Η παρούσα σελίδα ανήκει στο σύνολο των άρθρων του Χάρη Φουνταλή επί θεμάτων νοολογίας
Η συγγραφή-της ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 2009.
Ανέβηκε στο Διαδίκτυο για 1η φορά το Δεκέμβριο του 2009.
Επανεξετάστηκε, διορθώθηκε, και ελαφρώς εμπλουτίστηκε το Νοέμβριο του 2022.
Τις προάλλες ο φίλος-μου ο Αρίσταρχος, “εν τη ρύμη
του λόγου-του”, μου έθεσε το πασίγνωστο και πανάρχαιο ερώτημα: «Τί είναι η
ψυχή του ανθρώπου;», και χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε τον ειρμό των
σκέψεών του. Δεν θέλησα να τον διακόψω, αφενός γιατί — αντίθετα με τη
συνήθεια που φαίνεται να είναι “εθνικό σπορ” των συμπατριωτών-μου — δεν
μου αρέσει να διακόπτω το συνομιλητή-μου, και αφετέρου γιατί σε μια
προφορική συζήτηση δεν είναι δυνατό να δοθούν πλήρεις απαντήσεις σε
τέτοια βαθύτατα ερωτήματα. Ο Αρίσταρχος όμως με ρωτούσε γι’ αυτό και για
άλλα παρόμοια θέματα γιατί ήξερε οτι θα
προσπαθούσα να του δώσω όχι απλώς την προσωπική-μου, υποκειμενική
γνώμη (όπως π.χ. απαντάμε στο ερώτημα «ποια ομάδα παίζει την πιο καλή
μπάλα;»). Ήθελε να μάθει τα όσα είναι προς το παρόν αποδεκτά από ένα μεγάλο
μέρος της επιστημονικής κοινότητας. Καλά θα κάνω όμως να ξεκαθαρίσω μερικά θέματα πρώτα, μη τυχόν και παρεξηγηθούν αυτά που θα γράψω. Πρώτα-πρώτα, ερωτήματα όπως “τί είναι ο άνθρωπος” και “τί είναι η ψυχή του ανθρώπου” δεν είναι αυστηρά επιστημονικά. Είναι κατά κύριο λόγο φιλοσοφικά (και πιστεύω είναι γνωστό οτι η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμη· ασχολείται βέβαια και μ’ επιστημονικά θέματα, χωρίς όμως να εφαρμόζει την επιστημονική μέθοδο). Συμβαίνει όμως οτι καθώς η γνώση-μας για το φυσικό κόσμο ολοένα αυξάνει, η επιστήμη “εισβάλλει” στο χώρο της φιλοσοφίας, και ακόμα και της θρησκείας, και είναι όλο και περισσότερο σε θέση ν’ αντιμετωπίσει και ν’ απαντήσει μ’ επιτυχία ερωτήματα που παραδοσιακά θεωρούνταν αυστηρά φιλοσοφικά ή θρησκευτικά. Δεύτερο, αντίθετα με την κοινή άποψη, η επιστήμη δεν απαντά ποτέ με απόλυτη βεβαιότητα. Ακόμη και για θέματα που μοιάζουν αυστηρά επιστημονικά, όπως π.χ. για το νόμο της βαρύτητας, η επιστήμη δεν είναι ακριβώς 100% βέβαιη. Μπορεί η βεβαιότητά της να πλησιάζει το 100% (να είναι ας πούμε 99.9999995%, ή κάτι τέτοιο — αν και κανείς δεν ξέρει πώς να υπολογίσει τέτοια “ποσοστά βεβαιότητας”), αλλά πάντως 100% ακριβώς δεν είναι ποτέ. Άπόλυτη βεβαιότητα υπάρχει μόνο στο χώρο της θρησκείας (και ίσως και των μαθηματικών, που είναι όμως εργαλείο της επιστήμης, όχι κατ’ εξοχήν επιστήμη). Παραδείγματος χάρη: «υπάρχει Θεός;» «Ναι», απαντά ο θεολόγος, με απόλυτη βεβαιότητα. Ρωτήστε όμως έναν επιστήμονα το εξής: «ποια είναι η μέγιστη ταχύτητα στη φύση;» και θα σας απαντήσει έτσι περίπου: «Απ’ όσο γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, είναι η ταχύτητα του φωτός, γιατί αν δεν είναι έτσι πρέπει να επαναδιατυπώσουμε ένα μεγάλο μέρος της φυσικής του 20ού αιώνα.» Προσέξτε όμως οτι απ’ την απάντηση αυτή έπεται οτι μπορεί και να μην είναι έτσι· απλώς σ’ αυτήν την περίπτωση μας περιμένει πολλή δουλειά (επαναδιατύπωση, ή μάλλον “διόρθωση” της φυσικής του 20ού αιώνα, ώστε η νέα φυσική να μη συγκρούεται με τις παλιές παρατηρήσεις, και να εξηγεί και όλες τις καινούργιες). Επειδή λοιπόν ο μέσος άνθρωπος έχει συνηθίσει στην απόλυτη βεβαιότητα της θρησκείας, περιμένει αντίστοιχα απόλυτη βεβαιότητα κι απ’ την επιστήμη, η οποία όμως πάντα απαντάει “κρατώντας μία πισινή”. Αυτό φυσικά ισχύει και για όσα θα διαβάσετε παρακάτω. Δοσμένων λοιπόν των παραπάνω, σας εφιστώ την προσοχή στο γεγονός οτι αυτό που πρόκειται να διαβάσετε δεν είναι μια παγιωμένη επιστημονική άποψη που την ασπάζονται όλοι οι επιστήμονες, όπως είναι ας πούμε η άποψη οτι η Γη γυρίζει γύρω απ’ τον άξονά της. Είναι όμως η άποψη στην οποία δείχνει να συγκλίνει η επιστήμη· και όσο περνάνε τα χρόνια (οι δεκαετίες) τόσο πιο πολύ μοιάζει να ισχυροποιείται η άποψη που θα περιγράψω. Μπορεί να είναι λάθος; Φυσικά και μπορεί! Όμως ο επιστήμονας πρέπει να κάνει πάντα ότι είναι δυνατό για να συμπεραίνει αμερόληπτα, βάσει μόνο των δεδομένων από τις παρατηρήσεις που γνωρίζει, αυτό που φαίνεται να είναι το καταλληλότερο συμπέρασμα, αυτό δηλαδή που δεν αντιτίθεται στις παρατηρήσεις (ή που, στη χειρότερη περίπτωση, δημιουργεί τις λιγότερες αντιθέσεις). Και αν έρθουν νεότερες παρατηρήσεις που καταρρίπτουν το τρέχον συμπέρασμα, ο επιστήμονας πρέπει να είναι πάντα έτοιμος να απορρίψει την προηγούμενη λαθεμένη παραδοχή (παρόλο που αυτό είναι το ιδεατό· στην πράξη λίγοι επιστήμονες είναι τόσο πολύ ορθολογιστές και τόσο λίγο εγωιστές ώστε να παραδεχτούν το λάθος-τους και να εγκαταλείψουν τις αρχικές παραδοχές-τους· η αλλαγή στην επιστήμη έρχεται συνήθως μέσω νέων επιστημόνων που δεν έχουν τις παγιωμένες απόψεις των παλιών). Υπάρχει κ’ ένα τελευταίο θέμα πριν κλείσω αυτή την εισαγωγή, αλλά πολύ σημαντικό:
Ε βέβαια! Γιατί δηλαδή πρέπει σώνει και καλά να έχει πάντα ευχάριστα νέα η επιστήμη να μας ανακοινώσει; Ο φυσικός κόσμος, που είναι το αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας, υπάρχει ανεξάρτητα από μας, δεν υπάρχει για τη δική-μας ψυχολογική ικανοποίηση· τουλάχιστον αυτό είναι μια βασική παραδοχή όσων μελετούν το φυσικό κόσμο. Μπορεί, ιδίως αν είστε θρησκευόμενοι, να πιστεύετε οτι ο Θεός έφτιαξε το φυσικό κόσμο έτσι ώστε εμείς, η υποτιθέμενη “κορωνίδα της Δημιουργίας”, να είμαστε ευτυχείς ζώντας μέσα σ’ αυτόν. Όσο όμως ψάχνουμε και ανακαλύπτουμε, και καταλαβαίνουμε βαθύτερα τη φύση, τόσο αντιλαμβανόμαστε οτι της φύσης “δεν της καίγεται καρφάκι” για το αν εμείς παραμένουμε ευτυχείς μ’ αυτά που μαθαίνουμε για κείνη. Να δώσω παραδείγματα: Κάποτε οι άνθρωποι πίστευαν οτι ο Θεός τους τοποθέτησε στο κέντρο της Δημιουργίας, λόγω της υποτιθέμενης σπουδαιότητας των ανθρώπων για το Θεό. Αργότερα μάθαμε οτι ούτε η Γη είναι στο κέντρο του Σύμπαντος, ούτε καν έχει κέντρο ο τριδιάστατος χώρος στο Σύμπαν. Κάποτε, κάποια φυλή ανθρώπων πίστεψε πως το ουράνιο τόξο ήταν θεόσταλτο σημάδι γαλήνευσης της φύσης, που σήμαινε “τέρμα πια η βροχή κ’ η καταιγίδα”. Αργότερα μάθαμε οτι το ουράνιο τόξο είναι απλώς το είδωλο του ήλιου, αποτέλεσμα της διάθλασης του ηλιακού φωτός καθώς αυτό περνάει μέσα από μια ατμόσφαιρα γεμάτη αιωρούμενα σταγονίδια, κι οτι καμιά σχέση δεν έχει με θεϊκές υποσχέσεις και χαρμόσυνα μαντάτα. Κάποτε νομίζαμε οτι ο Θεός έκανε ιδιαίτερη δουλειά για να μας φτιάξει, “έβαλε όλη την τέχνη-του” ας το πούμε, προκειμένου να δημιουργήσει τον άνθρωπο. Αργότερα μάθαμε οτι οι άνθρωποι είμαστε προϊόντα της ίδιας βιολογικής εξέλιξης που δημιούργησε όχι μόνο τους πιθήκους σαν εμάς, αλλά και τους βατράχους, και τα έντομα, και τα δέντρα, και τα βρύα, και τις μούχλες, και τα βακτήρια. Τίποτε το ιδιαίτερο δεν θα χρειαζόταν να κάνει ο Θεός για να “φυτρώσει” (να εξελιχθεί) η αφεντιά-μας. Επίσης μάθαμε οτι έχουμε ένα σωρό ατέλειες, φυσικές ατέλειες από την κατασκευή-μας, καθώς είμαστε προϊόντα εξέλιξης, η οποία δεν γνωρίζει από “στόχους” για τελειότητα στο τελικό προϊόν, είτε αυτό λέγεται άνθρωπος, είτε βάτραχος, είτε οτιδήποτε. Κάποτε — κι όχι μόνο κάποτε, αλλά ως τις μέρες-μας ακόμα — ήταν κοινή παραδοχή οτι ο άθρωπος έχει “ψυχή”, αδιαίρετη και άφθαρτη, που του δίνεται κατά τη σύλληψή του και τον ακολουθεί στο ίδιο σώμα εφ’ όρου ζωής. Με το θάνατο, το σώμα μεν μπορεί ν’ αποσυντίθεται, αλλά η ψυχή παραμένει στον αιώνα τον άπαντα. Χμμ... Αυτή την τελευταία παραδοχή περί ψυχής έρχεται ν’ αμφισβητήσει η άποψη αρκετών επιστημόνων του καιρού-μας. Θέλω να σας πω οτι δεν αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής που πρόκειται να υποστηρίξω την άποψη οτι αν υπάρχει κάτι που θέλουμε να το λέμε “ψυχή”, αυτό έχει πολύ διαφορετικές ιδιότητες από αυτές που παραδοσιακά του αποδίδονται. Δεν είμαι καν πεπεισμένος οτι ήταν καλή ιδέα να γράψω το παρόν. Με ποιο δικαίωμα άλλωστε πηγαίνω να ταράξω την ηρεμία που προκαλεί σε πολλούς η ιδέα οτι η ψυχή είναι έτσι όπως τη φαντάζονται; Από την άλλη, σκέφτομαι δύο πράγματα: πρώτο, αυτοί που θα συνεχίσουν να διαβάζουν το παρόν μέχρι τέλους θα είναι μάλλον μεταξύ όσων νοιάζονται να μάθουν, που δεν τους ικανοποιεί η ηρεμία των τελμάτων. Και δεύτερο, αυτά που θα γράψω έχουν αρχίσει να γίνονται γνωστά σε βιβλία που είναι γραμμένα στα αγγλικά, ενώ στη γλώσσα-μας δεν έχω δει ακόμη τίποτε αντίστοιχο. Πολλοί συμπατριώτες-μου, θαυμάσιοι και ικανότατοι διανοητές, δυστυχώς δεν μπορούν να παρακολουθήσουν ένα επιστημονικό (έστω εκλαϊκευτικό) κείμενο στα αγγλικά. Γιατί λοιπόν να μην έχουν τη δυνατότητα να μάθουν τί ιδέες κυκλοφορούν στην ξένη βιβλιογραφία, όπως αυτή που αναφέρω παρακάτω; Έτσι σκέφτηκα, κι αποφάσισα τη συγγραφή του παρόντος.
