Δ.Ε.Π. – Αρχική σελίδα

Συντακτικό

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ  ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ  Γ4 ΤΟΥ Δ.Ε.Π.

 

 

Εισαγωγή

Παραγωγικότητα λέξεων και προτάσεων

Όλοι είμαστε εξοικειωμένοι με την έννοια του λεξικού: ένα βιβλίο, συχνά αρκετά παχύ, που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό λέξεων μιας γλώσσας. Αν μάλιστα είναι αρκετά περιεκτικό, προσπαθεί να αφήσει εκτός των σελίδων-του όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις. Συνήθως, δεδομένου ενός πολύ περιεκτικού λεξικού, ο φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας αδυνατεί να παραγάγει μια λέξη που να μην περιέχεται στο λεξικό.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις προτάσεις μιας γλώσσας. Πρώτα-πρώτα, δεν υπάρχει κανένα “λεξικό όλων των δυνατών προτάσεων” μιας γλώσσας, γιατί οι δυνατές προτάσεις μιας γλώσσας είναι θεωρητικά άπειρες στον αριθμό (και πρακτικά “ωσεί άπειρες”).(*) Και δεύτερο, ενώ είναι δυνατό να ακούσουμε μια άγνωστη λέξη (όντας φυσικοί ομιλητές — π.χ. πόσοι γνωρίζουμε την έννοια της λέξης “ερεισίνωτο”;) και να ανατρέξουμε σε λεξικό για να μάθουμε τί σημαίνει, εντούτοις δεν είναι δυνατό να ακούσουμε μια “άγνωστη πρόταση”, αφού πάρα πολύ συχνά η πρόταση που έχουμε μπροστά-μας (ηχητικά ή οπτικά) είναι μεν καινούργια (δεν την έχουμε ξανακούσει ακριβώς έτσι — παράδειγμα όλες οι προτάσεις που διατυπώθηκαν μέχρι τώρα), αλλά την καταλαβαίνουμε (εφόσον δεν έχουμε άγνωστες λέξεις), δεν μας είναι άγνωστη στο νόημά της. Γιατί υπάρχει αυτή η ασυμμετρία λέξεων και προτάσεων; Γιατί υπάρχουν άγνωστες λέξεις, αλλά όχι και άγνωστες προτάσεις; Και γιατί δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε νέες λέξεις όποτε το θελήσουμε, ενώ ακόμα και ένα νήπιο δημιουργεί διαρκώς προτάσεις που δεν έχουμε ξανακούσει, ενώ κάποιες φορές δημιουργεί ακόμα και προτάσεις που δεν έχουν ξανακουστεί ποτέ στον κόσμο;

Ο λόγος είναι η παραγωγικότητα (generativity) ενός μηχανισμού που ονομάζεται συντακτικό (ή σύνταξη) της γλώσσας. Οι λέξεις έχουν έναν περιορισμένο μόνο παραγωγικό μηχανισμό, μέσω της μορφολογίας της γλώσσας (βλ. μάθημα Γ3)· και πάλι, αυτό δεν ισχύει σε κάποιες γλώσσες, όπως π.χ. στα μανδαρίνικα κινέζικα, που δεν έχουν μηχανισμό μορφολογίας. Αντίθετα, μηχανισμό συντακτικού έχει η συντριπτική πλειοψηφία των γλωσσών του κόσμου.(*) Αυτόν το μηχανισμό εξετάζει το παρόν μάθημα.

Γραμμικότητα

Οι λέξεις μιας πρότασης τοποθετούνται σε μία σειρά, η μία μετά την άλλη, γιαυτό και η γραπτή πρόταση εμφανίζεται σε μία γραμμή (συνήθως οριζόντια, αλλά σε γλώσσες όπως τα παραδοσιακά κινέζικα μπορεί να είναι και κατακόρυφη). Έτσι, λέμε οτι σε μια πρόταση υπάρχει γραμμική διάταξη (linear order), που προέρχεται από την αντίστοιχη γραμμικότητα της διάστασης του χρόνου, αφού οι λέξεις παράγονται σε χρονική ακολουθία. Η σειρά όμως των λέξεων στην πρόταση προφανώς δεν είναι τυχαία. Π.χ., άλλο νόημα καταλαβαίνουμε από την πρόταση:

η Μαρία έβγαινε όταν ο Γιώργος έμπαινε

και άλλο από την πρόταση:

ο Γιώργος έβγαινε όταν η Μαρία έμπαινε

Τέλος, με την ακόλουθη σειρά δεν καταλαβαίνουμε κανένα νόημα:

έμπαινε η όταν Γιώργος Μαρία ο έβγαινε

Υπάρχουν κανόνες που καθορίζουν το πώς τοποθετούνται οι λέξεις διαδοχικά στην πρόταση ώστε να παράγεται το νόημα που έχει ο ομιλητής στο νου-του. Αυτοί είναι οι συντακτικοί κανόνες, τους οποίους θα μελετήσουμε.

Ιεραρχική δόμηση

Οι προτάσεις μιας γλώσσας είναι κάτι περισσότερο από απλές γραμμικές ακολουθίες λέξεων· διαθέτουν μια ιεραρχική δόμηση. Ας θεωρήσουμε την παρακάτω πρόταση:

κάποιοι αστέρες κινούνται σε νεαρά ανοικτά σμήνη

Μπορεί να μην καταλαβαίνουμε ακριβώς το νόημα της παραπάνω πρότασης (ιδίως αν δεν έχουμε γνώσεις αστρονομίας), αλλά και πάλι έχουμε μια “αίσθηση” των μερών από τα οποία αποτελείται η πρόταση αυτή. Για παράδειγμα, το «κάποιοι αστέρες» φαίνεται να είναι “ένα κομμάτι”, όπως και το «νεαρά ανοικτά σμήνη», αλλά και το «σε νεαρά ανοικτά σμήνη»· ενώ το «αστέρες κινούνται σε», ή το «κινούνται σε νεαρά» μοιάζουν να είναι “ελλιπή”, όχι αυτόνομα κομμάτια όπως τα προαναφερθέντα. Τα “αυτόνομα κομμάτια” λέγονται συστατικά (της πρότασης), και οι σχέσεις μεταξύ-τους διαμορφώνουν τη συστατική δομή της πρότασης, η οποία όπως θα δούμε σχηματίζει μια ιεραρχία. Στη συνέχεια θα δούμε μερικούς τρόπους με τους οποίους ελέγχουμε αν ένα κομμάτι μιας πρότασης είναι συστατικό ή όχι, εφαρμόζοντας κάποια “κριτήρια συστατικότητας”.

Το οτι το νόημα μιας πρότασης δεν είναι απλώς συνάρτηση των μερών που το αποτελούν, δηλαδή δεν βρίσκεται από την απλή παράθεση σε μια λίστα των λέξεων της πρότασης, αλλά απαιτεί την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα συστατικά της πρότασης σχετίζονται το ένα με το άλλο, ονομάζεται “Αρχή της Συνθετικότητας” (“Principle of Compositionality”).

Κριτήρια συστατικότητας

Ικανότητα αυτονόμησης

Τα συστατικά στοιχεία μιας πρότασης συνήθως αυτονομούνται, δηλαδή “στέκονται από μόνα-τους”, είτε σαν τίτλοι ενοτήτων, είτε σαν απαντήσεις σε ερωτήσεις. Π.χ., για το συστατικό “κάποιοι αστέρες”, μπορούμε να φανταστούμε μια ενότητα ή παράγραφο κειμένου που τιτλοφορείται: “Κάποιοι αστέρες”. Επίσης το συστατικό αυτό μπορεί να είναι η απάντηση στην ερώτηση: «Ποιοι κινούνται σε νεαρά ανοικτά σμήνη;» Απάντηση: «Κάποιοι αστέρες». Αντίθετα, το κομμάτι της πρότασης “αστέρες κινούνται σε” δεν μπορεί να είναι ούτε τίτλος ενότητας, ούτε απάντηση σε ερώτηση.

Άσκηση: Διατυπώστε δύο ερωτήσεις των οποίων οι απαντήσεις να είναι 1. «Σε νεαρά ανοικτά σμήνη», και 2. «Νεαρά ανοικτά σμήνη», αντίστοιχα.

