Ancient Greek letter theta was pronounced as [th] ([t] aspirated, nearly as in English tip) at least until the 2nd century BCE. Its pronunciation started shifting to fricative [θ] (as in English thin) in various places at different times. Up until the 5th century CE there must have been a few places where theta was still pronounced as [th], although by then it was pronounced as [θ] in most localities. In later Byzantine times it was certainly pronounced as [θ]. Evidence for the above comes from the following:
Ancient Greek
grammarians (e.g., Dionysius Thrax) divide consonants into two
primary categories: the aphona (beta, gamma, delta,
kappa, pi, tau, theta, phi, and chi), and the hemiphona
(zeta, ksi, psi, lambda, mu, nu, rho, sigma). In
Aristotle's Poetics (1456b) the aphona (of
which theta is a member) are described as "having
contact" (= "meta prosboles"), but not
being pronounceable without a vowel. In modern parlance we
would say that aphona are the plosives, pronounced
instantaneously, while hemiphona are fricatives, and
those other consonants that can be pronounced continuously,
without the need for a following vowel. If theta were fricative,
it would be classified as one of the hemiphona.
Letters theta,
phi, and chi were called "dasea" (=
"thick", neuter, plural) by Greek grammarians (and are
still learned as such in modern Greek elementary school). The
term for "aspiration" in Greek is "daseia" (=
"thick", feminine, singular), or "pneuma" (=
spirit, blowing, breeze); in writing, the "rough breathing
mark". Dionysius, in fact, refers to the category of dasea
as having "the addition of the aspiration" (= "ten
tou pneumatos prostheken").
When Greek
preposition kata is followed by a noun starting with
vowel, the final [a] is elided (eliminated), replaced in writing
by an apostrophe: kat'. However, when the following
vowel is aspirated (written with a rough breathing mark in Greek,
or h in romanized form), letter t of kat'
is changed to a theta: kath'. For example: kata +
hyperbolen
kat' + hyperbolen
kath' hyperbolen. Similarly, proto-
+ hypourgos
prot' + hypourgos
prothypourgos (= "prime
minister"). Thus, letter t followed by aspiration h
turns to th, written with letter theta in Greek.
Herodotus,
using the Ionic dialect, writes metiemi instead of methiemi
(= "I let loose", "I forgive") (Hdt. Histories,
e.g. Book 1:12). Although this is not clear evidence, it is
easier to believe that in Ionic Greek the aspiration after met-
was missing (as opposed to Attic Greek), thus requiring the
spelling with tau, rather than that the fricative theta was
pronounced as plosive tau in Ionic (there is no such general
trend in Ionic Greek).
Latin renders
Greek theta through the digraph th (as in Thebes,
Thucidides), which in Latin was pronounced as [th].
If theta were fricative, as in modern Greek, there would have
been other possibilities (since Latin lacked a fricative [θ], as
in English thin), such as using
"s", or even "f" (as was the case many
centuries later in Russian, where the cyrillic letter ф was used
to transliterate theta in words of Greek origin, such as Афины
for Athens, or Фёдор for Theodore;
however, this choice was made when theta was already pronounced
as [θ], in Byzantine times).
The word for
"hair" (a single strand) in the nominative is thriks
(θριξ), while in the genitive it becomes trikhos (τριχός).
Such a transformation of consonants is not casual. There is a
linguistic law, known as Grassmann's law (after
mathematician and linguist Hermann Grassmann, who discovered it
in 1862), according to which if there are two originally
aspirated initial syllables (as there would be if we had thrikhos),
then the first syllable loses its aspiration (hence, trikhos).
The same law operates when originally aspirated hekho (cέχω
= "I have"), as evidenced by future form hekso
(cέξω = "I will have"), becomes
unaspirated ekho (έχω). Grassmann's law applies in
other languages, too, with similar treatment of aspiration, such
as Sanskrit.
The perfect
tenses are formed by reduplication, i.e., repeating the
initial consonant of the present root. For example, pino
(πίνω = "I drink") in perfect becomes pepoka (πέπωκα
= "I have drunk"); temno (τέμνω = "I
cut") becomes tetmeka (τέτμηκα = "I
have cut"); kamno (κάμνω = "I work")
becomes kekmeka (κέκμηκα = "I have
worked"). However, verbs the root of which starts with one
of the dasea consonants (theta, phi, and chi,
see above) have their reduplicated consonant as one of the
corresponding psila (tau, pi, and kappa),
which is another application of Grassmann's law (see previous).