Δεν είναι όμως μόνο ο Hofstadter· υπάρχουν κι άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς που έχουν εκφράσει παρόμοιες απόψεις, όπως π.χ. ο Daniel C. Dennett (Ντάνιελ Ντένετ), ένας απ’ τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους της εποχής-μας στον τομέα της φιλοσοφίας του πνεύματος, στενός φίλος του Hofstadter, που είχα επίσης την τιμή να γνωρίσω από κοντά. Ο Dennett έχει εκφράσει τις απόψεις-του επί του “τί είναι η ψυχή του ανθρώπου” σε πολλά βιβλία-του, με πιο σχετικό το “Consciousness Explained” (“Η εξήγηση της συνείδησης”). Στη βιβλιογραφία, στο τέλος του παρόντος, αναφέρω και άλλα σχετικά βιβλία. Αυτό που θα διαβάσετε στο παρόν κείμενο δεν είναι μετάφραση κανενός βιβλίου. Είναι ο δικός-μου τρόπος με τον οποίο συνθέτω και εκφράζω ιδέες που — πιστεύω — βρίσκονται σε συμφωνία με τη βιβλιογραφία την οποία έχω υπόψη-μου. Ας μπούμε όμως τώρα “στο ψητό”. |
Μερικές έννοιες φαίνονται αυταπόδεικτες.
Παραδείγματος χάρη, κάθε κύκλος έχει ένα κέντρο· κάθε κράτος μια
πρωτεύουσα· και κάθε άνθρωπος μια ψυχή. Έτσι δεν είναι; Αυτή η τελευταία “αυταπόδεικτη αλήθεια”, οτι δηλαδή ο κάθε άνθρωπος έχει μια ψυχή, αποτέλεσε το κεντρικό δόγμα όχι μόνο της Χριστιανικής θρησκείας, αλλά και πολλών άλλων θρησκειών: του Σιντοϊσμού, της Αρχαίας Αιγυπτιακής, όπως και κάθε θρησκείας ή συστήματος ιδεών που ενστερνίζεται τη μετεμψύχωση (Ινδουϊσμός, Βουδδισμός, Ταοϊσμός, κ.ά). Ακόμα κ’ οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν οτι μετά το θάνατο οι ψυχές κατεβαίνουν στο βασίλειο του Άδη (μετέπειτα γνωστού ως Πλούτωνα), όπου και περιφέρονται σε μια κατάσταση όχι και τόσο παρήγορη για τους ζωντανούς: σαφώς μεν καλύτερη από εκείνη της Κόλασης, αλλά σίγουρα χειρότερη από εκείνη του Παραδείσου.(*) Ακόμα και άτομα που δεν πιστεύουν σε καμιά θρησκεία είναι δύσκολο να φανταστούν την ανθρώπινη φύση χωρίς αυτή την ιδιαίτερη “πεμπτουσία-της”, την αδιαίρετη, άφθαρτη, αιώνια ψυχή, που συσχετίζεται με ένα φθαρτό σώμα όσο το τελευταίο είναι εν ζωή, αλλά “ελευθερώνεται” με το θάνατο και πάει — ποιος (άθεος) ξέρει πού. Και όμως, αυτή η αυταπόδεικτη, η προφανής αλήθεια, που γνωρίζουμε οτι είναι αλήθεια γιατί την αισθανόμαστε από πρώτο χέρι, μπορεί να είναι μια αυταπάτη. Ο Hofstadter στο “Είμαι ένας παράξενος βρόχος” θέτει αρκετά ερωτήματα σε όποιον πιστεύει οτι με την έννοια της “ψυχής” απαντά πειστικά στο ποια είναι η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Μαζί μ’ εκείνον, έχω κ’ εγώ μπόλικα ερωτήματα να προσθέσω. Σημειώστε παρακαλώ οτι τα ερωτήματα δεν τα βάζω για “να κάνω τον έξυπνο”, αλλά για να δείξω οτι δεν είναι και τόσο απλό πράγμα το να υποθέσουμε οτι κάθε άνθρωπος έχει μια ψυχή. Κοιτάξτε τα ερωτήματα αυτά, τα οποία σας προτρέπω να προσπαθήσετε να τα απαντήσετε με τρόπο που να ικανοποιεί πρώτα και κύρια εσάς τους ίδιους:
Δεν θα σας κουράσω άλλο, απλώς θέλω να τονίσω οτι η εισαγωγή της έννοιας της “ψυχής” γεννά στο νου που αναρωτιέται γι’ αυτήν αμέτρητα αναπάντητα ερωτήματα, απ’ τα οποία τα παραπάνω είναι μόνο ένα απάνθισμα. Μήπως τα ερωτήματα αυτά σας φαίνονται ανάξια λόγου; Μα όλα; Μπορείτε δηλαδή να τ’ απαντήσετε όλα και να μείνετε ικανοποιημένοι με τις απαντήσεις-σας; Αν ναι, τότε σας αξίζουν συγχαρητήρια, και πραγματικά δεν χρειάζεται να διαβάσετε παρακάτω γιατί έχετε τις τέλειες απαντήσεις μέσα στο κεφάλι-σας. (Θα μπορούσα φυσικά να σας ρωτήσω πώς είστε βέβαιοι για τις απαντήσεις-σας, αλλά δεν θα το κάνω γιατί αυτό είναι ένα ερώτημα που εσείς θα έπρεπε να θέσετε στον εαυτό-σας.) Για όσους όμως κάποια, λίγα έστω από τα παραπάνω ερωτήματα δεν φαίνονται να έχουν ικανοποιητική απάντηση, θα τους συνιστούσα να συνεχίσουν την ανάγνωση γιατί πρόκειται να εκθέσω μια άποψη που απορρίπτει την εκ των προτέρων ύπαρξη της ψυχής σαν μια αυτόνομη οντότητα. Η άποψή μου λέει οτι αυτό που ονομάζουμε “ψυχή”, ναι μεν είναι κάτι το υπαρκτό (είναι περίπου αυτό που αισθανόμαστε οτι είμαστε), όμως δεν εμφανίζεται δια μιας σε πλήρη ανάπτυξη κάποια μαγική στιγμή, αλλ’ αναπτύσσεται σιγά-σιγά στη διάρκεια των χρόνων· εμφανίζεται δε μέσω της ύλης, και μόνο μέσω αυτής, χωρίς όμως η ίδια η ψυχή να είναι υλική με τη στενή έννοια, ν’ αποτελείται από άτομα ή άλλα σωματίδια δηλαδή· επιπλέον, σχεδόν εξαφανίζεται με το θάνατο του ατόμου, όχι εντελώς όμως: κάποια μικρά τμήματά της παραμένουν σε υποτυπώδη μορφή στις μνήμες άλλων ανθρώπων, ώσπου να πεθάνουν κι αυτοί, και κάποτε πια να μη μείνει τίποτε από την “ψυχή” εκείνη. Προκειμένου να κεντρίσω το ενδιαφέρον-σας, θα παρουσιάσω εδώ μια αναλογία. Προσοχή όμως: η αναλογία αυτή, παρόλο που θα σας δώσει την “κεντρική ιδέα” για το πώς βλέπω τη σχέση ψυχής–σώματος, είναι πολύ απλοϊκή. Μη νομίσετε οτι αυτά που έχω να πω στο παρόν κείμενο είναι απλώς “γαρνιτούρα” σ’ αυτή την κεντρική ιδέα. Δεν είναι έτσι. Δείτε όμως πρώτα την αναλογία: Ας υποθέσουμε οτι βλέπουμε μπροστά-μας δύο ρόδες ενωμένες με έναν άξονα, όπως στην παρακάτω εικόνα:
Θα μπορούσε αυτό να είναι μέρος από ένα παιδικό παιχνίδι, αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει οτι το συγκεκριμένο αντικείμενο έχει μια ιδιότητα: μπορεί να κυλάει σε οποιαδήποτε λεία επιφάνεια. Ας την πούμε αυτήν “ικανότητα για κύληση”, ή απλώς “κύληση” για συντομία. Αυτή η “κύληση” δεν είναι φυσικό κομμάτι του συστήματος “ρόδες + άξονας”. Δεν μπορείτε να την πιάσετε την κύληση, ούτε να τη δείτε, ούτε να τη μυρίσετε.(*) Ως ιδιότητα, είναι άυλη. Και είναι κάτι που προκύπτει από τον τρόπο που οι ρόδες είναι τοποθετημένες (παράλληλα η μια με την άλλη) και που είναι ενωμένες (μέσω του άξονα)· όπως βέβαια κι από το γεγονός οτι οι ρόδες είναι κυκλικές, δεν είναι τετράγωνες ή τρίγωνες, ο άξονας ολόισιος, κλπ. Από όλα αυτά προκύπτει η ιδιότητα της κύλησης του συστήματος ως μια άυλη οντότητα. (Στην επόμενη ενότητα, αυτές τις ιδιότητες που προκύπτουν από άλλες θα τις ονομάσουμε “αναφυόμενες ιδιότητες”· αλλά ας μη προτρέχω.) Ας κάνουμε τώρα κάτι για να χαλάσουμε λίγο το σύστημα. Π.χ. μπορούμε να στραβώσουμε τον άξονα, να μην είναι ίσιος πια. Ή μπορούμε να βγάλουμε τη μια ρόδα από τον άξονα, όπως στην επόμενη εικόνα:
Τί έγινε τώρα η ιδιότητα της κύλησης; Έφυγε από το σύστημα; Πήγε κάπου; Μήπως “πέταξε”, μήπως “ανέβηκε ψηλά στον ουρανό”; Μήπως τώρα κάνει παρέα με άλλες ιδιότητες “εκεί ψηλά”, που ανήκαν σε άλλα συστήματα και χάλασαν νωρίτερα; Και τώρα συντροφεύονται από “αγγελικές ιδιότητες” σε ένα κόσμο παραδεισένιο, έχοντας αποφύγει έναν άλλο κόσμο, κολασμένο; Δεν προσπαθώ να ακούγομαι ως είρων. Δυστυχώς σε ένα κείμενο δεν ακούγεται η χροιά της φωνής του συγγραφέα. Αν μπορούσατε να ακούσετε τη φωνή-μου θα διαπιστώνατε οτι είναι ειλικρινής και κάθε άλλο παρά ειρωνική. Αλλά οι προηγούμενες ερωτήσεις ακούγονται ειρωνικές γιατί βλέποντας εσείς το σύστημα με τις δύο ρόδες γνωρίζετε πολύ καλά οτι είναι γελοίο να μιλάμε για κάποια ιδιότητα κύλησης που “πέταξε στον ουρανό” επειδή χάλασε (“πέθανε”;) το σύστημα. Και σας φαίνεται γελοίο επειδή έχετε πλήρη γνώση του συστήματος “ρόδες + άξονας” (συν κάτι ροδέλες που συγκρατούν τις ρόδες και που φαίνονται καλύτερα στη δεύτερη εικόνα). Αυτό, η πλήρης γνώση του συστήματος “νους” είναι που λείπει από το γνωστικό-μας υπόβαθρο. Γιαυτό νομίζουμε οτι η ιδιότητα “ψυχή” του νου, που προκύπτει (είναι “αναφυόμενη”) από μυριάδες άλλα συστήματα και υποσυστήματα που αποτελούν ένα νου, “πάει κάπου” όταν ο νους “χαλάει”, καθώς κάποια από τα υποσυστήματα του εγκεφάλου που υποστηρίζουν τον νου χαλάνε στην κυριολεξία, όπως χάλασε το σύστημα “ρόδες + άξονας” στη δεύτερη εικόνα. Αλλά και ο ίδιος ο νους είναι μια ιδιότητα: ιδιότητα ενός φυσικού (υλικού) συστήματος: του εγκεφάλου. Η “ψυχή” είναι αναφυόμενη ιδιότητα της ήδη αναφυόμενης ιδιότητας που ονομάζουμε νου, ενός νου που προκύπτει από το πολύπλοκο υλικό σύστημα που ονομάζουμε εγκέφαλο. Αυτά θα προσπαθήσω να εξηγήσω σε ότι ακολουθεί. Θα καταλάβατε όμως, διαβάζοντας τα παραπάνω, οτι όταν μιλάμε για εγκεφάλους, νους, και ψυχές, δεν έχουμε να κάνουμε με απλοϊκά συστήματα όπως “ρόδες + άξονας”, που μπορούν να εξηγηθούν πλήρως με μια ή δυο εικόνες. Ζητώ λοιπόν την υπομονή-σας. Αν δεν έχετε υπομονή, λυπάμαι. Δεν υπάρχει άλλη, συντομότερη, «βασιλική οδός προς τη γεωμετρία». Μπορεί να μη σας ευχαριστήσει αυτό που θα διαβάσετε. Σας προειδοποίησα στην εισαγωγή όμως. Επίσης μπορεί να σας ενοχλεί το οτι χρησιμοποιώ τη λέξη “ψυχή” για κάτι που είναι αρκετά διαφορετικό απ’ αυτό που έχετε συνηθίσει να εννοείτε με τη λέξη αυτή. Σας ζητώ συγγνώμη. Σας θυμίζω όμως οτι πολλές φορές οι λέξεις έχουν διπλά και τριπλά νοήματα. Π.χ. στην καθομιλουμένη λέμε “ενέργεια” και εννοούμε ένα πράμα, αλλά αν ρωτήσετε έναν φυσικό θα διαπιστώσετε οτι εκείνος με την ίδια λέξη εννοεί κάτι διαφορετικό· ή, πάρτε τη λέξη “νόηση”: εσείς μπορεί να εννοείτε κάτι μ’ αυτή τη λέξη, εγώ όμως σαν νοολόγος(*) μπορεί να εννοώ κάτι το πιο εξειδικευμένο. Το ίδιο πιστεύω μπορεί να γίνει και με την έννοια “ψυχή”. |
Και πάλι θα σας ζητήσω να οπλιστείτε
με υπομονή, γιατί δεν μπορώ να δώσω μια απλοϊκή εξήγηση
για το πώς η ύλη “προκαλεί” τη δημιουργία της ψυχής — ή τέλος-πάντων
αυτού που θα διαπιστώσετε οτι ονομάζω “ψυχή”. Αν ήταν τόσο απλό όπως στο
παράδειγμα “ρόδες + άξονας” της
προηγούμενης ενότητας, δεν θα είχε
κανείς αμφιβολία για το τί είναι η ψυχή, και το παρόν κείμενο δεν θα
είχε λόγο ύπαρξης. Θα ξεκινήσω περιγράφοντας το πώς η νεκρή ύλη “ζωντανεύει”· και θα συνεχίσω με το πώς η ζωντανή ύλη αρχίζει να “σκέφτεται”· τέλος, θα καταλήξω με το πιο σημαντικό και μυστηριώδες τμήμα αυτού του ταξιδιού: το πώς η σκεπτόμενη ύλη αρχίζει να πλάθει το “εγώ”, ερχόμενη στην αυτογνωσία. Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε το ταξίδι, παίρνοντας τα πράγματα με μια σειρά. |