Ικανότητα αντικατάστασης από αντι-τύπο

Ένα κομμάτι πρότασης που είναι συστατικό μπορεί να αντικατασταθεί από έναν “αντι-τύπο”, που είναι γενίκευση του γραμματικού τύπου που γνωρίζουμε ως “αντωνυμία”. Π.χ., αντωνυμία είναι το αυτός (η “δεικτική αντωνυμία”), αλλά οι αντωνυμίες περιορίζονται στο να αντικαθιστούν ονόματα ουσιαστικά, εξ ου και το “αντ-ωνυμία”, δηλαδή “αντί ονόματος”. Έτσι, αντί για το κάποιοι αστέρες στην πρόταση που εξετάζουμε, μπορούμε να πούμε:

αυτοί κινούνται σε νεαρά ανοικτά σμήνη

Εκτός όμως από τις αντωνυμίες που αντικαθιστούν ονόματα (ουσιαστικά), υπάρχουν και άλλες γενικές λέξεις που θα μπορούσαν να ονομαστούν “αντεπίθετα”, “αντεπιρρήματα”, αλλά και “αντιρρήματα”, που όλα μαζί θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε “αντιτύπους”. Έτσι, στην ερώτηση:

ποιοι κινούνται σε νεαρά ανοικτά σμήνη;

θα μπορούσε κανείς να απαντήσει χρησιμοποιώντας το αντίρρημα το κάνουν:

κάποιοι αστέρες το κάνουν

Από την αντικατάσταση αυτή συμπεραίνουμε οτι το κινούνται σε νεαρά ανοικτά σμήνη μάλλον είναι συστατικό, αφού μπορεί να αντικατασταθεί από το αντίρρημα το κάνουν. (Αυτό που αντικαθίσταται δεν είναι απλώς το ρήμα κινούνται, αλλά ολόκληρη η “ρηματική φράση”, όρος που θα μάθουμε τί σημαίνει σε επόμενη ενότητα.) Άλλα αντιρρήματα είναι τα είμαι και έχω. Ως ένα αντεπίθετο θεωρείται το τέτοιος. Π.χ., την ερώτηση «ποιοι κινούνται σε νεαρά ανοικτά σμήνη;» μπορούμε να την απαντήσουμε έτσι:

κάποιοι αστέρες κινούνται σε τέτοια

Αυτή η αντικατάσταση μας δείχνει οτι το νεαρά ανοικτά σμήνη είναι συστατικό, μια “επιθετική φράση” όπως θα μάθουμε οτι λέγεται, αφού αντικαθίσταται από το αντεπίθετο τέτοια.

Άσκηση: Υπάρχει η “αντιπρόθεση” εκεί. Βρείτε το συστατικό της πρότασης «κάποιοι αστέρες κινούνται σε νεαρά ανοικτά σμήνη» που θα μπορούσε να αντικατασταθεί από το «εκεί». Το συστατικό αυτό λέγεται “προθετική φράση”. (Γιατί; Ποια είναι η γραμματική κατηγορία της λέξης σε;)

Ικανότητα μετατόπισης

Τα συστατικά συνήθως μπορούν να μετατοπιστούν μέσα στην πρόταση, χωρίς να χαθεί το νόημα, ιδίως σε μια γλώσσα όπως η ελληνική. (Στην αγγλική π.χ. αυτό είναι πιο δύσκολο.) Για παράδειγμα, τα κομμάτια “κάποιοι αστέρες” και “σε νεαρά ανοικτά σμήνη” μετατοπίζονται ως εξής:

σε νεαρά ανοικτά σμήνη κινούνται κάποιοι αστέρες

Επομένως συμπεραίνουμε οτι τα δύο αυτά κομμάτια μάλλον αποτελούν συστατικά. Ας σημειώσουμε όμως οτι το κριτήριο της μετατόπισης δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Π.χ., ενώ το κομμάτι “νεαρά ανοικτά σμήνη” είναι συστατικό (όπως αναφέρθηκε προηγουμένως), εντούτοις δεν μπορούμε να το μετατοπίσουμε στην πρόταση γιατί απαιτεί την πρόθεση σε μπροστά-του.

Πιο γενικά, η ικανότητα μετατόπισης είναι ένα ασθενές κριτήριο συστατικότητας. Δεν πρέπει να εφαρμόζουμε ένα μόνο κριτήριο και να αποφασίζουμε βάσει αυτού και μόνο. Ένας συνδυασμός κριτηρίων είναι προτιμότερος, ιδίως των πρώτων δύο κριτηρίων.

Ιδιότητες των συστατικών

Όταν μια σειρά λέξεων αποτελεί συστατικό μιας πρότασης, αυτό δεν σημαίνει οτι η ίδια σειρά θα αποτελεί συστατικό σε οποιαδήποτε άλλη πρόταση εμφανίζεται. Παραδείγματος χάρη, στην πρόταση:

ο καθηγητής και ο φοιτητής παρακολούθησαν το σεμινάριο

το κομμάτι ο καθηγητής και ο φοιτητής αποτελεί συστατικό (γιατί; εφαρμόστε τα παραπάνω κριτήρια). Η ίδια όμως σειρά λέξεων στην πρόταση:

στο σεμινάριο πήγε ο καθηγητής και ο φοιτητής πήγε στη συνέλευση

δεν αποτελεί συστατικό. ( Και πάλι: εφαρμόστε τα κριτήρια για να διαπιστώσετε οτι αποτυγχάνουν.)

Η διάταξη των συστατικών είναι ιεραρχική, δηλαδή το κάθε συστατικό αποτελεί μέρος ενός άλλου συστατικού, το μεγαλύτερο (πιο περιεκτικό) των οποίων είναι ολόκληρη η πρόταση. Άρα μπορούμε να αποτυπώσουμε αυτή την ιεραρχία μέσω ενός δενδροειδούς διαγράμματος. Π.χ. η προηγούμενη πρόταση, κάποιοι αστέρες κινούνται σε νεαρά ανοικτά σμήνη, παριστάνεται μέσω δενδροειδούς διαγράμματος ως ακολούθως:

Προς το παρόν δεν θα εξηγήσουμε πλήρως το παραπάνω διάγραμμα. Αυτό θα γίνει όταν μιλήσουμε για το είδος των συστατικών μιας πρότασης. Εδώ αρκούμαστε να παρατηρήσουμε οτι στο διάγραμμα αυτό, το κάθε συστατικό σχηματίζει ένα υπο-δένδρο. Π.χ. το κάποιοι αστέρες, στα αριστερά, είναι ένα υπο-δένδρο με δύο μόνο κλάδους· το σημείο στο οποίο ενώνονται οι δύο κλάδοι ονομάζεται κόμβος, και αντιπροσωπεύει το συστατικό κάποιοι αστέρες, που όπως θα μάθουμε είναι του τύπου ονοματική φράση. Το άλλο, μεγαλύτερο υπο-δένδρο στα δεξιά, έχει κόμβο που αντιπροσωπεύει το συστατικό κινούνται σε νεαρά ανοικτά σμήνη, και είναι τύπου ρηματική φράση. Ο κόμβος στη “ρίζα” του δένδρου (στην κορυφή του διαγράμματος) αντιπροσωπεύει όλη την πρόταση.

Αυτά τα δενδροειδή διαγράμματα, που αποτελούν ίσως το πιο χρήσιμο εργαλείο-μας στη συζήτηση περί συντακτικού, τα εισήγαγε το 1955 στη διδακτορική διατριβή-του ο “πατέρας της σύγχρονης γλωσσολογίας”, Νόουμ Τσόμσκι, και τα δημοσίευσε το 1957.

Αμφισημία

“Αμφισημία” σημαίνει οτι το νόημα είναι διφορούμενο. Τα δενδροειδή διαγράμματα μας επιτρέπουν να αποσαφηνίζουμε το νόημα όταν υπάρχει συντακτική (ή αλλιώς: δομική) αμφισημία στην πρόταση. Παράδειγμα συντακτικής αμφισημίας μας δίνει η εξής πρόταση:

ο τραυματίας έδειξε τον άνθρωπο με το ματωμένο δάχτυλο

Εδώ δεν γνωρίζουμε αν το νόημα είναι: «ο τραυματίας έδειξε με το ματωμένο δάχτυλο τον άνθρωπο», ή οτι: «ο τραυματίας έδειξε τον άνθρωπο που είχε ένα ματωμένο δάχτυλο». Το διφορούμενο νόημα παύει να υπάρχει αν επιλέξουμε να παραστήσουμε την κάθε περίπτωση μέσω ενός δενδροειδούς διαγράμματος. Το ακόλουθο διάγραμμα παριστάνει την 1η περίπτωση:

Ήτοι, το ματωμένο δάχτυλο ανήκε στον τραυματία. Αυτό φαίνεται από το οτι το τον άνθρωπο είναι ένα συστατικό (υπάρχει κόμβος που ενώνει ακριβώς αυτές τις δύο λέξεις και τίποτα άλλο), ενώ το με το ματωμένο δάχτυλο είναι άλλο συστατικό (και πάλι, υπάρχει κόμβος ακριβώς για το συστατικό αυτό). Και τα δύο αυτά συστατικά είναι τμήματα της ρηματικής φράσης έδειξε τον άνθρωπο με το ματωμένο δάχτυλο. Όπως θα μάθουμε σε άλλη ενότητα, το τον άνθρωπο είναι ονοματική φράση, και “άμεσο αντικείμενο” του ρήματος έδειξε· ενώ το με το ματωμένο δάχτυλο είναι προθετική φράση, και “έμμεσο αντικείμενο” του ίδιου ρήματος. Αλλά αυτούς τους όρους ας τους αφήσουμε για αργότερα. Τώρα η 2η περίπτωση:

Εδώ, το ματωμένο δάχτυλο ανήκει στον άνθρωπο που έδειξε ο τραυματίας. Αυτό είναι σαφές από το οτι το τον άνθρωπο δεν αποτελεί πλέον συστατικό, γιατί δεν υπάρχει ένας κόμβος που να το περιγράφει ως υπο-δένδρο. Ή αλλιώς, μπορούμε να δούμε (από το διάγραμμα) οτι το άρθρο τον εφαρμόζεται σε ολόκληρο το συστατικό: άνθρωπο με το ματωμένο δάχτυλο. Εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε και την εξής μετατόπιση: «...έδειξε τον με το ματωμένο δάχτυλο άνθρωπο», μετατόπιση που δεν είναι δυνατή στην 1η περίπτωση, και που δείχνει οτι το συστατικό με το ματωμένο δάχτυλο είναι επιθετικός προσδιορισμός του ουσιαστικού άνθρωπο· που σημαίνει οτι το συστατικό αυτό θα μπορούσε να αντικατασταθεί με ένα επίθετο: «...έδειξε τον ψηλό άνθρωπο».