For example, pheugo (φεύγω = "I leave")
in perfect becomes pepheuga (πέφευγα = "I
have left"); thaumazo (θαυμάζω = "I
marvel") becomes tethaumaka (τεθαύμακα =
"I have marveled"); and khairo (χαίρω =
"I rejoice") becomes kekhareka (κεχάρηκα
= "I have rejoiced"). The important pattern to notice
here is that the reduplicative syllable is always a plosive
in these cases, agreeing with the initial consonant if the latter
is pronounced as a plosive. On the contrary, verbs with fricative
initial consonants, such as [s] and [m], reduplicate their
consonant with a fricative, such as syro (σύρω =
"I drag"), which in perfect becomes sesyrka (σέσυρκα
= "I have dragged"), or manthano (μανθάνω
= "I learn"), in perfect: mematheka (μεμάθηκα
= "I have learned"). If theta were a fricative, its
reduplication in thaumazo, for example, would produce *thethaumaka
(*θεθαύμακα).
The doubling of
consonants is another case in point. Continuous consonants,
including fricatives, are doubled normally: -σσ-, -λλ-, -μμ-,
-νν-, -ρρ-, which in ancient Greek were
pronounced by prolonging the articulation of the consonant. So
were unaspirated plosives: -ππ-, -ττ-, -κκ-, -ββ-, -δδ-,
which were probably pronounced by prolonging the stop (as in
modern Italian). Aspirated plosives, however, (as well as the
doubles ζ, ξ, ψ) were never doubled like the
other consonants: there is never a -θθ-, -φφ-, or -χχ-
in ancient Greek. Instead, their doubling was effected with the
corresponding unaspirated (psilo), thus: -τθ-, -πφ-,
-κχ- (e.g., in the words titthe, apphys, kakkhazo).
If theta were a continuant ([θ]), it would be doubled normally,
like the other continuants.
The following is the translation of the above in Greek.
Το αρχαίο ελληνικό γράμμα θήτα προφέρονταν σαν [τh] (δηλ. [τ] ακολουθούμενο από δασεία, όπως ο αρχικός ήχος της αγγλικής λέξης horse), τουλάχιστον μέχρι το 2ο αιώνα π.Χ. Η προφορά του θ άρχισε να μετακινείται προς το σημερινό [θ] σε διαφορετικά μέρη της αρχαίας Ελλάδας κατά διαφορετικές εποχές. Μέχρι τον 5ο αι. μ.Χ. πρέπει να υπήρχαν μέρη όπου το θ προφέρονταν ακόμη σαν [τh], αν και εκείνη την εποχή πλέον προφέρονταν σαν [θ] στα περισσότερα μέρη (διαλέκτους). Στους μετέπειτα Βυζαντινούς χρόνους προφέρονταν χωρίς αμφιβολία σαν [θ] παντού. Ενδείξεις για τα παραπάνω προέρχονται από τα ακόλουθα:
Οι
αρχαίοι Έλληνες γραμματιστές (π.χ. ο
Διονύσιος ο Θραξ) χωρίζουν τα
σύμφωνα σε δύο κύριες κατηγορίες:
στα άφωνα (β, γ, δ, κ, π, τ, θ, φ,
χ), και στα ημίφωνα (ζ, ξ, ψ,
λ, μ, ν, ρ, σ). Ο Αριστοτέλης
περιγράφει τα άφωνα (στα οποία
ανήκει το θήτα) σαν ήχο που "έχει
επαφή" ("μετά προσβολη~ς")
αλλά που δεν μπορεί να προφερθεί
χωρίς να ακολουθείται από φωνήεν.
Σήμερα θα λέγαμε οτι τα αρχαία
Ελληνικά άφωνα είναι τα στιγμιαία
σύμφωνα (ας σημειώσουμε οτι π.χ. το β προφέρονταν
στιγμιαίο, σαν [b]), ενώ τα ημίφωνα
είναι τα συνεχή σύμφωνα, δηλ.
εκείνα που μπορούμε να τα
προφέρουμε συνεχώς, χωρίς να
χρειάζεται η προσθήκη φωνήεντος.
Εάν το θήτα ήταν συνεχές, όπως
σήμερα, θα κατηγοριοποιούνταν σαν
ένα από τα ημίφωνα.
Τα
γράμματα θήτα, φι και χι
ονομάζονταν δασέα από τους
Έλληνες γραμματιστές (κι ακόμη
μαθαίνονται σαν τέτοια στο
Δημοτικό Σχολείο). Η δασεία,
από την άλλη μεριά, ήταν το πνεύμα
του οποίου η προφορά έχει
εξαλειφθεί από τη νέα ελληνική
γλώσσα, αλλά υπάρχει σε πολλές
άλλες γλώσσες, όπως π.χ. στο αρχικό h
της αγγλικής λέξης horse. Ο
Διονύσιος ο Θραξ, συγκεκριμένα,
αναφέρεται στην κατηγορία των
δασέων ως αυτών που έχουν "τήν
του~ πνεύματος
προσθήκην".