Ρίξτε παρακαλώ μια ματιά στην
παρακάτω “επιγραφή”:
Θα μπορούσε να είναι μια από τις χιλιάδες φωτεινές επιγραφές καταστημάτων που βλέπουμε στις πόλεις τη νύχτα, έτσι δεν είναι; Θα σας παρακαλούσα ν’ αφήσετε τα περί σουβλακίων και Χοντρών κατά μέρος (κι αν τυχόν είναι ώρα βραδινού φαγητού τώρα που το διαβάζετε αυτό, συγχωρέστε-με για την αναφορά σε διαιτολογικές παγίδες) και να προσέξετε το φωτεινό πλαίσιο με τα λαμπιόνια. Θυμάμαι πως όταν ήμουν πιτσιρίκος κοιτούσα με περιέργεια τέτοια πλαίσια επιγραφών. (Τώρα σχεδόν έχουν εξαφανιστεί, τότε όμως ήσαν πολύ της μόδας.) Έβλεπα τα φωτεινά σήματα να πηγαίνουν γύρω-γύρω, και τα κοιτούσα επίμονα καθώς συμπλήρωναν τους κύκλους-τους. Γιατί, δεν είμαι βέβαιος. Ίσως να μου απορροφούσε την παιδική-μου σκέψη η ίδια ιδέα που πρόκειται να σας ζητήσω να σκεφτούμε μαζί τώρα:
Μη βιαστείτε ν’ απορρίψετε τη σκέψη αυτή σαν επιφανειακή. Ούτε να νομίσετε οτι επειδή ο τίτλος αυτής της υποενότητας είναι “Η ύλη ζωντανεύει”, πως πρόκειται να ισχυριστώ οτι έτσι ζωντανεύει η ύλη! Όχι βέβαια — αυτός θα ήταν πολύ απλοϊκός ισχυρισμός. Λοιπόν, “στην πραγματικότητα” υπάρχει ένας αριθμός από λαμπιόνια, το καθένα βιδωμένο στέρεα σε μια συγκεκριμένη θέση πάνω στην επιγραφή. Τα λαμπιόνια είναι ηλεκτρικά συνδεμένα και ανάβουν διαδοχικά με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργείται σ’ εμάς η ψευδαίσθηση οτι υπάρχουν φωτεινά αντικείμενα που κινούνται γύρω-γύρω στο πλαίσιο. Μπα; Και γιατί δηλαδή να δώσουμε τόση σημασία στο τί γίνεται σε επίπεδο λαμπιονιών; Στο κάτω-κάτω, μπορεί η επιγραφή του Τζίμη του Χοντρού να είναι τεράστια, και να τη βλέπουμε από πολύ μακρινή απόσταση μέσα στη νύχτα, οπότε να μη μπορούμε να δούμε τα λαμπιόνια που την αποτελούν. (Εντάξει, αν το σουβλατζίδικο του Τζίμη δεν είναι συμβατό με την ιδέα της γιγαντιαίας φωτεινής επιγραφής, μπορεί να είναι το εμπορικό κέντρο της πόλης.) Έτσι λοιπόν όπως βλέπουμε την επιγραφή από μακριά, μπορούμε να την περιγράψουμε όχι σε επίπεδο λαμπιονιών (τα οποία δεν τα βλέπουμε και ούτε είμαστε σίγουροι οτι υπάρχουν), αλλά σε επίπεδο φωτεινών σημάτων:
Ορίστε. Πήραμε μια καθ’ όλα αξιοπρεπή περιγραφή σε επίπεδο φωτεινών σημάτων. Γιατί δηλαδή το επίπεδο των λαμπιονιών να είναι “η πραγματικότητα”, ιδίως αν δεν μπορούμε να τα διακρίνουμε; Εμένα μια χαρά πραγματικότητα μου φαίνεται και το επίπεδο των φωτεινών σημάτων. Ωραία. Και τί σχέση έχουν όλ’ αυτά με τη ζωή, την ύλη, την ψυχή, και όλα όσα μας απασχολούν σ’ αυτό το κείμενο; Έχουν οτι μας δίνουν τροφή για σκέψη: αυτό που παρατηρούμε μπορεί να περιγράφεται από περισσότερα από ένα επίπεδα. Μπορεί επομένως αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως οντότητα (π.χ.: φωτεινό σήμα) που έχει κάποιες ιδιότητες (“τρέχει με σταθερή ταχύτητα πάνω σ’ ένα ορθογώνιο”) να είναι το αποτέλεσμα άλλων οντοτήτων (π.χ.: λαμπιονιών) που ανήκουν σ’ ένα “χαμηλότερο επίπεδο”. Αυτές τις οντότητες και ιδιότητες του “υψηλότερου επιπέδου”, που δεν μπορούμε να τις παρατηρήσουμε στο χαμηλότερο επίπεδο, τις λέμε αναφυόμενες.(*) Π.χ., τα λαμπιόνια δεν κινούνται, για ποια ταχύτητα λαμπιονιών να μιλήσουμε; Άρα όχι μόνο το φωτεινό σήμα αλλά και η ταχύτητα περιφοράς-του, και η φορά-του (κατά τους δείκτες του ρολογιού), κλπ., είναι όλα αναφυόμενα αντικείμενα και αναφυόμενες ιδιότητες, δηλαδή ιδιότητες που δεν έχουν νόημα στο χαμηλότερο επίπεδο των λαμπιονιών. Παρόμοια, η ύλη είναι οργανωμένη σε πάμπολλα επίπεδα! Είναι γεμάτη συστήματα που περιγράφονται ταυτόχρονα σε χαμηλότερα και υψηλότερα επίπεδα, και τα τελευταία έχουν αναφυόμενα αντικείμενα και αναφυομενες ιδιότητες. Εκεί βρίσκεται το κλειδί της κατανόησης του τρόπου με τον οποίο οργανώνεται η ύλη. Η ζωή, είναι κι αυτή μια αναφυόμενη ιδιότητα της ύλης — πολύ πιο πολύπλοκη όμως από τα λαμπιόνια του Τζίμη. Αλλά και μεταξύ των ζωντανών συστημάτων, αναφυόμενη ιδιότητα είναι η σκέψη. Και μεταξύ των σκεπτόμενων συστημάτων, μια επιπλέον αναφυόμενη ιδιότητα είναι η αυτογνωσία, η ενσυνείδητη γνώση του “εγώ”, που έχει άμεση σχέση με την “ψυχή”. Αυτά θα υποστηρίξω σε όσα ακολουθούν. Πάμε όμως πρώτα να δούμε μερικά παραδείγματα “πολύπλοκων συστημάτων”, όπως λέγονται, με τις αναφυόμενες ιδιότητές τους. 2.1.2 Πολύπλοκα συστήματαΣκεφτείτε πρώτα την ανθρώπινη κοινωνία, και τη σχέση-της με τα μέλη-της που την αποτελούν, τους ανθρώπους:
Τώρα θα “κατέβουμε ένα επίπεδο”, για να σκεφτούμε για το ανθρώπινο σώμα (ή για το σώμα οποιουδήποτε σπονδυλωτού, δεν είναι ανάγκη να είναι ανθρώπινο — απλώς είμαστε πολύ πιο εξοικειωμένοι με το δικό-μας σώμα):
Κατεβαίνουμε τώρα ένα σκαλί παρακάτω, και εξετάζουμε ένα από τα όργανα του σώματος, π.χ. την καρδιά.
Κατεβαίνοντας ένα επίπεδο παρακάτω, βλέπουμε οτι και κάθε κύτταρο είναι ένα πολύπλοκο σύστημα, αποτελούμενο από οργανίδια, ακριβώς όπως και το σώμα ενός ζώου (ή φυτού) που αποτελείται από όργανα:
Πάμε ακόμα πιο κάτω;
Τελικά φτάνουμε έτσι σε τόσο “χαμηλά” επίπεδα οργάνωσης της ύλης που πλέον δεν μπορούμε να δούμε τα δομικά υλικά, γιατί η όρασή μας δουλεύει με φωτόνια, που είναι πολύ “χονδροειδή” σαν εργαλεία για να δούμε αντικείμενα τόσο μικροσκοπικά όπως τα μόρια. Έτσι είμαστε αναγκασμένοι να παριστάνουμε τα μόρια και τα άτομα με σφαιρίδια που μοιάζουν με μπάλες του μπιλιάρδου, και που ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Ας με συγχωρήσει λοιπόν ο αναγνώστης για τα τελείως σχηματικά μοντέλα που παρουσιάζω παρακάτω.
Εδώ τελείωνε το “ταξίδι προς τα κάτω” μέχρι πριν μερικές δεκαετίες. Από τη δεκαετία του 1960 όμως και εντεύθεν, έχει βρεθεί ένα επιπλέον επίπεδο οργάνωσης της ύλης: αυτό που περιγράφει τη δομή των πρωτονίων και νετρονίων.
Βέβαια είναι γνωστές οι ιδιότητες των κουόρκ, των γλοιονίων, και άλλων σωματιδίων, και οι θεωρητικοί φυσικοί προχωρούν σε περαιτέρω θεωρίες για το τί είναι “πραγματικά” τα σωματίδια αυτά (π.χ. τη θεωρία πεδίων, ή τη θεωρία υπερχορδών). Αλλά για τους στόχους του παρόντος κειμένου, μπορούμε να πούμε οτι κάπου εκεί σταματάει η μέχρι στιγμής γνώση-μας για τα δομικά υλικά απ’ τα οποία χτίζεται η ύλη. Το παραπάνω “ταξίδι από πάνω προς τα κάτω”, δηλαδή από τις κοινωνίες των ανθρώπων ως τα κουορκ και τα γλοιόνια, μπορεί να φανεί σε μερικούς αναγνώστες επιφανειακό, και στερούμενο ουσίας. Τί σχέση έχουν τώρα — μπορεί να σκέφτεστε — έννοιες όπως η δημοκρατία σε μια κοινωνία, ή ο έρωτας μεταξύ δύο νέων, με τα πρωτόνια και τα γλοιόνια;! «Σε λίγο θα μας πει ο συγγραφέας», μπορεί να σκεφτεί ο αναγνώστης «οτι η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων είναι θέμα... κουορκ! Μήπως θα ισχυριστεί σε λίγο το ίδιο και για την ψυχή;;» Αν όντως σας εκφράζει η προηγούμενη σκέψη, αυτό που μπορώ να πω είναι οτι τα θέματα που μας απασχολούν δεν είναι δυνατό να προσεγγιστούν μέσω του συναισθήματος, δηλαδή μέσω του τί θα θέλαμε να ισχύει. Πρέπει να εξετάσουμε το τί πραγματικά ισχύει, δηλαδή να κοιτάξουμε τα δεδομένα. Όπως έγραψα και στην εισαγωγή, της φύσης δεν της καίγεται καρφάκι αν εμείς χτυπιόμαστε και σκοτωνόμαστε επειδή κάποια ιδέα δεν “μιλά κατευθείαν στην καρδιά-μας”, αν δεν συμβαδίζει με τις ενδόμυχες επιθυμίες-μας για το πώς θα θέλαμε να είναι η φύση. Και στο κάτω-κάτω, αν νομίζετε οτι η φύση δεν μπορεί να περιλάβει έννοιες που μοιάζουν άυλες, όπως η ψυχή, αν δηλαδή νομίζετε οτι καθετί το φυσικό πρέπει υποχρεωτικά να είναι και “απτό”, ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα: Δείτε πάλι την επιγραφή του Τζίμη του Χοντρού, και προσπαθήστε να πείσετε τον εαυτό-σας οτι τα τέσσερα φωτεινά σήματα που γυρίζουν γύρω-γύρω είναι εντελώς υλικά. Ορίστε πάλι η ταμπέλα του φίλου-μας, για να μη χρειαστείτε να πάτε πίσω στο κείμενο:
Υπάρχουν φωτεινά σήματα που γυρίζουν γύρω-γύρω; — Ναι. Η τελευταία αυτή ερώτηση τέθηκε για να σας κάνει ν’ αναρωτηθείτε μήπως τυχόν υπάρχουν οντότητες σ’ αυτόν τον κόσμο που, ναι μεν προέρχονται από την ύλη (από τα λαμπιόνια του Τζίμη στο παράδειγμα), αλλά δεν είναι καθαυτό υλικές, με τη στενή έννοια· γιατί κάτι που δεν μπορείτε να το πυροβολήσετε δεν μοιάζει να είναι τυπικό παράδειγμα υλικού σώματος. (Φυσικά θα καταστρέψετε ένα λαμπιόνι μ’ έναν πυροβολισμό, όχι όμως και το φωτεινό σήμα, αν τα λαμπιόνια έχουν την “παράλληλη” ηλεκτρική συνδεσμολογία.) Αν
συμφωνείτε με τα παραπάνω, τότε θα πρέπει να συμπεράνετε οτι η φύση
είναι δυνατό να δημιουργήσει οντότητες που μοιάζουν να είναι άυλες,
και όμως προέρχονται εξ ολοκλήρου από άλλες, υλικές. Ο λόγος που
συμφωνείτε οτι αυτό είναι δυνατό να γίνει στο παράδειγμα του Τζίμη είναι
οτι έχετε πλήρη εικόνα, πλήρη γνώση του τί συμβαίνει στην
επιγραφή: λαμπιόνια που αναβοσβήνουν με κατάλληλη σειρά, ορίστε η
πλήρης-σας εικόνα. Ε λοιπόν, κατά τη γνώμη-μου, ο μόνος λόγος που μπορεί να
σας κάνει να διαφωνείτε οτι η “ψυχή” προέρχεται από την ύλη μάλλον είναι οτι δεν έχετε
πλήρη εικόνα του πώς οργανώνεται η ύλη, και πώς η οργάνωσή της
παράγει τις αναφυόμενες ιδιότητες, μία των οποίων είναι αυτό που
αντιλαμβανόμαστε σαν “ψυχή”. Βέβαια, κανείς άνθρωπος σήμερα, πιστεύω,
δεν έχει εντελώς πλήρη εικόνα — ούτε ο συγγραφέας. Με τα όσα θα
διαβάσετε όμως ελπίζω οτι η εικόνα-σας θα γίνει πιο πλήρης, και θα
έρθετε ένα βήμα πιο κοντά στην παραδοχή οτι ίσως η “ψυχή” να είναι μια
αναφυόμενη ιδιότητα της ύλης. Το σύντομο ταξίδι από πάνω προς τα κάτω που
επιχείρησα προηγουμένως, μέσω παραδειγμάτων, παραήταν σύντομο για να
προσθέσει κάτι το ουσιαστικό στην κατανόησή σας του πώς οργανώνεται η
ύλη. Χρειάζεται πιο πολλή δουλειά. Αν μου επιτρέπετε, ας συνεχίσουμε.