Ας σημειώσουμε οτι η πρόταση αυτή είναι αμφίσημη (διφορούμενη) στην ελληνική γλώσσα, όπως και σε άλλες γλώσσες (αγγλική: the wounded man pointed to the person with the bloody finger, ιταλική, ισπανική, κ.ά.) επειδή χρησιμοποιούμε την πρόθεση με με δύο τρόπους: αφενός για να δηλώσουμε το όργανο μέσω του οποίου έγινε η πράξη (περίπτωση 1, όπου το όργανο είναι το ματωμένο δάχτυλο του τραυματία), και αφετέρου για να δηλώσουμε προσδιορισμό, ιδιότητα ουσιαστικού (περίπτωση 2, όπου η ιδιότητα είναι του ανθρώπου που δείχτηκε: έχει ένα ματωμένο δάχτυλο). Γλώσσες όμως όπως η ρωσσική και η τσεχική, χρησιμοποιούν άλλη πτώση στο ουσιαστικό για την περίπτωση του οργάνου: την “οργανική” πτώση (εδώ για το δάχτυλο στην περίπτωση 1), οπότε εκεί η αμφισημία στο παράδειγμα αυτό είναι αδύνατη.(*)

Η συντακτική αμφισημία πρέπει να διαχωριστεί από τη λεκτική αμφισημία, η οποία οφείλεται σε διαφορετικά νοήματα της ίδιας λέξης. Παραδείγματος χάρη, η πρόταση (ρηματική φράση):

διάβασε το βιβλίο

χωρίς άλλα συμφραζόμενα, έχει διφορούμενο νόημα: είτε σαν προστακτική («εσύ διάβασε το βιβλίο!») είτε σαν απλή δηλωτική («το παιδί διάβασε το βιβλίο»). Η λεκτική αμφισημία μπορεί να οφείλεται είτε σε λόγους γραμματικής (όπως στο διάβασε το βιβλίο), είτε σε λόγους καθαρά διαφορετικού νοήματος μιας λέξης, όπως η λέξη κούπα στην πρόταση:

σήκωσε μια κούπα

καθώς η λέξη κούπα μπορεί να σημαίνει το κύπελλο, αλλά και το χαρτί της τράπουλας του είδους κούπα. Μάλιστα, το παράδειγμα αυτό, επειδή και το σήκωσε είναι διφορούμενο (βλ. παραπάνω), δίνει τέσσερα διαφορετικά νοήματα.

Στην ελληνική, λόγω της πλούσιας κλιτικής μορφολογίας (μάθημα Γ3), οι αμφισημίες δεν είναι πολύ συχνές. Στην αγγλική όμως, λόγω της πολύ φτωχής κλιτικής μορφολογίας, οι αμφισημίες είναι συχνότατες, και μερικές φορές διασκεδαστικές. Πολύ γνωστή είναι η παρακάτω πρόταση:

time flies like an arrow

Στην πρόταση αυτή, με συνδυασμό λεκτικών και συντακτικών αμφισημιών, μπορούν να δοθούν τουλάχιστον 8 (οκτώ) διαφορετικά νοήματα! Ιδού:

  1. Ο χρόνος πετά (φεύγει, κυλά) σαν βέλος. Σύνταξη: [time [flies [like [an [arrow]]]]]

  2. Χρονομέτρα τις μύγες όπως (χρονομετράς) ένα βέλος. Σύνταξη: [time [flies [like [an [arrow]]]]]

  3. Χρονομέτρα τις μύγες που μοιάζουν με ένα βέλος. Σύνταξη: [time [flies [like [an [arrow]]]]]

  4. Οι χρονόμυγες (ένα ιδιαίτερο είδος μυγών) αγαπούν ένα βέλος. Σύνταξη: [[time flies] [like [an [arrow]]]]

  5. Χρονόμυγες σαν βέλος. (Όχι πρόταση, αλλά ονοματική φράση.) Σύνταξη: [[time flies] [like [an [arrow]]]]

  6. Ο χρόνος πετά (φεύγει, κυλά), αγάπα ένα βέλος! (Χρειάζεται κόμμα μετά από το flies.) Σύνταξη: [time [flies]] [like [an [arrow]]]

  7. Χρονόμυγες, αγαπάτε ένα βέλος! (Προστακτική.) Σύνταξη: [[time flies] [like [an [arrow]]]]

  8. Ο χρόνος και οι μύγες αγαπούν ένα βέλος. (Χρειάζεται κόμμα μετά από το time.) Σύνταξη: [[time flies] [like [an [arrow]]]]


Λεκτικές κατηγορίες

Στο Γυμνάσιο-Λύκειο μαθαίνουμε για τα λεγόμενα “μέρη του λόγου”, όπως ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα, επιρρήματα, προθέσεις, μετοχές, κλπ. Οι “λεκτικές κατηγορίες” που θα συζητήσουμε εδώ είναι πάνω-κάτω τα “μέρη του λόγου”, με την εξής υποσημείωση:

Όταν εξετάζουμε τα μέρη του λόγου, τα διαφοροποιούμε μεταξύ-τους κυρίως λόγω του νοήματός τους: τα ουσιαστικά αναφέρονται σε αντικείμενα (ή πρόσωπα, ή ζώα, ή αφηρημένες έννοιες), τα ρήματα σε πράξεις (ή σε καταστάσεις) ουσιαστικών, τα επίθετα σε ιδιότητες ουσιαστικών, τα επιρρήματα (συχνά) σε ιδιότητες ρημάτων, κλπ. Έτσι, για να κατηγοριοποιήσουμε τη λέξη αυτοκίνητο σκεφτόμαστε: σε τί αναφέρεται η λέξη αυτή; Σε πράγμα, αντικείμενο. Άρα είναι ουσιαστικό. Για τη λέξη τρέχει σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο: σε τί αναφέρεται; σε πράξη. Επομένως είναι ρήμα. Κ.ο.κ.

Όταν όμως στη γλωσσολογία, στο παρόν μάθημα, εξετάζουμε τις λεκτικές κατηγορίες, προσπαθούμε να αγνοήσουμε το νόημα, και να μπορέσουμε να συναγάγουμε από συντακτική και μόνο άποψη το σε ποια κατηγορία ανήκει μια λέξη.

Συγκεκριμένα, ας υποθέσουμε οτι αγνοούμε τα ελληνικά, και συναντάμε μεγάλο αριθμό προτάσεων της άγνωστής μας αυτής γλώσσας. Μπορούμε τότε να κάνουμε κάποιες στατιστικές παρατηρήσεις. Π.χ. μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

Λέξεις όπως ουρανός, μεγάλος, πίνακας, μαθητής, καθαρός, τοίχος, κ.ά., είναι οι μόνες πριν από τις οποίες μπορούν να μπουν κάποιες άλλες λέξεις όπως ο, του, τον, τους, ένας, κάποιος, μερικοί, κ.ά. Οι τελευταίες αυτές λέξεις δεν μπαίνουν ποτέ πριν από κάποιες άλλες όπως: θάλασσα, μητέρα, καλή, ωραία, πόρτα, καθαρή, κ.ά. Αντίθετα, πριν από αυτές μπαίνουν λέξεις όπως η, της, την, τις, μία, κάποια, μερικές, κ.ά. Έτσι, υποπτευόμαστε οτι πρέπει να βάλουμε λέξεις όπως ουρανός, μεγάλος,... σε μια κατηγορία, και λέξεις όπως ο, του, τον,... σε άλλη κατηγορία.

Επιπλέον, λέξεις όπως καθαρός μπαίνουν πάντα πριν από λέξεις όπως ουρανός, ποτέ αμέσως μετά. Έτσι ξεχωρίζουμε τα δύο σύνολα: ουρανός, πίνακας, μαθητής, τοίχος,... σε μια κατηγορία (πρόκειται για τα αρσενικά ουσιαστικά, αλλά δεν το ξέρουμε ακόμα αυτό), και μεγάλος, καθαρός, κοντός,... σε άλλη κατηγορία (τα αρσενικά επίθετα). Το ίδιο μπορούμε να κάνουμε και γι’ αυτά που θα αποτελέσουν τα θηλυκά ουσιαστικά, και τα θηλυκά επίθετα.

Παραπέρα, θα διαπιστώσουμε οτι οι κατηγορίες ο, του, τον,... από τη μια, και η, της, την,... από την άλλη, έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά από συντακτική άποψη. Έτσι, θα τις ενώσουμε σε μία κατηγορία, αυτήν που θα ονομάσουμε άρθρα.

Συνεχίζοντας με μεγάλο αριθμό τέτοιων παρατηρήσεων, υποτίθεται οτι θα φτάσουμε — συντακτικά μόνο, χωρίς να εξετάζουμε το νόημα — στις ίδιες κατηγορίες όπως αυτές που μάθαμε ως “μέρη του λόγου” στο Γυμνάσιο-Λύκειο.