Όταν η
πρόθεση κατά ακολουθείται από
ουσιαστικό που αρχίζει από φωνήεν,
το τελικό [α] παθαίνει έκθλιψη (εξαλείφεται)
και αντικαθίσταται στη γραφή από
μια απόστροφο: κατ'. Εντούτοις,
όταν το ακόλουθο φωνήεν έχει δασεία,
το ταυ της πρόθεσης κατ'
μετατρέπεται σε θήτα: καθ'.
Έτσι, για παράδειγμα, έχουμε: κατά
+ cυπερβολήν
κατ' + cυπερβολήν
καθ'
cυπερβολήν.
Παρόμοια, πρωτο- + cυπουργός
πρωτ' + cυπουργός
πρωθυπουργός. Συνεπώς, όταν το
ταυ ακολουθείται από δασεία,
μετατρέπεται στη γραφή σε θ·
στη νέα Ελληνική βέβαια, η προφορά
αλλάζει: γίνεται [θ]· στην αρχαία
Ελληνική όμως η προφορά δεν άλλαζε:
εξακολουθούσε να είναι ταυ+δασεία,
δηλ. [τh]· γιαυτό και έγραφαν θ.
Σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, οι
αρχαίοι Έλληνες δεν πρόφεραν αυτό
που έγραφαν, αλλά έγραφαν αυτό
που πρόφεραν· δηλ. η ομιλία ήταν
πρωτεύουσα, ενώ η γραφή δευτερεύον (και
μάλλον σπάνιο και περιστασιακό)
προϊόν της ομιλίας.
Ο
Ηρόδοτος, χρησιμοποιώντας την
Ιωνική διάλεκτο, γράφει μετίημι
αντί για μεθίημι (= "αφήνω",
"συγχωρώ") (Ηροδ. Ιστορίαι,
Α' 12). Παρόλο που αυτό δεν
αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη, είναι
πολύ πιο εύκολο να πιστέψουμε οτι
στην Ιωνική έλειπε η προφορά της
δασείας σ' αυτήν τη λέξη, και άρα το
Αττικό θ ([τh])
προφέρονταν σαν [τ] και γράφονταν με
ταυ (και πάλι μόνο σ' αυτήν τη λέξη),
παρά να πιστέψουμε οτι το
υποτιθέμενο συνεχές θήτα
προφέρονταν σαν στιγμιαίο ταυ στην
Ιωνική (δεν υπάρχει καμία τέτοια
γενική τάση στην Ιωνική διάλεκτο).
Στα
λατινικά, το ελληνικό θήτα
αποδίδεται με το δίγραμμα th (όπως
στις λέξεις Thebes, Thucidides), το
οποίο προφέρονταν (στα λατινικά)
σαν [τh]. Αν το αρχαίο ελληνικό θ
προφέρονταν όπως στα νέα ελληνικά,
υπήρχαν άλλες δυνατότητες για την
απόδοσή-του στα λατινικά (τα οποία
δεν είχαν το σημερινό ελληνικό ήχο [θ]),
όπως για παράδειγμα τα [s] ή και [f]. (Η
τελευταία ήταν πράγματι η επιλογή
των Ρωσικών πολλούς αιώνες
αργότερα, όπου χρησιμοποιείται το
σλαυικό γράμμα ф προκειμένου να
αποδοθεί το θ σε λέξεις
ελληνικής προέλευσης, όπως το Афины
για Αθήνα, ή Фёдор
για Θεόδωρος· η επιλογή
αυτή όμως έγινε όταν πλέον το θ
προφέρονταν σαν [θ], κατά τους
Βυζαντινούς χρόνους.)
Η αρχαία
λέξη για την "τρίχα" στην
ονομαστική είναι θριξ, ενώ στη
γενική είναι τριχός. Αυτή η
αλλαγή των συμφώνων κάθε άλλο παρά
τυχαία είναι. Υπάρχει ένας
γλωσσολογικός κανόνας, γνωστός ως
"νόμος του Γκράσμαν" (από το
μαθηματικό και γλωσσολόγο Hermann
Grassmann, που τον ανακάλυψε το 1862),
σύμφωνα με τον οποίο αν σε μία λέξη
υπάρχουν δύο αρχικές "δασείες
συλλαβές" (οι οποίες δηλ. έχουν ή
δασύ σύμφωνο, ή δασεία στο αρχικό
φωνήεν), τότε η πρώτη συλλαβή
μετατρέπεται από δασεία σε ψιλή.
Έτσι, αν η γενική του θριξ
ήτανε θριχός, θα είχαμε δύο
αρχικές δασείες συλλαβές, καθώς η
προφορά της λέξης θα ήταν [τhρικhο'σ].