|
Αναφέρθηκα στην προηγούμενη υπο-ενότητα στο γεγονός
οτι κάποια αντικείμενα και ιδιότητες στο φυσικό κόσμο είναι αναφυόμενα.
Εκτός όμως από το να αναφύει “νέες ιδέες”, η φύση έχει επίσης την
ικανότητα να ανακυκλώνει “παλαιές ιδέες”! Δηλαδή: παίρνει μια
έννοια που έχει εμφανιστεί στο παρελθόν, της βάζει νέο περιτύλιγμα, την
κάνει πιο πολύπλοκη, και μας τη σερβίρει σαν καινούργια! Θα δώσω παραδείγματα αμέσως, αλλά πρώτα να ξεκαθαρίσω οτι όταν χρησιμοποιώ ρήματα όπως “παίρνει”, “βάζει [περιτύλιγμα]”, “σερβίρει”, κλπ., δεν εννοώ οτι η φύση είναι μια προσωποποιημένη οντότητα που “αποφασίζει” διάφορα πράγματα. Δεν αντικαθιστώ το Θεό με τη φύση. Απλώς, χρησιμοποιώ αυτά τα ρήματα “ποιητική αδεία”. Η φύση είναι “τυφλή”, δεν προσπαθεί να επιτύχει κανένα απολύτως σκοπό, δεν “έχει κάτι στο νου-της” προς το οποίο κατατείνει. Εμάς μας φαίνεται οτι δρα έτσι η φύση, σαν να προσπαθεί να πετύχει κάτι, ιδέα η οποία λέγεται “τελεολογία” (από την αρχαία έννοια της λέξης “τέλος” = “σκοπός”), και που είναι τελείως λαθεμένη. Η φύση γίνεται πιο πολύπλοκη καθώς περνούν οι γεωλογικοί αιώνες, και μέσα απ’ την πολυπλοκότητα ξεπηδούν όλο και πιο “ενδιαφέρουσες” ιδέες, τόσο νέες αναφυόμενες, όσο και παλαιές ανακυκλούμενες. Ξέρετε τί μου θυμίζει η ανακύκλωση ιδεών στη φύση; Είναι ας πούμε σαν ν’ ακούμε κάποια μελωδία, η οποία αρχίζει με πολύ απλό και σιγανό σκοπό. Στην αρχή λοιπόν ακούγονται κάποια λιτά, σύντομα, απλοϊκά σχεδόν, μελωδικά μοτίβα. Καθώς περνάει η ώρα, η μουσική αφενός δυναμώνει σε ένταση, και αφετέρου γίνεται πιο πολύπλοκη. Ενώ συνεχίζουμε να ακούμε, ξαφνικά αναγνωρίζουμε ένα από τα μουσικά μοτίβα που είχαμε ακούσει και πρωτύτερα, μόνο που τώρα το μοτίβο είναι πιο περίπλοκο, πιο “στολισμένο” ας πούμε με διάφορες νότες, με μουσικά κόλπα και στολίδια. Ταυτόχρονα δεν είναι μόνο αυτό, είναι κι άλλα μοτίβα που ακούγονται, κι αυτά πιο στολισμένα από την αρχική-τους μορφή. Ναι μεν αναφύονται κάποια τελείως νέα μοτίβα, αλλά κάποια άλλα ανακυκλώνονται με πιο πολύπλοκη πάντα μορφή, σχεδόν αγνώριστα σε σχέση με την αρχική-τους εμφάνιση. Κάπως έτσι μοιάζει η μορφή της φύσης καθώς εξελίσσεται. Αλλά είναι ώρα να γίνω πιο συγκεκριμένος. 2.2.1 ΚύμαΠάρτε για παράδειγμα την έννοια “κύμα”:
2.2.2 ΔύναμηΆλλο παράδειγμα μοτίβου που ανακυκλώνει διαρκώς η φύση είναι η έννοια “δύναμη”:
Βέβαια, αν είστε φυσικός μπορεί να αισθάνεστε απέχθεια (άπωση!) διαβάζοντας τα παραπάνω, γιατί θα σκέφτεστε οτι όταν λέμε “δύναμη” (ή “κύμα”) και μιλάμε για τη φύση θα πρέπει να ακριβολογούμε, να ξέρουμε για τί πράγμα μιλάμε, όχι να λέμε “δύναμη” έτσι γενικά κι αόριστα, και να βάζουμε στο ίδιο τσουβάλι μήλα με πορτοκάλια — έννοιες φυσικής και έννοιες καθομιλουμένης! Και όμως, εκεί θα διαφωνήσω, αγαπητοί-μου φυσικοί. Βλέπετε, αν δούμε τη φύση υπό στενή φυσική έννοια, ασφαλώς και έχετε δίκιο. Το θέμα όμως είναι πώς ν’ αποφύγουμε τα στεγανά μιας συγκεκριμένης επιστήμης, και ν’ αγκαλιάσουμε με τη σκέψη-μας όλες τις επιστήμες που μελετούν την εξέλιξη της ύλης: φυσική, χημεία, βιολογία, και τη νεότευκτη νοολογία· αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να δούμε την εξέλιξη της φύσης στο σύνολό της, και θα περιοριστούμε σε κάποια οπτική γωνία μιας συγκεκριμένης επιστήμης. 2.2.3 Δομή πυρήνα – άλωΠάμε τώρα να δούμε το πιο θεμελιώδες παράδειγμα ανακυκλούμενου μοτίβου που εμφανίζεται στη φύση: μια “μελωδία” που παίζεται σε χίλιες οκτάβες από τότε που πρωτοεμφανίστηκε, με χίλιες φωνές και χίλια όργανα. Εντάξει, ίσως υπερβάλλω λιγάκι με τις χιλιάδες που ανέφερα, αλλά κοιτάξτε τον αριθμό των παραδειγμάτων παρακάτω, και θα καταλάβετε. Πώς να το ονομάσουμε αυτό το μοτίβο, που δεν έχει απλό και μεστό όνομα όπως το “κύμα” και η “δύναμη”; Θα το ονομάσω “δομή πυρήνα–άλω” (αγγλ.: core–halo), και είναι το βασικό δομικό υλικό απ’ το οποίο έχει χτίσει τα πάντα η φύση: απ’ τα πιο στοιχειώδη ως τα πιο πολύπλοκα — ως εμάς τους ίδιους. Μάλιστα· ακόμα και την ψυχή-μας! Πριν ξεκινήσω
όμως, πρέπει να κάνω μια παρατήρηση γραμματικής φύσης: η
λέξη “άλως” είναι πολύ σπάνια στη νέα ελληνική, γιαυτό θα δώσω εδώ
την πλήρη κλίση-της, καθώς δεν είναι καθόλου προφανής:
Τώρα, το τί σημαίνει “άλως” θα γίνει κατανοητό από τα πάμπολλα παραδείγματα που ακολουθούν:
Από την πρωταρχική λοιπόν και αρχέγονη εμφάνισή του στη δομή του ατόμου, μέχρι την πολύ πρόσφατη και αφηρημένης μορφής ύπαρξή του στους τομείς της γλωσσολογίας και νοολογίας, το μοτίβο πυρήνα–άλω μοιάζει ν’ ανακαλύπτεται από τη φύση ξανά, και ξανά, και ξανά... όλο και πιο πολύπλοκο, ολο και πιο “διανθισμένο”, όλο και πιο άυλο. Πράγματι, έχει άραγε υλική υπόσταση ο πυρήνας μιας πρότασης, ή μιας λέξης, ή μιας συλλαβής; Είναι ήχος, ή μήπως εικόνα όταν η γλώσσα είναι οπτικής μορφής για κωφάλαλους, ή όταν γράφουμε την πρόταση στο τετράδιο; Τίποτε απ’ όλα αυτά. Τέτοιου είδους δομές είναι άυλες, αφηρημένες οντότητες, όπως τα φωτεινά κινούμενα σήματα στην ταμπέλα του Τζίμη — και όμως, προερχόμενες αποκλειστικά από υλικά αντικείμενα. Αυτό ακριβώς θα δούμε οτι είναι και η ζωή, στην επόμενη ενότητα: μια αναφυόμενη, άυλη οντότητα, προερχόμενη όμως αποκλειστικά από υλικά αντικείμενα. Τίποτε το “μαγικό”, το υπερφυσικό, το μη προερχόμενο από την ύλη, δεν υπάρχει σ’ αυτό που ονομάζουμε “ζωή” στη φύση.
Και, αν μου επιτραπεί να προτρέξω για μια
στιγμή μονάχα, αυτό ακριβώς θα υποστηρίξω αργότερα (§5) και για την ανθρώπινη
ψυχή: τίποτε το “μαγικό”,
το υπερφυσικό, το μη προερχόμενο από τη ζωή (άρα τελικά από την ύλη) δεν υπάρχει σ’ αυτό που
ονομάζουμε “ψυχή”, που λέμε οτι έχουν κάποια έμβια όντα. Αλλά ας μην
προτρέχω. |
Στην υπο-ενότητα αυτή θα δούμε πώς κάποιες ιδιότητες,
εκτός από το οτι είναι αναφυόμενες και ανακυκλούμενες, διατηρούνται επίμονα
στην έμβια ύλη. Στη συνέχεια, στην §4 θα διαπιστώσουμε
οτι κάποιες απ’ αυτές τις διατηρούμενες ιδιότητες της ύλης γίνονται
οι βάσεις γι’ αυτά που χαρακτηρίζουμε σαν
συναισθήματα, δηλαδή ιδιότητες της προσωπικότητας ενός ατόμου. 3.1.1 Τροφή Πάμε πρώτα να εξετάσουμε μια βασική και επίμονη ιδιότητα της ύλης, τόσο βασική που την εκτελούμε καθημερινά (τουλάχιστον οι περισσότεροι από μας, όσοι μπορούμε): την πρόσληψη τροφής. Αυτό όμως που δεν είναι εύκολο ν’ αναγνωρίσουμε είναι οτι η πρόσληψη τροφής δεν είναι καν ιδιότητα της έμβιας ύλης. Μας έρχεται από το πολύ μακρινό παρελθόν, από τότε που είχαμε μόνο χημεία και καθόλου βιολογία στον πλανήτη-μας: τότε που δεν υπήρχε τίποτα το ζωντανό που θα μορούσαμε να το δείξουμε και να πούμε οτι «αυτό έφαγε εκείνο». Μπορεί η ιδέα ενός γεύματος (είτε πρόκειται για νοστιμότατο στιφάδο, είτε για ταπεινό σουβλάκι — όπως τα περίφημα πλέον του Τζίμη) να μας φαίνεται κοινότατη· δεν είναι όμως καθόλου άνευ σημασίας για τη συζήτησή μας. Γνωρίζουμε βέβαια πολύ καλά οτι δεν τρώμε μόνο εμείς οι άνθρωποι, αλλά και κάθε ζωντανός οργανισμός που έχει μεταβολισμό, που προσλαμβάνει δηλαδή κάποιες ουσίες από το περιβάλλον, και αποβάλλει κάποιες άλλες. Και τα ζώα τρώνε — μερικά μάλιστα ακριβώς όπως εμείς, — και τα φυτά απομυζούν ουσίες από το έδαφος, και οι μονοκύτταροι οργανισμοί βρίσκουν θραύσματα οργανικής ύλης και τα ενσωματώνουν (όπως οι αμοιβάδες, που αλλάζουν το σχήμα-τους και περικλείουν την τροφή στα κολπίδια που σχηματίζει η κυτταρική-τους μεμβράνη — θα μιλήσουμε γι’ αυτά παρακάτω). Όλα αυτά όμως είναι τετριμμένες παρατηρήσεις. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να παρατηρήσουμε οτι και τα μόρια “τρώνε”! Βέβαια στη χημεία δεν τη λέμε “φαγητό” τη διαδικασία, αλλά “ένωση ενός μορίου με άλλο”· εκεί όμως βρίσκεται η βάση της έννοιας “τροφή”: στην ένωση μορίων. Επιτρέψτε-μου να εξηγήσω τί εννοώ μ’ αυτό. Δείτε πρώτα ένα από τα απλούστερα μόρια που υπάρχουν στη φύση, ένα μόριο μεθανίου:
Αποτελείται μόνο από ένα άτομο άνθρακα (μαύρο, στο μέσον), και τέσσερα άτομα υδρογόνου (άσπρα, γύρω-γύρω). (Όχι, δεν σκοπεύω να σας στείλω για ύπνο με ένα μάθημα χημείας. ) Ας υποθέσουμε τώρα οτι ένα από τα τέσσερα υδρογόνα αντικαθίσταται από κάποιο άλλο είδος ατόμου, ας πούμε από ένα χλώριο. (Εννοείται οτι τα άτομα δεν έχουν χρώματα, ούτε μοιάζουν με μπάλες του μπιλιάρδου, όπως τόνισα στην §1· απλά, τα ζωγραφίζουμε έτσι για να έχουμε μια οπτική αντίληψή τους.)