Γιατί αυτή η έμφαση στο συντακτικό προκειμένου να ανακαλύψουμε τις λεκτικές κατηγορίες, και η αποφυγή της χρήσης νοήματος; Διότι θα θέλαμε να υποστηρίξουμε την υπόθεση οτι η γλώσσα, τουλάχιστον μέχρι το επίπεδο του συντακτικού, είναι αυτόνομη, ένας μηχανισμός ανεξάρτητος “εξωτερικών” επιδράσεων, όπως το νόημα των λέξεων που έρχεται από τον περιβάλλοντα εξωτερικό κόσμο. Θα θέλαμε να πούμε οτι ορίστε: ακόμα και ένα νήπιο που έχει κλειστά μάτια και απλώς ακούει, ή ένας υπολογιστής που δεν έχει καμία επικοινωνία με τον εξωτερικό κόσμο, μπορεί να αναλύσει προτάσεις που του δίνονται ως εισαγόμενες, και από αυτές και μόνο, εξετάζοντας στατιστικές σχέσεις λέξεων, να καταλήξει στις λεκτικές κατηγορίες της γλώσσας. (Πώς αναμένουμε μια στατιστική ανάλυση από ένα νήπιο; Ας θυμηθούμε τα περί γλωσσολογικής μηχανής των νηπίων — την αναφέραμε στο μάθημα Γ1 — η οποία είναι αυτόματη, υποσυνείδητη, και ανεξάρτητη της βούλησης και συνείδησης του νηπίου.) Πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για την επιθυμία-μας να δείξουμε οτι η γλωσσολογία είναι (μέχρι τη συντακτική ανάλυση τουλάχιστον) μια αυτόνομη, αυτάρκης επιστήμη, ανεξάρτητη της νοολογίας (βλ. Ν1), που είναι η επιστήμη που εξετάζει το νου στη γενικότητά του.

Στην πράξη όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Σε γλώσσες όπως τα αγγλικά, όπου το συντακτικό είναι “άκαμπτο”, δηλ. με αυστηρούς — ή πιο σωστά, απλούς στη διατύπωσή τους — κανόνες, μια τέτοια συντακτική προσπάθεια βασιζόμενη αποκλειστικά σε στατιστικές παρατηρήσεις ίσως έχει κάποιο νόημα. Σε γλώσσες όμως με πιο “ελεύθερο” συντακτικό — ή μάλλον με συντακτικούς κανόνες που είναι πιο πολύπλοκοι στη διατύπωσή τους — όπως τα ελληνικά, ιταλικά, ισπανικά, ρωσσικά, και άλλες πολλές, η προσπάθεια αυτή είναι ατελέσφορη. Π.χ., πώς να διακρίνουμε στην ελληνική τα ουσιαστικά από τα επίθετα, όταν κάθε επίθετο μπορεί να αναλάβει το ρόλο ουσιαστικού και να εμφανιστεί σαν τέτοιο; (Άλλωστε πολλά κοινά ουσιαστικά προέρχονται από επίθετα, όπως π.χ. το νερό από το νεαρόν ύδωρ· ο ποντικός από το ποντικός μυς, δηλ. θαλάσσιος μυς, αυτός που ερχόταν με τα καράβια· κλπ.) Όσο πιο “ελεύθερο” είναι το συντακτικό, τόσο πιο μάταιη είναι η αναγνώριση λεκτικών κατηγοριών από τη στατιστική των σχέσεων μεταξύ των λέξεων, αγνοώντας το νόημα. Σε μια γλώσσα όπως τα αρχαία ελληνικά, όπου το συντακτικό είναι εξαιρετικά ελεύθερο, μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

Συνεπώς, σε ότι ακολουθεί, θα υποθέσουμε την ύπαρξη ορισμένων λεκτικών κατηγοριών, που τις συναγάγαμε είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλον (και καλύτερα μέσω συνδυασμού των δύο), δηλ. μέσω στατιστικών σχέσεων και νοήματος, και θα τις αναφέρουμε.

Ουσιαστικά

Τα ουσιαστικά είναι οι πιο θεμελιώδεις λέξεις μιας γλώσσας, με την έννοια οτι είναι οι πρώτες που “κατακτά” το νήπιο που γίνεται φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας. Είναι επίσης θεμελιώδεις και από νοολογική άποψη, γιατί αναφέρονται σε αντικείμενα (ορατά ή ιδεατά), τα οποία είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζονται οι άλλες νοηματικές κατηγορίες: οι πράξεις (ρήματα) είναι πράξεις μεταξύ αντικειμένων, οι ιδιότητες (επίθετα) είναι κι αυτές ιδιότητες αντικειμένων, κλπ. Για το λόγο αυτό, από καμία γλώσσα δεν είναι δυνατό να λείπουν τα ουσιαστικά. Αυτό αποτελεί ένα καθολικό (universal) γλωσσολογικό χαρακτηριστικό.

Από μορφολογική άποψη, στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (όλες οι Ευρωπαϊκές εκτός της ουγγρικής, φινλανδικής, και βασκικής· περιλαμβάνονται επίσης τα τσιγγάνικα, και αρκετές νοτιο-δυτικο-Ασιατικές γλώσσες: αρμενική, κουρδική, περσική, σανσκριτική, χίντι, ούρντου, κ.ά.) τα ουσιαστικά παρουσιάζουν καταληκτική μορφολογία (βλ. μάθημα Γ3), δηλαδή περιλαμβάνουν μια σταθερή ρίζα, και μια κατάληξη που αλλάζει ανάλογα με κάποια χαρακτηριστικά του ουσιαστικού: γένος, αριθμός, πτώση. Π.χ., στα ελληνικά έχουμε: άνθρωπ-ος, ανθρώπ-ου, άνθρωπ-ο, άνθρωπ-ε, θάλασσ-α, θάλασσ-ας, κλπ. Στα αγγλικά η καταληκτική μορφολογία των ουσιαστικών εμφανίζεται μόνο στον πληθυντικό αριθμό (book, book-s), ενώ σε κάποιες γλώσσες (π.χ. μοντέρνα περσικά) έχει εξαφανιστεί εντελώς. Σε γλώσσες άλλων υπεροικογενειών, όπως οι Σημιτικές (π.χ. αραβικά), αυτό που αλλάζει μορφολογικά δεν είναι στην κατάληξη, αλλά εντός του ουσιαστικού.

Από συντακτική άποψη, τα ουσιαστικά συμμετέχουν σε ορισμένες συντακτικές δομές. Π.χ. στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (εκτός των γλωσσών της Σλαβικής οικογένειας), σε μια πρόταση μπορεί να προηγείται του ουσιαστικού ένα άρθρο, και επίσης είτε να προηγούνται επίθετα (ελληνική: το μεγάλο κόκκινο βιβλίο· αγγλική: the large red book· ρωσσική: большая красная книга), είτε και να έπονται (ιταλική: il grande libro rosso· ισπανική: el gran libro rojo· γαλλική: le grand livre rouge).

Από νοολογική άποψη, τα ουσιαστικά αντιστοιχούν σε αντικείμενα, είτε άψυχα και συγκεκριμένα (τραπέζι, εκκλησία, Ήλιος), είτε άψυχα και αφηρημένα (συνέλευση, δικαιοσύνη, έννοια), είτε έμψυχα και συγκεκριμένα (Ελένη, Κολοκοτρώνης, Ιησούς), είτε έμψυχα και αφηρημένα (άνθρωπος, θηλαστικό, ζώο).

Ρήματα

Τα ρήματα είναι κι αυτά θεμελιώδης κατηγορία λέξεων, από την άποψη οτι αποτελούν την “κεφαλή”, τον “πυρήνα” κάθε πλήρους πρότασης. Από μια πρόταση μπορούν να λείπουν όλα τα άλλα συστατικά-της, εκτός από το ρήμα (π.χ. ελληνικά: βρέχει· αγγλικά: go!). Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς ρήματα — ένα επίσης καθολικό γλωσσολογικό χαρακτηριστικό.

Από μορφολογική άποψη, στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και πάλι, τα ρήματα έχουν πολύ πλούσια μορφολογία, που περιλαμβάνει καταλήξεις για χρόνο (ενεστώτα, μέλλοντα, κλπ), φωνή (ενεργητική, παθητική, κλπ), αριθμό (ενικό, πληθυντικό, κλπ), πρόσωπο (1ο, 2ο, κλπ), και συνήθως έγκλιση (οριστική, υποτακτική, κλπ). Παρόμοια ή και πρόσθετα χαρακτηριστικά υπάρχουν και σε άλλες οικογένειες γλωσσών.

Από συντακτική άποψη, τα ρήματα συμμετέχουν σε ορισμένες συντακτικές δομές. Π.χ. στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, άλλοτε το υποκείμενο της πρότασης προηγείται του ρήματος (π.χ. ο Θωμάς έφυγε), άλλοτε έπεται (έφυγε ο Θωμάς), άλλοτε το αντικείμενο έπεται (κλώτσησε τη μπάλα), και άλλοτε προηγείται (τη μπάλα κλώτσησε (όχι τον αντίπαλο)). Σε άλλη δομή, το επίρρημα συνήθως έπεται του ρήματος (μιλήσαμε σιγανά, μπήκαμε γρήγορα), αλλά μπορεί και να προηγείται (σίγουρα εννοείς, probably cried).

