μέσα σ’ αυτό το θλιβερό (για μένα) “τοπ 10” ήταν κ’ ένα που θα του έδινα ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό (0) στη μελωδικότητα. Ορίστε τί σημαίνει για μένα το “απόλυτο μηδέν”. (Προειδοποίηση: αν είστε άνθρωποι με κάποια μουσική ευαισθησία, μόλις το ξεκινήσετε, βάλτε το δρομέα πάνω στο “στοπ” κ’ ετοιμαστείτε.)

Sepultura: Roots Bloody Roots

Τί γνώμη έχετε, αν τολμήσατε και το ακούσατε; Τρομερό, ετσι;

Αν ήμουν κρατούμενος του Μπους στο Γκουαντάναμο, νά τί θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν οι CIA-άδες για να με κάνουν να τα ξεράσω όλα. Μετά από μισή ώρα βασανισμού μ’ αυτό, και Ταλιμπάν θα δήλωνα, και τους Δίδυμους Πύργους πως κατέρριψα μονάχος-μου, και τον μπιν Λάντεν πως τον έχω μπατζανάκη-μου, αλλά σας ικετεύω σταματήστε αυτό το μαρτύριο!

Γιατί άραγε ορισμένοι νεαροί, όπως το 25άχρονο Παιδί-μου, χρησιμοποιούν τη λέξη “μουσική” γι’ αυτό το ανακάτωμα; Τί το μουσικό βρίσκουν εδώ;  Πρόκειται μάλλον για παρεξήγηση. Ασφαλώς δεν θα τους εξηγούν στο σχολείο οτι, παιδιά-μου, για να παραγάγουμε μουσική, δεν αρκούν μερικές ηλεκτρικές κιθάρες, κάποια ντραμς, κάποιοι ιδρωμένοι και άπλυτοι συνομήλικοί σας που γκαρίζουν και κουνάνε τα κεφάλια πάνω-κάτω (πιο γνωστό ως headbanging), και 200 ντεσιμπέλ. Ή μάλλον, οτι όλ’ αυτά είναι άσχετα με την έννοια “μουσική”. Είναι σχετικά με τις έννοιες “θόρυβος”, “φασαρία”, “ηχορύπανση”, “σαματάς”, και άλλες παρόμοιες, αλλά καμία σχέση δεν έχουν με τη “μουσική”. Μα δεν θα ’πρεπε να τους μαθαίνουν μερικά στοιχειώδη πράγματα στο σχολείο;

(Συνεχίζεται... (όποτε βρω καιρό να το συνεχίσω, γιατί έχει κι άλλα ενδιαφέροντα μέσα στα όσα μου στέλνουν οι αναγνώστες.))



Σημειώσεις
(κάνοντας κλικ στο (^) μεταφέρεστε πίσω στο κείμενο):

(^) Για μερικά χρόνια από τότε που έγραψα το παρόν η φράση αυτή είχε μείνει έτσι: «μελωδία άρρυθμη μου είναι δύσκολο να φανταστώ». Και εννοούσα, στην πραγματικότητα, οτι μουσική άρρυθμη δεν μπορώ να φανταστώ, δηλαδή ακολουθία από νότες χωρίς ρυθμό. Στις αρχές του 2013 όμως, ένας γνωστός-μου μου έθεσε υπόψη την ύπαρξη τέτοιας μουσικής, και ίσως και με μελωδία, η οποία υπάρχει “κάτω απ’ τη μύτη-μου” από τότε που γεννήθηκα. Πρόκειται για τη στιγμή που ο παπάς στην εκκλησία αρχίζει να διαβάζει το ευαγγέλιο, “τραγουδιστά”, με το γνωστό τρόπο που το κάνουν. Προσοχή, δεν εννοώ εδώ τη Βυζαντινή μουσική γενικά, η οποία ασφαλώς έχει ρυθμό. Εννοώ συγκεκριμένα την ανάγνωση του ευαγγελίου, κατά την οποία η διάρκεια κάθε νότας εξαρτάται από τον τονισμό των λέξεων. Είναι δηλαδή ο τονισμός στη γλώσσα που υπαγορεύει το πόσο διαρκεί η κάθε νότα που παράγει ο παπάς, πράγμα που αφαιρεί τον αυστηρό ρυθμό, και επιβάλλει ένα χαλαρό, “τυχαίο” τονισμό στις νότες, όπως έρχονται οι λέξεις. Όπως έμαθα, αντίστοιχη άρρυθμη μουσική υπήρχε και στη λατινική θρησκευτική παράδοση σε προηγούμενους αιώνες στη Δύση, αλλά αργότερα εκεί εξέλιπε.

(^) Μήπως αυτό σας ακούγεται σαν επιστημονική φαντασία; Και όμως, τέτοια πειράματα έχουν ήδη γίνει, αλλά σε κατώτερα ζώα, όχι ακόμα στον άνθρωπο. Για παράδειγμα, επιστήμονες αύξησαν την ποσότητα σεροτονίνης (ενός νευροδιαβιβαστή) σε νευρώνα του σαλιγκαριού απλυσία, ο οποίος νευρώνας είναι υπεύθυνος για να εντοπίζει πιθανά σοκ στην ουρά του σαλιγκαριού, και διαπίστωσαν οτι το σαλιγκάρι συμπεριφέρθηκε ακριβώς σαν να δέχτηκε σοκ στην ουρά-του, παρόλο που την ουρά-του δεν την άγγιξε κανείς. Τα πειράματα αυτά έγιναν από το νομπελίστα Eric R. Kandel και τους συνεργάτες-του, τις δεκαετίες 1970–’80.

 


Πίσω στα θέματα “Μόνο για Έλληνες” του Χάρη