Θα λέγατε ποτέ οτι το μεθάνιο απέβαλε ένα υδρογόνο και “έφαγε ένα άτομο χλωρίου;” Ασφαλώς όχι. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιγραφεί ένα τέτοιο χημικό γεγονός με γαστριμαργικούς όρους. Υπόψη οτι το εικονιζόμενο μόριο δεν λέγεται πλέον μεθάνιο, αλλά “μεθυλοχλωρίδιο” (ή χλωρομεθάνιο), και έχει πολύ διαφορετικές ιδιότητες από το μεθάνιο (π.χ. δεν μυρίζει όπως το μεθάνιο, έχει άλλα σημεία τήξης και πήξης, χρησιμοποιείται σε ψυκτικά υγρά ψυγείων, κλπ.). Άλλωστε έτσι τεράστιο που φαίνεται εκείνο το άτομο χλωρίου στην εικόνα (πράσινο), εμένα μου μοιάζει μάλλον σαν να είναι το χλώριο που “κατάπιε” το υπόλοιπο μόριο. Προχωράμε λοιπόν. Δείτε τώρα ένα ελαφρώς πιο πολύπλοκο μόριο: πρόκειται για ένα μόριο χοληστερόλης. Τα μαύρα είναι και πάλι άτομα άνθρακα (που αποτελούν τον σκελετό, τον “πυρήνα” του μορίου), και τα άσπρα είναι άτομα υδρογόνου, ενώ το κόκκινο είναι ένα άτομο οξυγόνου (αυτά λοιπόν είναι η άλως της δομής πυρήνα–άλω).
Ας υποθέσουμε και πάλι, όπως και πριν, οτι ένα από τα πολλά άτομα υδρογόνου φεύγει, και στη θέση-του έρχεται ένα άτομο χλωρίου. (Είναι το μισοκρυμμένο πράσινο σφαιρίδιο στα δεξιά.) Τώρα; Τί θα λέγατε;
Πάλι δεν είναι σωστό να πούμε οτι “έφαγε” ένα χλώριο η χοληστερόλη (και απέβαλε ένα υδρογόνο). Έτσι δεν είναι; Απλώς αντάλλαξε ένα υδρογόνο με ένα χλώριο — τί νόημα έχει το ρήμα “τρώω” εδώ; Πάντως η φύση του μορίου της χοληστερόλης δεν άλλαξε τόσο δραστικά όπως στο προηγούμενο παράδειγμα, γιατί όλα τα άλλα άτομα άνθρακα και υδρογόνου παρέμειναν στις θέσεις-τους. Το μόριο που παίρνουμε σαν αποτέλεσμα αυτής της αντίδρασης σίγουρα θα μοιάζει αρκετά με το αρχικό της χοληστερόλης.(*) Κι αν είχαμε να κάνουμε μ’ ένα σημαντικά μεγαλύτερο μόριο; Τί θα λέγατε αν είχαμε ένα από τα παρακάτω;
Τί θα άλλαζε στις ιδιότητες τέτοιων μορίων αν ένα και μοναδικό άτομο κάποιου στοιχείου ερχόταν και κολλούσε στην υπόλοιπη δομή του μορίου; Σχεδόν τίποτα. Όσο πιο μεγάλο το μόριο, τόσο πιο εύκολο είναι να φανταστούμε την έννοια οτι το μόριο καταπίνει ένα άτομο — ένα τοσοδά, μικρούλι ατομάκι! — και το προσθέτει στη δομή-του, χωρίς ν’ αλλάζει κατά ουσιαστικό τρόπο. Επίσης, όσο πιο μεγάλο το μόριο (φανταστείτε βιολογικά μόρια, με χιλιάδες άτομα), τόσο πιο μεγάλο μπορεί να είναι και το “κομματάκι τροφής”, το οποίο έτσι μπορεί να είναι κ’ εκείνο ένα ολόκληρο μόριο, πάντα όμως σημαντικά μικρότερο από το μεγάλο που το “καταπίνει”, ώστε να μην αλλάζουν ουσιαστικά οι ιδιότητες του μεγάλου μορίου (να μη “βαρυστομαχιάζει”! ). Έτσι, μεγαλώνοντας πολλές χιλιάδες φορές το μέγεθος των υλικών που “καταπίνουν” το ένα το άλλο, ερχόμαστε στο στάδιο της βιολογίας. Όπου κύτταρα, που αποτελούνται από τρισεκατομμύρια μόρια, συχνά καταπίνουν (στην κυριολεξία όμως τώρα) μικρά κομματάκια βιολογικής ύλης, που μερικές φορές είναι άλλα, πολύ μικρότερα κύτταρα. Αυτό το πετυχαίνουν δημιουργώντας ένα “κολπίδιο” στην εξωτερική μεμβράνη-τους, που λειτουργεί σαν στόμα, με το οποίο περικλείουν το κομματάκι τροφής, όπως δείχνει το παρακάτω σχεδιάγραμμα.
Αφού κλειστεί το κομματάκι τροφής μέσα στο κολπίδιο, αρχίζει η πέψη-του μέσα στο σώμα του κυττάρου με τη βοήθεια οργανιδίων που ονομάζονται λυσοσώματα, που περιέχουν πεπτικά υγρά και “λύουν” (χωνεύουν) έτσι τα συστατικά της τροφής. Τα λυσοσώματα παίζουν επομένως ρόλο στομάχου για τα κύτταρα. Βλέπουμε έτσι οτι σε επίπεδο κυττάρου αρχίζουμε να συναντούμε έννοιες, όπως “στόμα”, “πέψη”, “στομάχι”, κλπ., που γίνονται πιο πολύπλοκες σε οργανισμούς που εμφανίστηκαν αργότερα στη φύση. Τα μόρια δεν έχουν τέτοιες πολυτέλειες. Εδώ όμως μπορεί κανένας να διαμαρτυρηθεί οτι πραγματοποίησα ένα γιγαντιαίο βήμα περνώντας από τη χημεία στη βιολογία, προσπαθώντας να σας πείσω οτι “το φαγοπότι αρχίζει από πολύ νωρίς”: απ’ το επίπεδο των μορίων, ενώ στην πραγματικότητα σ’ εκείνο το επίπεδο δεν υπάρχει τίποτε το ουσιαστικό που σχετίζεται με την έννοια “τροφή”. Σας έχω παραπλανήσει, με άλλα λόγια — αυτό θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς.
Και όμως, όχι μόνο δεν σας παραπλάνησα, αλλά έχω ξεκινήσει
να σας δίνω ένα παράδειγμα μιας έννοιας, η οποία εμφανίστηκε σε
εξαιρετικά απλοϊκή μορφή στο σύμπαν. Την έννοια αυτή μπορούμε να την
πούμε “τρώγειν”, δανειζόμενοι έναν αρχαίο ρηματικό τύπο (το
απαρέμφατο, που είναι “σκέτο το ρήμα”, αφού στα νέα ελληνικά είμαστε
υποχρεωμένοι να βάλουμε πρόσωπο και αριθμό: “εγώ τρώω”, “εσύ τρώς”,
κλπ.). Αυτό το “τρώγειν” λοιπόν, έχει έναν πυρήνα, που περιγράφεται
κάπως έτσι:
Αυτό είναι η ουσία, ο πυρήνας της έννοιας “τρώγειν”. Όλα τ’ άλλα — στόματα, κολπίδια, στομάχια — είναι “σάλτσες”, η άλως, μπιχλιμπίδια που προστέθηκαν μετά. Και μάλιστα τα μπιχλιμπίδια συνέχισαν να προστίθενται καθώς περνούσαν τα εκατομμύρια χρόνια και εξελισσόταν η ύλη. Π.χ., τα κύτταρα δεν έχουν πεπτικό σωλήνα· από κάποιο σημείο και μετά προστέθηκε ο πεπτικός σωλήνας (που περιλαμβάνει το στόμα, το στομάχι, και τα έντερα μεταξύ άλλων). Μετά προστέθηκαν αισθήσεις μέσω των οποίων η τροφή εντοπίζεται, και ο οργανισμός συνήθως πηγαίνει προς την τροφή αν είναι ζώο, αντί να περιμένει να έρθει τυχαία η τροφή σ’ αυτό. Κι όχι μόνο πηγαίνει, αλλά στήνει και ενέδρα για να την πιάσει. Μπορεί το ζώο να κυνηγάει την τροφή-του, ενώ εκείνη να προσπαθεί να ξεφύγει. Κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι για να φτάσουμε ως το τωρινό σημείο μιας πολύ μακρινής διαδρομής, όπου η τροφή μπορεί να μας σερβίρεται σε πιάτο· ν’ ανήκει σε κάποιο είδος κουζίνας, όπως Κινεζική, Ιταλική, Γαλλική, κλπ.· να τη στολίζουμε με καρυκεύματα· να έχει η τροφή τη μορφή τούρτας γενεθλίων· να νηστεύουμε· να πηγαίνουμε με φίλους σε ταβέρνα για να τη φάμε, όπου ο κύριος σκοπός μπορεί να μην είναι καν η κατανάλωση της τροφής, αλλά η κουβέντα με τους φίλους· και χίλια δυο άλλα. Όλα αυτά, που ονόμασα “μπιχλιμπίδια”, είναι έννοιες σχετιζόμενες με τον πυρήνα του “τρώγειν”, και ανήκουν στην άλω. Βλέπουμε λοιπόν οτι η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μια έννοια (οποιαδήποτε γλώσσα, όχι ειδικά η ελληνική) διαθέτει μια και μοναδική λέξη (“τρώγειν”, ή κάτι τέτοιο), ενώ η έννοια ξεκινάει από τελείως στοιχειώδη μορφή όπου νοιώθουμε οτι η λέξη δεν είναι κατάλληλη: σε επίπεδο μορίων και ατόμων μας φαίνεται οτι πρόκειται για κάτι άλλο, όχι για τροφή· και όμως, πρόκειται για τον πυρήνα της ίδιας έννοιας, “γυμνό” από τα περιττά ενδύματα. Έπειτα, την ίδια λέξη χρησιμοποιούμε για το κύτταρο που “τρώει” ένα βιολογικό θραύσμα ύλης, αλλά και για το Μεγάλο Πέτρο που έτρωγε αστακούς με σως από κάστανα και συκώτι αγριόπαπιας. Άρα η γλώσσα αναγνωρίζει μεν την ομοιότητα και την ουσία του τρώγειν στα δύο αυτά πολύ διαφορετικά παραδείγματα (άνθρωπος και κύτταρο), αλλά φτάνει μέχρις ενός σημείου και δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη της ουσίας παραπέρα, στο πεδίο της χημείας. Επίσης έχει λέξη ή λέξεις για τον πυρήνα (“τρώω”, “τροφή”) αλλά συχνά δεν διαφοροποιεί το στοιχειώδες από το πολύπλοκο (άλλο το “τρώγειν” του κυττάρου, και άλλο εκείνο του Μεγάλου Τσάρου). Όλα αυτά είναι χαρακτηριστική αντιμετώπιση των περισσοτέρων εννοιών εκ μέρους της γλώσσας, και θα τη συναντήσουμε ξανά και ξανά. Το συμπέρασμα είναι οτι δεν πρέπει η γλώσσα να μας μπερδεύει στην αναγνώριση της προέλευσης μιας έννοιας, του πυρήνα-της, και της άλω-της. Αυτό που πρέπει να μας μείνει από την παρούσα συζήτηση είναι οτι το “τρώγειν” είναι μια διατηρούμενη έννοια, που εμφανίστηκε πολύ νωρίς, πριν ακόμα δημιουργηθεί το ηλιακό-μας σύστημα (μόρια υπήρχαν και πιο πριν, σε άλλους πλανήτες άλλων ηλιακών συστημάτων), και έκτοτε μεγαλώνει σε πολυπλοκότητα, προσθέτοντας όλο και περισσότερα στην άλω της δομής της έννοιας αυτής. Σημειώστε όμως οτι πρόκειται για μια άυλη δομή — κάθε έννοια άλλωστε είναι άυλη. Άυλη, αλλά όχι μεταφυσική. Παρόλο όμως που εμφανίστηκε από πολύ νωρίς, το “τρώγειν” ουσιαστικά “πήρε τ’ απάνω-του” από τη στιγμή που συνδυάστηκε με μια ιδιότητα της ύλης που πραγματικά οδήγησε σε ένα νέο επίπεδο οργάνωσης: το βιολογικό επίπεδο, ενώ πρωτύτερα υπήρχε μόνο το χημικό. Αυτή η ιδιότητα είναι η αναπαραγωγή, την οποία εξετάζουμε αμέσως παρακάτω. 