Από νοολογική άποψη, τα ρήματα αντιστοιχούν συνήθως σε πράξεις (τρέχω, γελώ), αλλά και σε καταστάσεις (κοιμάμαι, είμαι, έχω, βρίσκομαι).

Επίθετα

Άλλη θεμελιώδης λεκτική κατηγορία, που δεν λείπει από καμία γλώσσα του κόσμου, αλλά που εξαρτάται από τα ουσιαστικά, είναι τα επίθετα.

Σε γλώσσες με πλούσια κλιτική μορφολογία, όπως οι περισσότερες Ινδοευρωπαϊκές, η μορφολογία των επιθέτων συμφωνεί με τη μορφολογία των ουσιαστικών. Επιπλέον, ενώ το ουσιαστικό ανήκει σε συγκεκριμένο γένος (π.χ. αρσενικό, θηλυκό), το επίθετο περιλαμβάνει μορφές για όλα τα γένη. Έτσι, στα ελληνικά έχουμε: ο κίτριν-ος τοίχος, η κίτριν-η πόρτα, το κίτριν-ο δωμάτιο· και στα ισπανικά: el pared amarill-o, la puerta amarill-a.

Συντακτικά, το επίθετο συνήθως συμμετέχει σε δομή που περιλαμβάνει το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζει. Στη δομή αυτή, για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα, συχνά μπορούν να παρατεθούν περισσότερα του ενός επίθετα, είτε πριν, είτε μετά το ουσιαστικό, ανάλογα με τη γλώσσα. Σε γλώσσες όπως τα ελληνικά, ιταλικά, ισπανικά, κ.ά., το ουσιαστικό μπορεί να λείψει όταν εννοείται εύκολα από τα συμφραζόμενα: ελλ.: ο κόκκινος.· ιταλ: il rosso.· ισπ.: el rojo.. Αντίθετα, στα αγγλικά το ουσιαστικό δεν επιτρέπεται να λείπει· μπορεί μόνο να αντικατασταθεί από τη λέξη one/ones, όπως π.χ.: the red one.

Νοολογικά, το επίθετο αντιστοιχεί σε ιδιότητα του ουσιαστικού.

Επιρρήματα

Επίρρημα είναι η κατηγορία εκείνη των λέξεων που προσδιορίζουν ρήματα ή επίθετα. Διακρίνονται στις παρακάτω υποκατηγορίες:

Τοπικά: πήγα πάνω, έφυγε πέρα, έφυγε μακριά, γύρισε πίσω, κλπ.

Χρονικά: έφυγε χθες, ήρθε νωρίς, έφτασε αργά, φεύγουμε αύριο, κλπ.

Ποσοτικά: έφαγα πολύ, νυστάζω λίγο, γέμισε εντελώς/πλήρως/τελείως, δεν άδειασε καθόλου, κλπ.

Τροπικά: κακώς μίλησες, το φέρει βαρέως, το ξέχασε εσκεμμένα, κλπ.

Βεβαιωτικά: σίγουρα βρέχει, ασφαλώς προκρίθηκε, βεβαίως πέρασες, κλπ.

Μορφολογικά, τα επιρρήματα είναι άκλιτα, αλλά στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες μπορεί να έχουν καταλήξεις που είναι δηλωτικές επιρρημάτων. Π.χ., στα ελληνικά τέτοιες καταλήξεις είναι το και το -ως, στα αγγλικά το -ly, στα ιταλικά και ισπανικά το -mente, στα γαλλικά το -ment, κλπ.

Συντακτικά, τα επιρρήματα πολύ συχνά μπορούν να τοποθετηθούν σε οποιοδήποτε σημείο της πρότασης, εμπρός ή μετά από άλλα συστατικά. Δεν μπορούν όμως να τοποθετηθούν εντός συστατικών χωρίς είτε να δημιουργήσουν ασύντακτη πρόταση, είτε να αλλάξουν το νόημα. Παραδείγματα, από τα ελληνικά:

σίγουρα ο Φώτης πήγε στο σχολείο

ο σίγουρα Φώτης πήγε στο σχολείο

ο Φώτης σίγουρα πήγε στο σχολείο

ο Φώτης πήγε σίγουρα στο σχολείο

ο Φώτης πήγε στο σίγουρα σχολείο

ο Φώτης πήγε στο σχολείο, σίγουρα

και από τα αγγλικά:

definitely, you need a better coat

you definitely need a better coat

you need definitely a better coat

you need a definitely better coat (αλλάζει το νόημα)

you need a better definitely coat

you need a better coat, definitely

Νοολογικά, τα επιρρήματα αντιστοιχούν σε ιδιότητες πράξεων (ρημάτων, π.χ.: κουράστηκα πολύ), ή ολόκληρων προτάσεων (θυμίζουμε οτι κάθε πρόταση έχει ένα μόνο ρήμα· π.χ.: ασφαλώς ο χειμώνας θα είναι βαρύς αυτή τη χρονιά), ή και ιδιότητες ιδιοτήτων αντικειμένων (δηλ. ιδιότητες επιθέτων· π.χ.: πολύ μεγάλη φασαρία).

Κλειστές λεκτικές κατηγορίες

Οι κατηγορίες που εξετάσαμε μέχρι τώρα (ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα, και επιρρήματα) ονομάζονται ανοικτές λεκτικές κατηγορίες, γιατί συν τω χρόνω, καθώς η γλώσσα εξελίσσεται και αλλάζει, προστίθενται νέες λέξεις στις κατηγορίες αυτές: νέα ουσιαστικά (π.χ. το ανελκυστήρας δεν υπήρχε προπολεμικά, ούτε το διεκπεραιωτής πριν από τη δεκαετία του 1990), νέα ρήματα (π.χ. σερφάρω, ζιπάρω, κλπ), ακόμα και νέα επίθετα και — πιο σπάνια — νέα επιρρήματα. Στη συνέχεια της παρούσας ενότητας θα εξετάσουμε λεκτικές κατηγορίες που είναι κλειστές, γιατί δεν προστίθενται ποτέ λέξεις σ’ αυτές. (Πιο σωστά, παίρνει πολλούς αιώνες για να προστεθεί σ’ αυτές μια λέξη.) Τέτοιες είναι οι κατηγορίες των προσδιοριστικών (π.χ. άρθρα), προθέσεων, συνδέσμων, κ.ά.

Προσδιοριστικά

Ως προσδιοριστικά νοούνται λέξεις όπως τα άρθρα (ελλ.: οριστικό ο, η, το, και αόριστο ένας, μία, ένα· αγγλ.: οριστικό the, και αόριστο a / an), και άλλες λέξεις όπως οι ελληνικές κάποιοι, αρκετοί, λίγοι, πολλοί, μερικοί, κ.ά. Οι λέξεις αυτές συμμετέχουν στη συντακτική δομή (ελληνικά και άλλες γλώσσες):

προσδιοριστικό επίθετο* ουσιαστικό

όπου το αστεράκι μετά από το επίθετο σημαίνει οτι αυτό μπορεί να επαναλαμβάνεται καμία, μία, ή περισσότερες φορές χωρίς περιορισμό. Άρα το επίθετο είναι προαιρετικό, μπορεί και να λείπει. Παραδείγματα (το προσδιοριστικό υπογραμμισμένο):

ο λευκός πύργος

μία χώρα

μία ευάλωτη χώρα

μία μικρή ευάλωτη χώρα

μερικοί άτεγκτοι δικαστές

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς οτι λέξεις όπως κάποιοι, αρκετοί, λίγοι, πολλοί, μερικοί, κλπ., είναι αυτό που η γραμματική ονομάζει αόριστες αντωνυμίες, οπότε για ποιο λόγο τα ονομάζουμε εδώ “προσδιοριστικά”; Ο λόγος είναι οτι από συντακτική άποψη οι λέξεις αυτές δεν μπορούν να ξεχωριστούν από τα άρθρα, γιατί όπου μπορούμε να βάλουμε ένα άρθρο, όπως π.χ. στο οι γάτες, εκεί μπορούμε να βάλουμε και μια τέτοια αντωνυμία: μερικές γάτες. Επειδή λοιπόν εδώ ασχολούμαστε όχι γενικά με τη γραμματική, αλλά με το συντακτικό, η σωστή “ετικέτα” για τις λέξεις αυτές (άρθρα και αόριστες αντωνυμίες) είναι “προσδιοριστικά”.

Προθέσεις

Οι προθέσεις συνδυάζονται με ονοματικές φράσεις έτσι ώστε να τις προσδιορίζουν. Π.χ., στη φράση:

με τις καλύτερες ευχές

έχουμε την πρόθεση με, που προσδιορίζει την ονοματική φράση τις καλύτερες ευχές. Η όλη φράση λέγεται προθετική φράση. Το ίδιο ισχύει και στη φράση:

στις όμορφες παραλίες

όπου εδώ το στις είναι συνδυασμός της αρχαίας πρόθεσης εις και του προσδιοριστικού (άρθρου) τις (εις + τις → σ’ τις → στις). (Πρβλ. με το αγγλικό: in the beautiful beaches.)