Άρα, η πρώτη συλλαβή γίνεται ψιλή,
και έχουμε [τρικhο'σ], που
γράφεται τριχός. Ο ίδιος
κανόνας λειτουργεί και όταν στο
αρχικά δασύ cέχω (όπως
φαίνεται από το μέλλοντα cέξω)
η αρχική δασεία χάνεται και
μετατρέπεται σε ψιλή: έχω. Ο
νόμος του Γκράσμαν εφαρμόζεται
επίσης και σε άλλες γλώσσες με
αντίστοιχη ύπαρξη δασέων και ψιλών,
όπως τα Σανσκριτικά.
Οι
χρόνοι παρακείμενος και υπερσυντέλικος
των αρχαίων ρημάτων σχηματίζονταν
με αναδιπλασιασμό του αρχικού
συμφώνου της ρίζας του ενεστώτα.
Έτσι, το πίνω, στον παρακείμενο
ήταν πέπωκα· ο
παρακείμενος του τέμνω ήταν τέτμηκα·
και του κάμνω (που σήμαινε "δουλεύω")
ήταν κέκμηκα. Εντούτοις, τα
ρήματα που άρχιζαν με δασύ σύμφωνο (φ,
θ, χ) σχημάτιζαν την
αναδιπλασιασμένη συλλαβή με το
αντίστοιχο ψιλό σύμφωνο (π, τ,
κ), μετασχηματισμός που αποτελεί
ακόμη μία εφαρμογή του νόμου του
Γκράσμαν (βλέπε προηγούμενη
παράγραφο). Για παράδειγμα, το φεύγω
στον παρακείμενο ήταν πέφευγα·
το θαυμάζω ήταν τεθαύμακα·
και το χαίρω ήταν κεχάρηκα.
Η σημαντική παρατήρηση που πρέπει
να κάνουμε εδώ είναι οτι η
αναδιπλασιασμένη συλλαβή φαίνεται
να συμφωνεί με το "στιγμιαίο" ή
το "συνεχές" του συμφώνου που
αναδιπλασιάζεται· διότι τα συνεχή
σύμφωνα, όπως το σ ή το μ,
αναδιπλασιάζονταν με το ίδιο (συνεχές)
σύμφωνο. Για παράδειγμα το σύρω
στον παρακείμενο ήταν σέσυρκα, και
το μανθάνω ήταν μεμάθηκα.
Αν το θ ήταν συνεχές, ο
αναδιπλασιασμός θα παρήγαγε το
ίδιο (συνεχές) σύμφωνο. Άρα στο θαυμάζω
θα έπρεπε να έχουμε *θεθαύμακα
(λάθος).
Ο
διπλασιασμός των συμφώνων αποτελεί
ακόμη μια ενδιαφέρουσα περίπτωση.
Τα συνεχή σύμφωνα διπλασιάζονταν
φυσιολογικά: -σσ-, -λλ-, -μμ-, -νν-, -ρρ-,
όπου αυτά προφέρονταν στα αρχαία
ελληνικά παρατείνοντας το συνεχή
ήχο του συμφώνου. Επίσης
διπλασιάζονταν τα ψιλά: -ππ-,
-ττ-, -κκ-, -ββ-, -δδ-, που πιθανώς
προφέρονταν παρατείνοντας το
σταμάτημα του στιγμιαίου συμφώνου (όπως
σήμερα στα Ιταλικά). Εντούτοις, τα δασέα
θ, φ, χ (όπως επίσης και τα διπλά ζ,
ξ, ψ) δεν διπλασιάζονταν ποτέ
όπως τα άλλα σύμφωνα: δεν θα
συναντήσουμε ποτέ -θθ-, -φφ-, ή -χχ-
στην αρχαία γραφή. Αντ' αυτών, ο
διπλασιασμός των δασέων
επιτυγχάνονταν μέσω του
αντίστοιχου ψιλού συμφώνου: -τθ-,
-πφ-, -κχ- (π.χ. όπως στις λέξεις τίτθη,
απφυ~ς,
κακχάζω). Αν το θ
προφέρονταν σαν συνεχές [θ], θα
διπλασιάζονταν φυσιολογικά, όπως
τα άλλα συνεχή σύμφωνα.
References:
Most of the information above (and even further details) can be found in W. Sidney Allen's Vox Graeca: a Guide to the Pronunciation of Classical Greek. Cambridge University Press, 3rd edition, 1987.
An additional source is: Edgar H. Sturtevant's The Pronunciation of Greek and Latin. Linguistic Society of America, University of Pennsylvania, Philadelphia, 2nd edition, 1940.