3.1.2 Αναπαραγωγή Χμμ... «αναπαραγωγή». Μμμμάλιστα. Και διαβάζοντάς το αυτό, ξέρω πού πάει το μυαλό-σας, ω πονηρέ αναγνώστα! Στο “ξες”! (Όπως λέμε, “Ξες εσύ!”) Αλλά δεν πρόκειται να τη γράψω τη λέξη αυτή κανονικά. Θα τη γράψω μόνο ανεστραμμένη: “ξες”. Γιατί αν τη γράψω κανονικά θα έρθει η γνωστή μηχανή αναζήτησης που χώνει τη μύτη-της σε όλες τις ιστοσελίδες, θα σημειώσει την παρούσα σελίδα ως σχετική με το “ξες”, κι από κει και πέρα θα γίνει της κακομοίρας, ή μάλλον του κακομοίρη: θα την επισκέπτεται όποιος κακομοίρης ψάχνει για “ξες” στο Διαδίκτυο, με αποτέλεσμα να φορτωθεί η ηλεκτρονική-μου διεύθυνση με επισκέψεις από τη Σάρα, τη Μάρα, και το Κακό Συναπάντημα. Ε λοιπόν όχι. Προτιμώ χίλιες φορές να έχω μηνύματα από πιο επιλεγμένους αναγνώστες: αυτούς που έφτασαν στο παρόν σημείο επειδή τους ενδιέφερε το “κυρίως πιάτο” της σελίδας αυτής, κι όχι το περιστασιακά αναφερόμενο “ξες”. Και όμως, αν νομίζετε οτι το “ξες” είναι η ουσία, ο πυρήνας της αναπαραγωγής, “πλανάσθε πλάνην οικτράν”! Το “ξες” είναι ένα απλό μπιχλιμπίδι, ένα από εκείνα της άλω της αναπαραγωγής, ένας μηχανισμός που ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα, αλλά αποδείχτηκε αποτελεσματικότατος (για λόγους που θα εξηγήσω), γιαυτό διατηρήθηκε στα είδη των έμβιων όντων που τον “ανακάλυψαν”. Για μας τους ανθρώπους, σύμφωνοι, παίζει σπουδαίο ρόλο το “ξες”, και μάλιστα για μεγάλο μέρος της ζωής-μας. Όμως επί ενάμισο δισεκατομμύριο χρόνια υπήρχε ζωή, υπήρχε αναπαραγωγή στη Γη, αλλά δεν υπήρχε “ξες”. Τί βρίσκεται λοιπόν στον πυρήνα της αναπαραγωγής, αν όχι το “ξες”; Αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα λέγεται αντιγραφή. Έτσι άρχισε αυτό που ονομάζουμε “ζωή”, με την αντιγραφή από μόριο σε μόριο, ώστε από κει που υπήρχε ένα μόριο κάποιου τύπου, μέσω αντιγραφής τα μόρια έγιναν δύο· μετά, πάλι μέσω αντιγραφής, τα δυο μόρια έγιναν τέσσερα· μετά οκτώ· κ.ο.κ. Βέβαια δεν ήσαν τόσο απλά τα πράγματα. Επιτρέψτε-μου να αναφερθώ με περισσότερες λεπτομέρειες στο πώς αναπτύχθηκε η έννοια της αναπαραγωγής, και πώς έφτασε να μοιάζει μ’ αυτό που βλέπουμε σήμερα. Υπάρχουν κάποιες βασικές αρχές σε κάθε επιστήμη, κάποιοι θεμελιώδεις νόμοι. Έτσι π.χ. στην κλασική φυσική (μηχανική, κινηματική) έχουμε τους νόμους της κίνησης, του Νεύτωνα· στη νεότερη φυσική έχουμε τα αξιώματα της σχετικότητας, του Αϊνστάιν· στην κβαντομηχανική έχουμε, μεταξύ άλλων, την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, και την απαγορευτική αρχή του Πάουλι· στην αστρονομία έχουμε τους νόμους της κίνησης των ουρανίων σωμάτων, του Κέπλερ· στη χημεία έχουμε τους μοριακούς νόμους του Ντάλτον· και στη βιολογία έχουμε το νόμο της εξέλιξης μέσω φυσικής επιλογής, του Κάρολου Δαρβίνου (Charles Darwin). Στο παρόν κείμενο δεν πρόκειται να κάνω λεπτομερειακή εξήγηση του πώς λειτουργεί η εξέλιξη των ειδών στη φύση, γιατί θα έφευγα εκτός θέματος. Η εξέλιξη είναι ο βασικός μηχανισμός μέσω του οποίου αναπτύχθηκε η ζωή στη Γη, κι αυτό που κάνω στο παρόν κείμενο είναι οτι δεν μπαίνω σε λεπτομερή επεξήγηση μηχανισμών, αλλά σε απλή περιγραφή των γεγονότων· λέω δηλαδή τί έγινε, όχι πώς έγινε. Όμως στην περίπτωση της εξέλιξης, δηλαδή της θεωρίας που πρωτοδιατύπωσε ο Δαρβίνος (όπως και ο Άλφρεντ Γουάλλας), έχουμε μια ειδική περίπτωση, γιατί η θεωρία αυτή έχει δεχτεί — και δέχεται ακόμη — λυσσαλέα επίθεση εναντίον-της από τον κάθε θρησκόληπτο που νοιώθει οτι προσβάλλεται το θρησκευτικό-του συναίσθημα όταν μαθαίνει οτι, σύμφωνα με τη θεωρία της εξέλιξης, ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε με ειδική φροντίδα από το Θεό, αλλά είναι προϊόν της ίδιας εξελικτικής διαδικασίας που δημιούργησε όλα τα έμβια όντα· και οτι εμείς οι άνθρωποι έχουμε κοινούς προγόνους με τους πιθήκους (αλλά και με τα βακτήρια, παρόλο που δεν το καταλαβαίνουν αυτό οι θρησκόληπτοι)· επίσης οτι δεν προήλθαμε από τους σημερινούς πιθήκους, όπως γορίλλες, χιμπαντζήδες, κλπ. (που ούτε αυτό το καταλαβαίνουν οι θρησκόληπτοι). Έτσι, προτιμώ να πω απλώς δυο λόγια, ελπίζοντας να ξεκαθαρίσω κάποιες έννοιες στο μυαλό μερικών αναγνωστών που δεν προσβάλλονται από την ιδέα οτι όλα τα έμβια όντα έχουν κοινή και ταπεινή καταγωγή. Κατ’ αρχήν, μια και αναφέρθηκα σε λυσσαλέες επιθέσεις, να σημειώσω οτι στη χώρα-μας αυτές δεν παρατηρούνται σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο παρατηρούνται στις Η.Π.Α.: τη Μέκκα του χριστιανικού φανατισμού, του “φονταμενταλισμού” όπως λέγεται, δηλαδή της προσκόλλησης στις θεμελιώδεις (fundamental) αρχές της χριστιανικής και ιουδαϊκής πίστης. Εκεί στις Η.Π.Α. αναπτύχθηκε η ιδέα του “δημιουργισμού” (creationism), σαν αντίδραση στη θεωρία της εξέλιξης. Σύμφωνα με το δημιουργισμό, η ζωή δημιουργήθηκε στη Γη από κάποιο Υπέρτατο Ον, και φυσικά μ’ αυτό εννοούν το Θεό, παρόλο που δεν το λένε ξεκάθαρα γιατί θέλουν να περνάνε για επιστήμονες και ουδέτεροι. Και βέβαια εννοούν οτι η ζωή δημιουργήθηκε έτσι όπως περιγράφεται στη Γένεση, κεφ. 1, της Παλαιάς Διαθήκης, παρόλο που ούτε αυτό το λένε ξεκάθαρα, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Στη χώρα-μας ο δημιουργισμός έχει ρηχές ρίζες, γιατί για κάποιο λόγο εμείς οι Έλληνες δεν νοιώθουμε οτι απειλείται δα η ύπαρξή μας αν η ζωή εξελίχθηκε όπως λέει η επιστήμη, και δεν δημιουργήθηκε όπως πιστεύουν οι θρησκόληπτοι. Ίσως να έχουμε πιο άμεσα προβλήματα να επιλύσουμε από τους Αμερικάνους. Πάντως μερικές παραφυάδες του δημιουργισμού έχουν εμφανιστεί κ’ εδώ. Βγαίνουν λοιπόν διάφοροι (καλόγεροι, παπάδες, αρχιμανδρίτες, και αυτοδημιούργητοι “φιλόσοφοι” — μίζεροι “διανοητές” με πλήρη άγνοια της άγνοιάς τους), και γράφουνε βιβλία και ιστοσελίδες, και δίνουν διαλέξεις, μερικές φορές έχοντας σαν στόχο-τους τα εύπλαστα μυαλά των Ελληνόπουλων, ώστε ο σκοταδισμός-τους να βρει πρόσφορο έδαφος και να ριζώσει. (Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.) Από την άλλη, στα σχολεία δεν γίνεται καμία μνεία στην εξέλιξη στο μάθημα της βιολογίας. Η εξέλιξη περιλαμβάνεται σε κάποιο από τα τελευταία κεφάλαια, στο οποίο ποτέ δεν “προλαβαίνουν” να φτάσουν οι καθηγητές, λες και δεν ξέρουν τη σχολική ύλη από την αρχή της χρονιάς, κι αδυνατούν να φτιάξουν ένα πρόγραμμα έτσι ώστε να περιληφθεί όλη η ύλη. Το αποτέλεσμα είναι οτι οι μαθητές τελειώνουν το Λύκειο μην έχοντας ακούσει ποτέ για τον πιο βασικό μηχανισμό μέσω του οποίου εξελίχθηκε και συνεχίζει να εξελίσσεται η ζωή στη Γη. Ελάχιστα μόνο έχω να πω προς όλους όσοι γράφουν εναντίον της εξέλιξης και προπαγανδίζουν το δημιουργισμό: αγαπητοί κύριοι, για να κρίνει κανείς και να μιλήσει για κάποιο θέμα, πρέπει να έχει πλήρη γνώση του αντικειμένου-του. Η θεωρία της εξέλιξης περιλαμβάνει χιλιάδες — στην κυριολεξία — γνώσεις γεγονότων, τις οποίες εσείς αγνοείτε. Για σας η “εξέλιξη” είναι κατά βάση μια λέξη· μια ενοχλητική λέξη κενή περιεχομένου, σχετιζόμενη μ’ εκείνον τον επίσης ενοχλητικό επιστήμονα που άκουγε στο όνομα “Δαρβίνος”. Αυτό είναι η εξέλιξη στο μυαλό-σας: μια κενή έννοια, ένας πυρήνας χωρίς άλω. Για να καταλάβετε τί είναι αυτό εναντίον του οποίου επιτίθεστε, πρέπει να ξοδέψετε τουλάχιστον μια δεκαετία σπουδάζοντας βιολογία, και μαθαίνοντας, όπως είπα, χιλιάδες γεγονότα, που αν τα βάλει κανείς δίπλα-δίπλα, όπως τα κομμάτια ενός παζλ, θα δει την πλήρη εικόνα του παζλ να σχηματίζει την έννοια “ΕΞΕΛΙΞΗ”. Εσείς όμως βλέπετε το πολύ ένα-δυο κομματάκια του παζλ, και απ’ αυτά συμπεραίνετε οτι η εξέλιξη δεν μπορεί να έχει συμβεί, γιατί δεν ταιριάζει με την προαποφασισμένη ιδεολογία-σας. Και όμως, το οτι η εξέλιξη είναι ιδιότητα της ύλης αποδεικνύεται ακόμη και μαθηματικά! Το να επιτίθεται κανείς εναντίον της εξελικτικής θεωρίας έχει τόσο νόημα όσο το να επιτίθεται εναντίον του Πυθαγορείου Θεωρήματος. «Μα αφού υπάρχει απόδειξη, ορίστε, νά την!» θα σας έλεγε το κάθε γυμνασιόπαιδο αν ισχυριζόσαστε οτι οι Πυθαγόρειοι(*) δεν ήξεραν τί έλεγαν όταν διατύπωναν τη γνωστή σχέση μεταξύ υποτείνουσας και κάθετων πλευρών ορθογωνίου τριγώνου. Για να αποδείξουμε οτι η εξέλιξη πράγματι μπορεί να συμβεί, αρκεί να δεχτούμε τις παρακάτω λογικές υποθέσεις (ή αξιώματα, όπως είναι πιο γνωστά στα μαθηματικά):