Είναι εύκολο να δούμε οτι οι προθέσεις αποτελούν κλειστή κατηγορία. Π.χ. οι προθέσεις της αρχαίας ελληνικής ήσαν οι εξής:

αμφί, ανά, αντί, από, διά, εις, εκ/εξ, εν, επί, κατά, μετά, συν, παρά, περί, προ, προς, υπέρ, υπό

Όλες οι παραπάνω εκτός της αμφί είναι και προθέσεις της νέας ελληνικής. (Μερικές, όπως οι εις, εκ/εξ, και εν, εμφανίζονται μόνο σε φράσεις-απολιθώματα, όπως: εν πάση περιπτώσει, εις πολλά έτη, εκ παραδρομής, εξ απαλών ονύχων, κλπ.)

Ας σημειωθεί οτι ενώ στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες αυτές είναι προ-θέσεις (αγγλ. prepositions), δηλαδή τοποθετούνται πριν από την ονοματική φράση, εντούτοις σε άλλες γλώσσες, όπως η ιαπωνική, η τουρκική, κ.ά., αποτελούν “μετά-θέσεις” (αγγλ.: postpositions), δηλαδή τοποθετούνται μετά από την ονοματική φράση. Παράδειγμα από την ιαπωνική γλώσσα (με λατινικούς χαρακτήρες):

watakushi
εγώ
ga,
[υποκείμενο]
2015
2015
nen
έτος
ni
σε
Nihon
Ιαπωνία
ni
σε
ikimashita
πήγα
εγώ στο έτος 2015 στην Ιαπωνία πήγα
ελεύθερη μετάφραση: το 2015 πήγα στην Ιαπωνία

Βλέπουμε οτι η “πρόθεση” ni είναι στην πραγματικότητα μια “μετά-θεση”, τοποθετούμενη στο τέλος των ονοματικών φράσεων: 2015 nen ni, και Nihon ni.

Σύνδεσμοι, Μόρια, Βοηθητικά ρήματα, κ.ά.

Υπάρχουν και άλλες διάφορες κλειστές λεκτικές κατηγορίες λέξεων, όπως σύνδεσμοι (ελλ.: και, ή, οτι, πως, αλλά, γιατί, κ.ά.· αγγλ.: and, or, that, but, because, κ.ά.), μόρια (να, θα), βοηθητικά ρήματα (ελλ.: έχει, όπως χρησιμοποιείται στους χρόνους παρακείμενο, υπερσυντέλικο, και τετελεσμένο μέλλοντα· αγγλ.: do, be, have), και άλλες.


Φραστικές κατηγορίες

Χρησιμοποιώντας τις λεκτικές κατηγορίες σαν δομικά υλικά, η γλώσσα χτίζει βάσει αυτών τις φραστικές κατηγορίες, οι οποίες είναι συστατικά μιας πρότασης. Όπως με τις λεκτικές κατηγορίες που, όπως είπαμε, μπορούμε να τις ανακαλύψουμε σε μια άγνωστη γλώσσα χάρη στον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα μέλη-τους (στη θέση που παίρνουν οι λέξεις-τους σε μια πρόταση), έτσι και με τις φραστικές κατηγορίες: κάθε συστατικό που ανήκει σε μια φραστική κατηγορία, ανήκει εκεί διότι μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο μέλος της ίδιας κατηγορίας, και να εξακολουθήσουμε να έχουμε συντακτικά σωστή πρόταση. 

Ας ξεκινήσουμε με τη λεκτική κατηγορία του ουσιαστικού, για να δούμε τη φραστική κατηγορία που το χρησιμοποιεί σαν βάση.

Ονοματική Φράση

Τον όρο “ονοματική φράση” (αγγλ.: noun phrase) τον έχουμε ήδη χρησιμοποιήσει άτυπα σε όσα προηγήθηκαν, αλλά εδώ φτάσαμε στο σημείο που πρέπει να τον ορίσουμε.

Μια ονοματική φράση έχει σαν βάση-της, ή κεφαλή όπως λέγεται, ένα ουσιαστικό, και γύρω-του έχει τοποθετημένα άλλα συστατικά που προσδιορίζουν το ουσιαστικό. Τα άλλα αυτά συστατικά είναι προαιρετικά· αυτό που είναι υποχρεωτικό στην ονοματική φράση είναι η κεφαλή-της, δηλαδή το ουσιαστικό. Παραδείγματα:

φωτιά! (κανένα άλλο συστατικό, μόνο το ουσιαστικό)

ο Θανάσης (προσδιοριστικό + ουσιαστικό)

το θαλασσί πουκάμισο (προσδιοριστικό + επίθετο + ουσιαστικό)

μια εντελώς γελοία κατηγορία (προσδιοριστικό + επίρρημα + επίθετο + ουσιαστικό)

Ένας γενικός τρόπος να παραστήσουμε τη δομή της ονοματικής φράσης (στα ελληνικά όμως!) είναι ο εξής:

(ΠΡΟΣΔ) (ΕΠΙΡ)* (ΕΠΙΘ)* Ο

Αυτό σημαίνει οτι η ονοματική φράση μπορεί να έχει προαιρετικά ένα προσδιοριστικό (αυτό σημαίνει η παρένθεση γύρω από το ΠΡΟΣΔ), ακολουθούμενο από κανένα, ένα, ή περισσότερα επιρρήματα, ακολουθούμενα από κανένα, ένα, ή περισσότερα επίθετα, και τέλος το υποχρεωτικό ουσιαστικό (Ο). Πάντως η παραπάνω συντακτική δομή δεν μπορεί να περιγράψει το γεγονός οτι όταν το επίθετο λείπει, τότε δεν μπορούμε να έχουμε επιρρήματα. Ήτοι, η παραπάνω δομή, έτσι όπως διατυπώνεται, επιτρέπει ως ονοματική φράση την εξής: *κάποια ασφαλώς ανακάλυψη (το αστεράκι πριν από μια συντακτική δομή δηλώνει οτι η δομή αυτή είναι λάθος), όπου έχει παραληφθεί τουλάχιστον ένα επίθετο μεταξύ επιρρήματος και ουσιαστικού, όπως π.χ. το εντυπωσιακή.

Ας δούμε τώρα αυτό που σημειώσαμε στην εισαγωγή της παρούσας ενότητας: μια ονοματική φράση μπορεί να αντικατασταθεί από άλλη ονοματική φράση, και να εξακολουθήσουμε να έχουμε συντακτικά σωστή πρόταση, δηλαδή να μη χαλάσει η “συντακτικότητα”. Ας θεωρήσουμε την πρόταση:

τα παιδιά έδωσαν μια συναυλία

Στην πρόταση αυτή, το τα παιδιά είναι μια ΟΦ (ονοματική φράση). (Υπάρχει και άλλη ΟΦ στην πρόταση αυτή: το μια συναυλία, αλλά αυτή είναι μέρος μιας μεγαλύτερης δομής, της ρηματικής φράσης έδωσαν μια συναυλία, οπότε θα την αγνοήσουμε στο παρόν παράδειγμα· περί ρηματικών φράσεων, στην επόμενη υποενότητα.) Αυτή η ΟΦ μπορεί να αντικατασταθεί από άλλες ΟΦ, χωρίς να χαλάσει η συντακτικότητα, δηλαδή η νέα πρόταση να εξακολουθεί να είναι συντακτικά σωστή:

οι παλιάτσοι έδωσαν μια συναυλία

μερικές αρχαιοελληνικές μερσεντές έδωσαν μια συναυλία

τα βιολετί δικαιώματα έδωσαν μια συναυλία

Βλέπουμε οτι ενώ η πρώτη από τις παραπάνω προτάσεις είναι και λογικά αποδεκτή, η δεύτερη ακούγεται τουλάχιστον περίεργη («αρχαιοελληνικές μερσεντές»;) ενώ για την τρίτη πρέπει να κάνει κανείς μεγάλα διανοητικά γυμνάσια για να φανταστεί κάποια συμφραζόμενα όπου θα μπορούσε να είναι λογικά αποδεκτή. Το ζήτημα όμως εδώ είναι οτι από συντακτική σκοπιά, δηλαδή κοιτώντας τη συντακτικότητα (χωρίς να μας νοιάζει η λογικότητα) όλες οι παραπάνω προτάσεις είναι αποδεκτές, και υποδεικνύουν οτι όλες οι υπογραμμισμένες φράσεις ανήκουν στην ίδια κατηγορία (που την ονομάζουμε ΟΦ), εφόσον μπορούν να αντικαταστήσουν η μια την άλλη. Αυτό είναι μια γενική παρατήρηση που ισχύει για όλες τις φραστικές κατηγορίες, όχι μόνο για την ΟΦ.

Ας δούμε και πώς παριστάνουμε το παράδειγμα τα παιδιά έδωσαν μια συναυλία μέσω ενός δενδροειδούς διαγράμματος:

Στο παραπάνω διάγραμμα βλέπουμε αρκετές από τις συμβάσεις που θα ακολουθούμε πλέον στα δενδροειδή διαγράμματα: η λεκτική κατηγορία της κάθε λέξης είναι σημειωμένη με κεφαλαία (αλλά μικρότερα σε μέγεθος) γράμματα πάνω από τη λέξη, ενώ η καθαυτό δομή του δέντρου ξεκινά πάνω από τις λεκτικές κατηγορίες. Στο δέντρο είναι σημειωμένες οι δύο ονοματικές φράσεις (ΟΦ), και η ρηματική φράση (ΡΦ, για την οποία αμέσως μετά) της όλης πρότασης (Π).

Ρηματική Φράση

Στο προηγούμενο παράδειγμα, αναφέραμε οτι το έδωσαν μια συναυλία λέγεται “ρηματική φράση” (αγγλ.: verb phrase), την οποία και σημειώσαμε με το ΡΦ. Το οτι η ΡΦ αποτελεί συστατικό φαίνεται από το οτι μπορεί να αντικατασταθεί από άλλες ΡΦ:

τα παιδιά ξύπνησαν

τα παιδιά έλυσαν το πρόβλημα

τα παιδιά έβαλαν το κιβώτιο στο πάτωμα

Στο πρώτο παράδειγμα, η ΡΦ αποτελείται από ένα σκέτο ρήμα (Ρ)· στο δεύτερο παράδειγμα, η ΡΦ αποτελείται από ένα ρήμα και μια ονοματική φράση (Ρ + ΟΦ)· και στο τρίτο παράδειγμα έχουμε Ρ + ΟΦ + ΠΦ, όπου ΠΦ είναι μια “προθετική φράση” (θα την εξετάσουμε αργότερα). Αυτές οι τρεις περιπτώσεις δεν επιλέχθηκαν στην τύχη:

Υπάρχουν ρήματα, όπως το ξυπνάω, που δεν αναμένουν (ακολουθούνται από) “αντικείμενο”. Είναι αυτά που μπορούν να φτιάξουν μόνα-τους μια πρόταση. Π.χ.: Ξύπνησα· Βρέχει· Σκέφτομαι· Έφυγε· κλπ. Τα ρήματα αυτά λέγονται “αμετάβατα” (αγγλ.: intransitive), ενώ όλα τα υπόλοιπα λέγονται “μεταβατικά” (αγγλ.: transitive).

Υπάρχουν ρήματα που παίρνουν ένα “άμεσο αντικείμενο”, όπως στο δεύτερο παράδειγμα: έλυσαν το πρόβλημα. Το άμεσο αντικείμενο είναι ΟΦ, και στην ελληνική γλώσσα συντάσσεται στην αιτιατική πτώση: είδα έναν άνθρωπο, πήρα την άδεια. Τα ρήματα αυτά λέμε οτι “αναμένουν” ένα άμεσο αντικείμενο, γιατί αν δεν ακολουθούνται από αντικείμενο τότε μοιάζουν ελλιπή: *τα παιδιά έλυσαν· *είδα· *πήρα· κλπ. Επειδή αναμένουν ένα αντικείμενο, λέγονται “μονόπτωτα”.

Τέλος, υπάρχουν ρήματα που αναμένουν τόσο άμεσο αντικείμενο, όσο και έμμεσο αντικείμενο. Στη ελληνική κοινόλεκτο το έμμεσο αντικείμενο είναι συνήθως μια προθετική φράση, όπως στο τρίτο παράδειγμα: έβαλαν το κιβώτιο στο πάτωμα, που συντάσσεται επίσης στην αιτιατική· ή μπορεί να είναι προσωπική αντωνυμία συντασσόμενη στη γενική: δώσ’ μου το στυλό. Στην αρχαία ελληνική όμως, το έμμεσο αντικείμενο μπορεί να ήταν ονοματική φράση που συντασσόταν στη δοτική: ἔδωκεν εἰρήνην τῷ δήμῳ· ή προσωπική αντωνυμία, επίσης στη δοτική: δός μοι την κιθάραν.
Όταν παραλείπουμε είτε το άμεσο, είτε το έμμεσο αντικείμενο, είτε και τα δύο, στα ρήματα της κατηγορίας αυτής, τότε η σύνταξη μοιάζει ελλιπής: *τα παιδιά έβαλαν το κιβώτιο· *τα παιδιά έβαλαν στο πάτωμα· *τα παιδιά έβαλαν· *μου πήρε· κλπ. Τα ρήματα αυτά, επειδή αναμένουν δύο αντικείμενα, λέγονται “δίπτωτα” (αγγλ.: ditransitive).

Πάντως ο ίδιος τύπος ενός ρήματος μπορεί να χρησιμοποιείται είτε σαν το ρήμα να είναι αμετάβατο, ή μεταβατικό, μονόπτωτο ή δίπτωτο. Για παράδειγμα, το ρήμα δίνω στη ΡΦ δίνω ένα ρεσιτάλ είναι μονόπτωτο, γιατί δεν απαιτείται να πούμε σε ποιον δίνεται το ρεσιτάλ· ενώ ο ίδιος τύπος του ρήματος στη ΡΦ δίνω το κουτάλι στο μωρό είναι δίπτωτο, γιατί στα συμφραζόμενα αυτά το *δίνω το κουτάλι μοιάζει ελλιπής σαν ΡΦ. Άλλο παράδειγμα: το βρέχει μπορεί να είναι αμετάβατο· μπορεί να είναι μονόπτωτο, όπως στην πρόταση: βρέχει καρεκλοπόδαρα· ή μπορεί να είναι και δίπτωτο, όπως στην πρόταση: «βρέχει φωτιά στη στράτα-μου». 

Ας σημειωθεί οτι η διαφορά μεταξύ άμεσου και έμμεσου αντικειμένου του ρήματος στη ΡΦ είναι ένα χαρακτηριστικό που διαχωρίζει την ελληνική κοινόλεκτο από το λεγόμενο “Μακεδονικό ιδίωμα” της ελληνικής. Στην κοινόλεκτο, η προσωπική αντωνυμία στο έμμεσο αντικείμενο συντάσσεται στη γενική πτώση: κάνε μου μια κλήση. Στο Μακεδονικό ιδίωμα (ΜΙ) όμως, στην ίδια περίπτωση χρησιμοποιείται και πάλι η αιτιατική: κάνε με μια κλήση. Έτσι, στο ΜΙ η πτώση δεν διαχωρίζει το άμεσο από το έμμεσο αντικείμενο. Αυτό έχει την εξής συνέπεια: οι ομιλούντες την κοινόλεκτο μπορούν εύκολα να “προσομοιώσουν” το ΜΙ (να προσποιηθούν οτι μιλούν σε “μακεδονικά”), αφού το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να εγκαταλείψουν τη διάκριση μέσω πτώσης μεταξύ άμεσου και έμμεσου αντικειμένου, ήτοι να χρησιμοποιήσουν την αιτιατική παντού, και αυτό είναι εύκολο· αντίθετα, οι ομιλούντες το ΜΙ που δεν έχουν εκπαιδευτεί στην κοινόλεκτο από μικρή ηλικία, δεν μπορούν με την ίδια ευκολία να προσομοιώσουν την κοινόλεκτο, γιατί δεν έχουν μάθει να διαχωρίζουν μέσω της πτώσης το άμεσο από το έμμεσο αντικείμενο στην περίπτωση της προσωπικής αντωνυμίας.

Υπάρχουν μεταβατικά ρήματα (μονόπτωτα) τα οποία μπορούν να αναμένουν σαν άμεσο αντικείμενο μια ολόκληρη πρόταση. Π.χ. το ρήμα πιστεύω στην πρόταση: πιστεύω οτι ο Μάνος πέρασε χθες από το σπίτι-σου, όπου ολόκληρη η υπογραμμισμένη πρόταση είναι το άμεσο αντικείμενο του ρήματος. Πάντως το ίδιο ρήμα μπορεί να δεχτεί και μια ΟΦ σαν αντικείμενο: πιστεύω τη γυναίκα-μου· ή μια ΠΦ (προθετική φράση): πιστεύω σε σένα. Άλλα τέτοια ρήματα είναι τα ρωτάω, λέω, ελπίζω, κ.ά. Όταν δέχονται ολόκληρη πρόταση σαν αντικείμενο, τότε η πρόταση εισάγεται συνήθως με τους ειδικούς συνδέσμους οτι ή πως. (Άλλα ρήματα, όπως τα γελάω, ρίχνω, τραγουδάω, κλπ., δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.)

Ας κάνουμε τώρα την εξής σκέψη: είπαμε προηγουμένως οτι στην πρόταση τα παιδιά έδωσαν μια συναυλία, η σύνταξη είναι ΟΦ ΡΦ, όπου ΟΦ είναι το τα παιδιά (το “υποκείμενο”), και ΡΦ είναι το έδωσαν μια συναυλία, που κι αυτό έχει τη δομή Ρ ΟΦ. Επομένως, αναλύοντας τη ΡΦ στην πρόταση αυτή, μπορούμε να πούμε οτι έχουμε: ΟΦ + Ρ + ΟΦ. Το ερώτημα είναι: γιατί βάζουμε τη δεύτερη ΟΦ μαζί με το Ρ σε μια δομή που τη λέμε ΡΦ; Δεν θα μπορούσαμε, “κατά συμμετρία”, να βάλουμε την πρώτη ΟΦ μαζί με το Ρ, και να πούμε οτι αυτή είναι η ΡΦ, οπότε η συνολική δομή της πρότασης θα ήταν ΡΦ ΟΦ, όπου ΡΦ = τα παιδιά έδωσαν, και ΟΦ = μια συναυλία; Υπάρχει όντως συμμετρία σ’ αυτό που μοιάζει σαν ΟΦ + Ρ + ΟΦ;

Η απάντηση είναι οτι όχι, δεν υπάρχει συμμετρία, και επομένως δεν μπορούμε να βάλουμε σε μια δομή την πρώτη ΟΦ και το Ρ, γιατί κάτι τέτοιο δεν αποτελεί συστατικό. Αυτό ζητά η ακόλουθη άσκηση.