Αυτά είναι, δεν έχει άλλα. Τουλάχιστον αυτά είναι τα “βασικά” αξιώματα, γιατί αν κάτσετε να γράψετε ένα πρόγραμμα που να τα υλοποιεί, θα δείτε οτι θα χρειαστείτε και κάποιες άλλες προφανείς υποθέσεις, όπως οτι υπάρχει ένας “χρόνος” που ρέει, ή οτι η κάθε οντότητα κάνει κάτι σε μια μονάδα χρόνου (κινείται, τρώει, αποβάλλει, σχάται και αναπαράγεται, κλπ.). Καμία όμως από αυτές τις υποθέσεις δεν είναι εξωπραγματική ή μυστήρια· είναι ακριβώς οι υποθέσεις που θα αναμέναμε για ένα φυσικό σύστημα. Τα βάζετε λοιπόν όλα τα παραπάνω στον υπολογιστή-σας, τρέχετε το πρόγραμμα, και διαπιστώνετε οτι οι οντότητες εξελίσσονται, δηλαδή τα χαρακτηριστικά των οντοτήτων-απογόνων αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου. Ένα τέτοιο πρόγραμμα ονομάζεται “τυπικό σύστημα” (αγγλ.: formal system), και καθώς δεν δέχεται δεδομένα από εξωγενείς παράγοντες, δηλαδή εξαρτάται μόνο από τα δεδομένα που του έχουμε προκαθορίσει, ονομάζεται “κλειστό” τυπικό σύστημα. Κάθε κλειστό τυπικό σύστημα, αφού εκτελεστεί και ολοκληρώσει την εκτέλεσή του, ισοδυναμεί με μια μαθηματική απόδειξη. Επειδή όμως η απόδειξη αυτή είναι πολύπλοκη (εξαιρετικά πολύπλοκη αν επιχειρούσαμε να τη γράψουμε όπως γράφουμε τις πιο παραδοσιακές αποδείξεις στα μαθηματικά), αφήνουμε τον υπολογιστή να κάνει τη δουλειά-του (να εκτελέσει το κλειστό τυπικό σύστημα), και όταν τελειώσει και παρατηρήσουμε τα αποτελέσματα, λέμε οτι έχουμε μια “απόδειξη” (εντός εισαγωγικών πάντα· δεν εννοώ μια τυπική μαθηματική απόδειξη). Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που αναμένουμε να παρατηρήσουμε είναι η ύπαρξη εξέλιξης. Στη σελίδα αυτή (γραμμένη στα αγγλικά, ελπίζω να μπορείτε να την παρακολουθήσετε) παρουσιάζω ακριβώς ένα τέτοιο πρόγραμμα, που ισοδυναμεί με απόδειξη στοιχειώδους εξέλιξης. Βέβαια η εξέλιξη των βιολογικών ειδών έχει πολλά επιπλέον χαρακτηριστικά που δεν έπονται άμεσα από τα παραπάνω αξιώματα, όπως π.χ. οτι περιλαμβάνει είδη φυτών και ζώων που διατηρούνται για κάποιο χρόνο πριν να εξαφανιστούν· ή οτι τα είδη σχηματίζουν οικογένειες, τάξεις, ομοταξίες, συνομοταξίες, φύλα, κλπ.· όμως όλα αυτά είναι “μπιχλιμπίδια” που προστέθηκαν μετά, πάνω στο βασικό “πυρήνα” που είναι η αναπαραγωγή και ο μεταβολισμός, ή καλύτερα ακόμα, ο πυρήνας είναι τα βασικά αξιώματα που προανέφερα. Η ύπαρξη διαφορετικών βιολογικών ειδών, λόγου χάρη, έγινε κανόνας κυρίως μετά την εμφάνιση του “ξες”. (Όσο πιο πίσω πάμε στο χρόνο, συναντώντας οργανισμούς χωρίς “ξεσουαλική” αναπαραγωγή, τόσο λιγότερο καλά ορισμένη βλέπουμε οτι γίνεται η έννοια “είδος”.) Όμως οι αντιρρήσεις των “αντιφρονούντων” είναι συνήθως διττής μορφής: όχι μόνο αντιτίθενται στην ιδέα οτι η εξελικτική διαδικασία δημιούργησε όλα τα έμβια όντα (κι αυτά που υπάρχουν τώρα, κι αυτά που υπήρξαν στο παρελθόν) χωρίς κανένα “θεϊκό δάκτυλο”, αλλά και ρωτούν — δικαιολογημένα, λόγω άγνοιας — «Πώς είναι δυνατό να εμφανίστηκε η εξέλιξη; Ποιος όρισε την εξέλιξη — που άντε, ας υποθέσουμε χαριστικά οτι ισχύει — σαν θεμελιώδη νόμο της φύσης;» (Ποιος αν όχι ο Θεός, θέλουνε να πούνε, αλλά περιμένουν τους επιστήμονες να καταλήξουν σ’ αυτό το συμπέρασμα.) Δεν χρειάζεται όμως καμιά θεϊκή δύναμη για να συμβεί η εξέλιξη στο γήινο περιβάλλον. Το ερώτημα που θέτουν οι “αρνητές της πραγματικότητας” είναι ουσιαστικά το εξής: πώς εμφανίστηκε το πρώτο μόριο που μπορούσε να αναπαράγει τον εαυτό-του; Στη σελίδα αυτή (την ίδια που ανέφερα μόλις προ ολίγου) εξηγώ πώς μπορεί να εμφανίστηκαν τέτοια μόρια (πολλά, όχι ένα), αλλά η σελίδα είναι γραμμένη στα αγγλικά, και στο παρόν προσπαθώ να εξηγήσω κάποια πράγματα χωρίς να θεωρώ προαπαιτούμενη τη γνώση της αγγλικής. Γιαυτό θα κάνω μια περίληψη της σελίδας εκείνης στις λίγες παραγράφους που ακολουθούν. Το ερώτημα του πώς εμφανίστηκε το πρώτο μόριο που μπορούσε να αναπαράγει τον εαυτό-του είναι ένα ψευδοερώτημα. Είναι τόσο λανθασμένο, όσο και το ερώτημα: Πώς εμφανίστηκε το πρώτο μόριο που μπορούσε να φάει ένα άλλο; Ποτέ δεν χρειάστηκε να εμφανιστεί ένα πρώτο μόριο που μπορούσε να φάει άλλα, γιατί όπως είδαμε στην υπο-ενότητα περί τροφής, η ιδιότητα του “τρώγειν” ενυπάρχει στην ύλη, ακόμα και στην πιο ταπεινή χημική ένωση· απλά, όταν εμφανίζεται σε τόσο εμβρυακή μορφή δεν την αναγνωρίζουμε εύκολα και δεν τη λέμε “τρώγειν”. Παρόμοια, η έννοια του “αναπαράγεσθαι” επίσης ενυπάρχει στην ύλη, αλλά είναι ακόμα πιο συγκεκαλυμένη, ακόμα πιο δύσκολο είναι να την αναγνωρίσουμε ως τέτοια. Συγκεκριμένα, όταν συμβαίνει οποιαδήποτε χημική αντίδραση, έχουμε κάποια μόρια πριν από την αντίδραση, τα “αντιδρόντα”, και κάποια μόρια μετά, τα “παράγωγα”. Στις συνηθισμένες χημικές αντιδράσεις (αυτές που μας μαθαίνουν στην ανόργανη χημεία στο Λύκειο), τα παράγωγα δεν μοιάζουν καθόλου με τα αντιδρόντα μόρια. Γιαυτό και ούτε ασχολείται κανείς με το ερώτημα του αν μοιάζουν, και κατά πόσο μοιάζουν τα παράγωγα με τα αντιδρόντα. Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με πολύπλοκες αντιδράσεις οργανικών μορίων, και μάλιστα με ολόκληρες ακολουθίες αντιδράσεων, τότε μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι τα τελικά παράγωγα ίσως έχουν μια κάποια — αμυδρή και δυσδιάκριτη έστω — ομοιότητα με τα αρχικά αντιδρόντα. Και πάλι βέβαια δεν ασχολείται κανείς με το θέμα της ομοιότητας, γιατί δεν είναι κάτι που αφορά τους χημικούς. Οι βιολόγοι, από την άλλη, ασχολούνται με έμβια όντα, όχι με μόρια επιπέδου οργανικής χημείας. Εκεί όμως βρίσκεται ο “πυρήνας” της αναπαραγωγής: στα όρια μεταξύ χημείας και βιολογίας, και συγκεκριμένα στο γεγονός οτι στις πιο πολύπλοκες ακολουθίες αντιδράσεων οργανικών ενώσεων ενυπάρχει η έννοια “ομοιότητα κάποιου αρχικού αντιδρόντος με ένα από τα τελικά παράγωγα”, έστω κι αν πρόκειται για ομοιότητα κατά προσέγγιση. Τώρα, η κρίσιμη παρατήρηση είναι η εξής: Από τη στιγμή που θα συμβεί ένας κύκλος αντιδράσεων που παράγει μόρια ελαφρώς παρόμοια με κάποιο αρχικό αντιδρόν μόριο, και δεδομένου οτι τα παράγωγα είναι περισσότερα του ενός, ο πληθυσμός αυτών των αντιδρόντων–παραγώγων μορίων θα έχει την τάση να αυξηθεί, γιατί και τα παράγωγα μόρια θα γίνουν αντιδρόντα και θα δημιουργήσουν άλλα παράγωγα, που επίσης θα μοίάζουν ελαφρώς με τα αντιδρόντα. Εκείνα που δεν μοιάζουν αρκετά θα χαθούν μέσα στο πλήθος των άλλων οργανικών μορίων· όσα όμως μοιάζουν λίγο περισσότερο θα “επιμείνουν” κι αυτά, γιατί θα παράγουν απογόνους από τους οποίους κάποιοι βέβαια δεν θα τύχει να τους μοιάζουν, κάποιοι άλλοι όμως θα τύχει να τους μοιάζουν ακόμα περισσότερο· και ούτω καθεξής. Χάρη σ’ αυτή τη διαδικασία λοιπόν (που μας φέρνει στο νου την έννοια “φαύλος κύκλος”), η ιδιότητα του “ομοιάζειν” τελειοποιείται, απλά και μόνο λόγω στατιστικής και πιθανοτήτων, χωρίς να υπάρχει κάποιο μαγικό χέρι που να σπρώχνει την όλη διαδικασία. Αν πιστεύετε οτι “κατά τύχη” δεν είναι δυνατό να συμβούν τα παραπάνω, κάνετε πολύ μεγάλο λάθος. Το “κατά τύχη” μπορεί να δημιουργήσει υλικές δομές με σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα. Κοιτάξτε για παράδειγμα το παρακάτω διάγραμμα:
Η μπάλα που βλέπουμε στο άνω μέρος του διαγράμματος πέφτει προς τα κάτω, και συναντά τα εμπόδια με το σχήμα Λ, τα οποία είναι καρφωμένα στον τοίχο. Όταν συναντά ένα τέτοιο εμπόδιο η μπάλα πέφτει κατά τύχη (με πιθανότητα 50%) ή προς τα δεξιά ή προς τ’ αριστερά. Στο κάτω μέρος βλέπουμε αρκετές τέτοιες μπάλες μαζεμένες στο πάτωμα, η κάθε μια να έχει καταλήξει σε μια στοίβα. Παρόλο που οι μπάλες πέφτουν τελείως τυχαία, σχηματίζουν στο πάτωμα ένα σωρό που έχει το σχήμα της λεγόμενης διωνυμικής κατανομής, που είναι περίπου σαν καμπάνα. Το σχήμα της καμπύλης αυτής φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα:
Αυτό το σχήμα αποτελεί μια δομή που σχηματίζεται τυχαία μεν, με εξαιρετικά μεγάλη βεβαιότητα δε. Κάτι παρόμοιο θα συμβεί κι αν στρίψετε ένα νόμισμα χίλιες φορές: μπορεί μεν την κάθε φορά να έχετε την ίδια πιθανότητα (50%) να πάρετε κορώνα ή γράμματα, αλλά στις χίλιες φορές μπορείτε να έχετε μεγάλη βεβαιότητα οτι περίπου οι πεντακόσιες θα έρθουν κορώνα, και οι υπόλοιπες γράμματα. Μπορείτε μάλιστα να στοιχηματίσετε όλα τα λεφτά-σας στο οτι δεν πρόκειται να σας τύχουν λιγότερες από 10 κορώνες (και περισσότερα από 990 γράμματα). Γιατί μπορείτε να πάτε ένα τέτοιο στοίχημα; Διότι έχετε τεράστια βεβαιότητα οτι κάτι σαν κι αυτό που περιέγραψα δεν πρόκειται να συμβεί πρακτικά ποτέ, όπως μπορούν να σας βεβαιώσουν οι νόμοι της στατιστικής και των πιθανοτήτων. Άρα το τυχαίο μπορεί να είναι τυχαίο, αλλά όταν επαναλαμβάνεται παράγει βεβαιότητα, μέσω των πιθανοθεωρητικών νόμων. Και η επανάληψη στη βιολογία οφείλεται στην αναπαραγωγή. Το λάθος που κάνουν οι δημιουργιστές, από καθαρή άγνοια και μόνο, είναι οτι νομίζουν οτι αυτό που δημιουργήθηκε τυχαία ήταν το πρώτο κύτταρο. Όσες φορές και να τους τονιστεί οτι η αναπαραγωγή αφορά σε οργανικά μόρια, και όχι κύτταρα, δεν πρόκειται να το καταλάβουν. Ούτε πρόκειται να καταλάβουν οτι ποτέ δεν εμφανίστηκε το πρώτο αυτο-αναπαραγόμενο μόριο εντελώς ξαφνικά, αλλά οτι και αυτή ακόμη η έννοια της αυτο-αναπαραγωγής εξελίχθηκε και τελειοποιήθηκε με το χρόνο. (Άλλο η εξέλιξη των μορίων, κι άλλο η εξέλιξη της εξέλιξης, δηλαδή της έννοιας της αυτο-αναπαραγωγής· για την τελευταία αυτή μιλώ στη σελίδα που προανέφερα.) Έτσι λοιπόν βλέπουμε οτι και το “αναπαράγεσθαι”, όπως και το “τρώγειν”, ξεκίνησε από πολύ ταπεινό στάδιο· συγκεκριμένα από το στάδιο της χημείας, όπου δεν το αναγνωρίζουμε καν ως την ιδιότητα αυτή. Μόνο όταν τα μόρια