Άσκηση: Χρησιμοποιήστε τα κριτήρια συστατικότητας για να αποφασίσετε αν το τα παιδιά έδωσαν (ΟΦ + Ρ) αποτελεί συστατικό, επομένως αν θα μπορούσε αυτό να πάρει τον τίτλο της ρηματικής φράσης στην πρόταση τα παιδιά έδωσαν μια συναυλία.

Στα νέα ελληνικά, αγγλικά, και γενικά στις περισσότερες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, στη ΡΦ προηγείται το ρήμα, που είναι η “κεφαλή” της δομής, και έπονται τα υπόλοιπα, δηλαδή άμεσο και έμμεσο αντικείμενο. Στα αρχαία ελληνικά όμως, το ρήμα τυπικά ακολουθούσε τα αντικείμενα, δηλαδή η κεφαλή πήγαινε στο τέλος της ΡΦ: «ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ» («και εσάς τους φίλους ελεεινολογώ» — από το Συμπόσιον του Πλάτωνα, 1, 173c).

Επιθετική Φράση

Η δομή που προηγείται του ουσιαστικού σε μια ΟΦ ονομάζεται “επιθετική φράση” (ΕΦ). Θεωρήστε τα ακόλουθα παραδείγματα:

ο έξυπνος αδελφός-μου

ο πολύ περίεργος αδελφός-μου

ο τόσο ψηλός όσο και εγώ αδελφός-μου

ο εξυπνότερος από το μέσο έφηβο που παίζει σκάκι αδελφός-μου

ο σίγουρος οτι θα νικήσει αδελφός-μου

Όλες οι υπογραμμισμένες φράσεις αποτελούν ΕΦ. Ας σημειωθεί οτι οι φράσεις αυτές ονομάζονται και “κατηγόρημα”. Είναι αυτές που αντικαθιστούν το κενό στην ακόλουθη πρόταση:

ο αδελφός-μου είναι _________

Επιρρηματική Φράση

Αντίστοιχα, υπάρχουν και “επιρρηματικές φράσεις” (ΕΡΦ), όπως δείχνουν τα παρακάτω παραδείγματα:

μιλάει εύστροφα

μιλάει πολύ γρήγορα

μιλάει πάρα πολύ γρήγορα

μιλάει με τόση ευφράδεια όση και ένας φυσικός ομιλητής

Οι παραπάνω ΕΡΦ τροποποιούν ένα ρήμα, το μιλάει, και αυτή είναι μια κοινή λειτουργία των ΕΡΦ, δηλαδή να πληροφορούν για ιδιότητες ρημάτων. Είναι δυνατόν όμως η ΕΡΦ να τροποποιεί επίθετο, ή και επίρρημα:

σαφώς προκαθορισμένες οδηγίες (τροποποίηση επιθέτου)

πάρα πολύ αδέξιος οδηγός (τροποποίηση επιρρήματος)

Προθετική Φράση

Μια άλλη φραστική κατηγορία είναι η “προθετική φράση” (ΠΦ), που αποτελείται από πρόθεση ακολουθούμενη από ΟΦ. Η πρόθεση είναι η “κεφαλή” της ΠΦ.

Στη νέα ελληνική η πρόθεση μπορεί να είναι λίγο “κρυμμένη”, όταν εμφανίζεται μαζί με το άρθρο στις λέξεις στον, στην, στο, στου, στης, στους, στις, στα, και στων. Έτσι, η φράση: στους πέρα κάμπους λογίζεται ως ΠΦ. (Το “σ” μπροστά από το άρθρο είναι ότι απέμεινε από την αρχαία πρόθεση εις.)

Μερικά παραδείγματα:

ο Φώτης είναι από τη Νότια Αφρική

ο Φώτης είναι στο δωμάτιό του

ο Φώτης είναι με τη γυναίκα-του

Πρόταση

Μια ολόκληρη πρόταση (Π) είναι κι αυτή φραστική κατηγορία, η οποία έχει ως “κεφαλή” τη ΡΦ (που με τη σειρά-της έχει ως κεφαλή το Ρ). Οι προτάσεις, όπως η ακόλουθη,

η ομάδα προκρίθηκε στον επόμενο γύρο

δεν είναι απαραίτητο να εμφανίζονται μόνες-τους. Μπορούν να τροποποιούν ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα, και επιρρήματα. Όταν το κάνουν αυτό, συνήθως συνδέονται με τη λέξη που τροποποιούν μέσω συνδέσμων όπως οι που, και οτι:

πανηγυρίζω που η ομάδα προκρίθηκε στον επόμενο γύρο (τροποποίηση ρήματος)

γήπεδο που η ομάδα προκρίθηκε στον επόμενο γύρο (τροποποίηση ουσιαστικού)

πανευτυχής που η ομάδα προκρίθηκε στον επόμενο γύρο (τροποποίηση επιθέτου)

ευτυχώς που η ομάδα προκρίθηκε στον επόμενο γύρο (τροποποίηση επιρρήματος)

Παράθεση φραστικών κατηγοριών

Όταν οι φραστικές κατηγορίες συνδέονται με συνδέσμους, όπως οι και, ή, αλλά, κλπ, τότε 1. οι δύο συνδεόμενες φράσεις ανήκουν στην ίδια κατηγορία, και 2. αυτό που προκύπτει είναι φράση που ανήκει επίσης στην ίδια κατηγορία. Παραδείγματα:

ο Κώστας και ο Λάμπρος έφυγαν (ΟΦ και ΟΦ → ΟΦ)

η Αθηνά τότε άστραψε και βρόντηξε (ΡΦ και ΡΦ → ΡΦ)

μάλλον είσαι ή τελείως παλαβός ή εντελώς απελπισμένος (ΕΦ ή ΕΦ → ΕΦ)

ευτυχώς ή δυστυχώς τα κατάφερα (ΕΡΦ ή ΕΡΦ → ΕΡΦ)

με αεροπλάνο ή με γαϊδούρι, θα βρω κάποιον τρόπο να έρθω (ΠΦ ή ΠΦ → ΠΦ)

η Ελένη έγραψε κάτι στιχάκια αλλά ο Θοδωρής δεν μπόρεσε να τα μελοποιήσειαλλά Π → Π)


 

 

Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι . . .


Σημειώσεις:

(^) Γιατί λέμε οτι οι προτάσεις μιας γλώσσας είναι θεωρητικά άπειρες, ενώ πρακτικά “ωσεί άπειρες”, δηλαδή σαν να είναι άπειρες στον αριθμό; Διότι θεωρητικά δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των προτάσεων· οποιοδήποτε πεπερασμένο σύνολο προτάσεων και να θεωρήσουμε, μπορούμε πάντα να κατασκευάσουμε μια πρόταση που να μην ανήκει στο σύνολο αυτό (π.χ. αυξάνοντας τον αριθμό των επιθέτων που προσδιορίζουν κάποιο ουσιαστικό). Αυτό θυμίζει λίγο το θεωρητικό άπειρο των φυσικών αριθμών: οποιοδήποτε πεπερασμένο σύνολο αριθμών μπορεί να αυξηθεί προσθέτοντας 1 στον μεγαλύτερο από όλους τους αριθμούς του συνόλου, και εισάγοντας το νέο αριθμό στο σύνολο. Όμως ο αριθμός των πράγματι κατασκευασμένων προτάσεων δεν μπορεί παρά να είναι πεπερασμένος. Πάντως είναι τόσο μεγάλος που μοιάζει σαν να έχει το μέγεθος του απείρου. Για να δούμε γιατί ο αριθμός αυτός είναι πεπερασμένος, αρκεί να σκεφτούμε οτι: 1. ο αριθμός των λέξεων μιας γλώσσας είναι πεπερασμένος, και: 2. ο συνδυασμός πεπερασμένων αντικειμένων (λέξεων) μπορεί να δώσει μόνο πεπερασμένο αριθμό παραγώγων (προτάσεων).

(^) Υπάρχουν και γλώσσες που είναι ελεύθερες συντακτικής δομής, όπως η Warlpiri, η Mohawk, η Nahuatl, και άλλες. Οι γλώσσες αυτές ονομάζονται non-configurational, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των πιο οικείων-μας γλωσσών που είναι configurational. Ο Τσόμσκι αρχικά είχε θεωρήσει οτι όλες οι γλώσσες είναι configurational, δηλαδή έχουν συντακτική δομή, μέχρι που μελετήθηκε από τον Ken Hale η γλώσσα Warlpiri, οπότε ο Τσόμσκι την εξέτασε και το 1981 αναθεώρησε την αρχική-του υπόθεση (πηγή).

(^) Η οργανική πτώση φαίνεται να υπήρχε στην Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή. Στα αρχαία ελληνικά, η οργανική πτώση εκφραζόταν μέσω της δοτικής (στο παράδειγμά μας: τῷ αἱματόεντι δακτύλῳ). Στα νέα ελληνικά, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη “μέσω” για να εκφράσουμε την οργανική (“μέσω του ματωμένου δαχτύλου”), αλλά βέβαια κάτι τέτοιο απλά δεν λέγεται.



Πίσω στη γενική σελίδα του Διαδικτυακού Επιστημονικού Πανεπιστημίου