μέσω της τελειοποίησης της διαδικασίας της αναπαραγωγής άρχισαν να παράγουν αρκετά πιστά αντίγραφά τους, τότε μόνο πέρασε η ύλη από το στάδιο της χημείας στο στάδιο της βιολογίας — πέρασμα που βέβαια δεν έγινε “εν μιά νυκτί”, αλλά διήρκεσε πολλά εκατομμύρια χρόνια. Πάνω στον αρχικό πυρήνα της απλής αναπαραγωγής άρχισαν να προστίθενται οντότητες της άλω, όπως χημικοί μηχανισμοί που τελειοποιούν την πιστότητα των αντιγράφων· ή άλλα μόρια που λειτουργούν ως “τείχη κάστρων” που προστατεύουν τα άλλα μόρια, τα υπεύθυνα για την αναπαραγωγή (από τέτοια “κάστρα μορίων” δημιουργήθηκαν τα πρώτα κύτταρα)· ή η δυνατότητα του να μπορεί ολόκληρο το “κάστρο” (το κύτταρο) να μετακινείται προς την τροφή, αντί να περιμένει να έρθει η τροφή προς το μέρος-του. Αυτοί οι μηχανισμοί προστέθηκαν όχι από κάποιο αόρατο χέρι, αλλά από την ίδια τη διαδικασία της εξέλιξης, καθώς οι οντότητες που ανέπτυξαν τους μηχανισμούς αυτούς σταδιακά και κατά τύχη, επικράτησαν εις βάρος εκείνων που δεν τους ανέπτυξαν. Σε κάποιο προχωρημένο στάδιο “ανακαλύφθηκε” και το “ξες”, που προσδίδει κάποια πλεονεκτήματα στην αναπαραγωγή: επιτρέπει τον εμπλουτισμό του πληθυσμού των γονιδίων, θέμα στο οποίο δεν έχουμε το χώρο να υπεισέλθουμε, αλλά που είναι ο λόγος για τον οποίο η αιμομιξία είναι “κακή ιδέα” στη βιολογία: επειδή καταστρατηγεί τον εμπλουτισμό των γονιδίων· γιαυτό αναπτύξαμε (όχι μόνο εμείς αλλά και όλοι οι “ξεσουαλικά αναπαραγόμενοι” οργανισμοί) ένα μηχανισμό αποφυγής της αιμομιξίας, δηλαδή την έμφυτη απέχθεια που δείχνουν οι γονείς στο να κάνουν απογόνους με τα παιδιά-τους. (Φυσικά κανένας μηχανισμός στον κόσμο της βιολογίας δεν είναι “αεροστεγής”, γιαυτό περιστασιακά παρατηρούνται εξαιρέσεις.) Εμείς οι άθρωποι, πάνω στο “ξες” έχουμε στήσει ολόκληρο οικοδόμημα, τη γνωστή “βιομηχανία του ξες”. Όλα αυτά όμως δεν είναι παρά “μπιχλιμπίδια”, άλως γύρω απ’ το βασικό πυρήνα. 3.2 Τί είναι αυτό που “κινεί” τα ζωντανά πλάσματα; Πολλά χρόνια αφότου έγραψα το κείμενο αυτό, ένας άλλος φίλος-μου (όχι ο Αρίσταρχος), πρώην ιερέας,(*) μου έθεσε το ερώτημα: «Τί είναι αυτό που δίνει την “πνοή της ζωής” και κάνει τα ζωντανά πλάσματα να κινούνται;» Του έδωσα μια απάντηση που ήταν “μερική”. Δηλαδή ενώ άγγιζε την ουσία, δεν ήταν πλήρης. Θα ήθελα τώρα που μου δίνεται η ευκαιρία να την κάνω πιο πλήρη. (Μπορεί κάποτε να τη διαβάσει ο φίλος-μου.) Παρόλο που η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν σχετίζεται άμεσα με το κύριο θέμα-μας, που είναι η ψυχή, εφόσον ο τίτλος της παρούσας ενότητας είναι «Ζωή», αυτό “μου κάνει πάσα” (επιτρέψτε-μου την ποδοσφαιρική ορολογία) να απαντήσω στο ερώτημα του φίλου-μου. Λοιπόν, γιατί τα έμβια όντα κινούνται: Η κίνηση είναι κάτι που ενυπάρχει στο φυσικό κόσμο. Μπορεί εμείς να βλέπουμε την πέτρα να μένει ακίνητη, αλλά μέσα-της, σε μικροσκοπικό επίπεδο (σε επίπεδο μορίων και ατόμων) υπάρχει κίνηση σε φρενήρη ρυθμό! Πάρτε ένα μόριο Η2Ο, εντός νερού που βρίσκεται σε ηρεμία σε ένα ποτήρι και μοιάζει εντελώς στάσιμο. Ξέρετε με τί ταχύτητες κινείται αυτό το μόριο του νερού; Πρόκειται για ταχύτητες που κατά μέσο όρο είναι στα 1500 χλμ/ώρα, και μερικές φορές φτάνουν και τα 6000 χλμ/ώρα! Μόνο που οι ταχύτητες αυτές διατηρούνται για απειροελάχιστο χρόνο, γιατί το μόριο του νερού αμέσως συγκρούεται με τα γειτονικά-του μόρια, οπότε αλλάζει την ταχύτητα και τη διεύθυνσή του. Αν δεν υπήρχαν άλλα μόρια Η2Ο γύρω-του για να το συγκρατήσουν, με ταχύτητα 1000 χλμ/ώρα το μόριο θα έφτανε σε μία ώρα από την Αθήνα στη Ρώμη· ενώ με 6000 χλμ/ώρα θα έφτανε στο όρος Έβερεστ! Ακόμα και τα μόρια ενός στερεού (όπως η πέτρα), μπορεί να είναι μεν δεσμευμένα π.χ. σε ένα κρυσταλλικό πλέγμα, αλλά ταλαντώνονται με απίστευτα μεγάλες συχνότητες. Αυτές οι εξωφρενικές ταχύτητες λοιπόν ενυπάρχουν στη φύση. Η ταχύτητα είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το χρόνο, ή καλύτερα την αλλαγή στις χωροχρονικές συντεταγμένες ενός υλικού σώματος. Από αυτή την ενυπάρχουσα κίνηση λοιπόν προέρχεται η κίνηση των έμβιων όντων. Δεν χρειάζεται να τους “εμφυσήσει” κανείς “πνοή ζωής”. Την κίνηση την έχουν μέσα-τους. Ωραία. Αλλά γιατί η πέτρα δεν κινείται από μόνη-της; Αυτό είναι το ερώτημα. Μπορεί οι παραπάνω δύο παράγραφοι να μας απαντούν στο από πού προέρχεται η κίνηση των έμβιων όντων (ενυπάρχει σε μικροσκοπικό επίπεδο), αλλά τί γίνεται στο μακροσκοπικό επίπεδο; Γιατί η πέτρα δεν βγάζει ποδαράκια να σηκωθεί να φύγει, ενώ αυτό ακριβώς κάνει μια ταπεινή χελωνίτσα; (Αυτό είναι που παρέλειψα να απαντήσω στο φίλο-μου, τον πρώην ιερέα.) Διότι η πέτρα δεν έχει μεταβολισμό. Τα μόρια της πέτρας δεν είναι διαρρυθμισμένα έτσι ώστε να προσλαμβάνουν ενέργεια με μορφή τροφής από το εξωτερικό περιβάλλον, να αφομοιώνουν την τροφή αυτή στο σώμα-τους, να τη μετατρέπουν σε “μονάδες ενέργειας” (μόρια ΑΤΡ, αδενοσινοτριφωσφορικό οξύ), και να χρησιμοποιούν αυτές τις μονάδες ενέργειας για να κινήσουν και τα παραμικρά τμήματα του σώματός τους, αποβάλλοντας παράλληλα άχρηστες ουσίες στο περιβάλλον. Όλο αυτό λέγεται μεταβολισμός, και η πέτρα δεν τον διαθέτει. Πρώτα-πρώτα η πέτρα έχει τα μόριά της (συνήθως) περιορισμένα σε ένα κρυσταλλικό πλέγμα. Αλλά κι αν τα μόρια είναι πιο ελεύθερα, όπως σε ένα υγρό ή αέριο, δεν είναι διαρρυθμισμένα έτσι ώστε να οδηγούν σε μεταβολισμό τροφών. Και τη διαρρύθμιση αυτή στα έμβια όντα, ας μην ξεχνάμε, δεν την έκανε κάποιος πάνσοφος μηχανικός, αλλά ξεκίνησε από το ταπεινό στάδιο των αυτοαναπαραγόμενων οργανικών μορίων. Από ’κεί και πέρα, πολυπλοκοποιήθηκε μέσω της φυσικής επιλογής, του κύριου πιθανοθεωρητικού μηχανισμού που είναι υπεύθυνος για τη βιολογική εξέλιξη.
Στην επόμενη ενότητα θα δούμε πώς η ύλη, που μέσω της αναπαραγωγής έγινε αυτό που λέμε “έμβια”, άρχισε να “σκέφτεται”. Όπως συνήθως, οι βάσεις του “σκέπτεσθαι” ενυπήρχαν στην ύλη από πολύ πρώιμο στάδιο. Αλλά ας δούμε τα σχετικά με αυτό το θέμα. |
Απ’ όλα τα υλικά σώματα, τα μόνα τα οποία μπορούμε να
πούμε οτι “σκέφτονται” είναι τα έμβια, γιατί τα κούτσουρα προφανώς δεν
εκτελούν κανενός είδους τέτοια λειτουργία. (Εκτός κι αν είμαστε
ανιμιστές, πιστεύοντας οτι όλα τα υλικά αντικείμενα έχουν “ψυχή” —
animus στα λατινικά — αλλά αυτό το κείμενο δεν γράφτηκε για να
διαβαστεί από αναγνώστες που πιστεύουν τέτοιες ανοησίες.) Και μεταξύ των έμβιων όντων, πάλι δεν μπορούμε να πούμε για όλα-τους οτι “σκέφτονται”. Σκέφτεται ένα κύτταρο; Μία αμοιβάδα, π.χ., είναι ένας ζωντανός μονοκύτταρος οργανισμός: τρώει, κινείται, αναπαράγεται, αλλά προφανώς δεν σκέφτεται. Μα φυσικά, πώς να σκεφτεί, αφού δεν έχει νευρώνες, δηλαδή νευρικά κύτταρα που να σχηματίζουν κάτι σαν μυαλό· και πώς να έχει νευρικά κύτταρα, αφού η αμοιβάδα είναι ένα και μοναδικό κύτταρο. Μήπως λοιπόν, προκειμένου να ισχυριστούμε οτι ένας οργανισμός “σκέφτεται”, πρέπει να απαιτήσουμε να έχει τουλάχιστον νευρικά κύτταρα, δηλαδή εγκέφαλο; Και πόσος εγκέφαλος απαιτείται για να υπάρξει σκέψη; Αρκούν τα ελάχιστα νευρικά κύτταρα μιας μέδουσας (“τσούχτρας”), ή, στο άλλο άκρο, πρέπει να έχει κανείς εγκέφαλο τόσο πολύπλοκο όσο ο ανθρώπινος για να πούμε οτι σκέφτεται; Δηλαδή ένας σκύλος, ένα άλογο, ή ένας χιμπαντζής, δεν σκέφτονται ποτέ και τίποτα; Απλώς “αντιδρούν” σαν αυτόματα; Τί είναι αυτό που ονομάζουμε “σκέψη”, στο κάτω-κάτω; Αν δεν ξέρουμε τί είναι αυτό για το οποίο μιλάμε, πώς μπορούμε ν’ αποφασίσουμε αν το τάδε ή το δείνα έμβιο είδος έχει την ικανότητα να σκέφτεται; Κάπως έτσι θα μπορούσαν να μοιάζουν τα νευρικά κύτταρα
σ’ έναν εγκέφαλο, με τη διαφορά οτι το καθένα Στις παραγράφους που ακολουθούν θα δούμε οτι το “σκέπτεσθαι” (όπως και το “τρώγειν”, και το “αναπαράγεσθαι”), έχει βαθύτατες ρίζες. Δεν μπορεί να είναι χαρακτηριστικό αποκλειστικά ανθρώπινο, αλλά ούτε και αποτελεί μια “άσπρη ή μαύρη” ιδιότητα, δηλαδή κάτι το οποίο ένας οργανισμός είτε το έχει είτε όχι· μπορεί να το έχει σε μικρό βαθμό· μπορεί μάλιστα να το έχει σε τόσο μικρό βαθμό που ούτε που μας περνάει από το μυαλό να χαρακτηρίσουμε τη συμπεριφορά-του σαν “σκέψη”. Πριν όμως εξετάσουμε τη σκέψη καθαυτό, πρέπει να κάνουμε ορισμένες “πνευματικές ασκήσεις”, εξετάζοντας κάποιες ιδιότητες που σχετίζονται κατά κάποιον τρόπο με τη σκέψη. 4.1 Βούληση Ας υποθέσουμε οτι πεινάτε. Για να ικανοποιήσετε το αίσθημα της πείνας σηκώνεστε, πηγαίνετε στο ψυγείο, το ανοίγετε, και κοιτάτε τα περιεχόμενά του. Θελήσατε λοιπόν και σηκωθήκατε, κάνατε όλη τη διαδρομή ως το ψυγείο, και το ανοίξατε. Συμφωνούμε όλοι πως με τη θέλησή σας έγιναν όλ’ αυτά, γιατί οι άνθρωποι που δεν έχουν καθόλου θέληση, ή βούληση όπως τη λέμε αλλιώς (όπως όσοι πάσχουν από τη νόσο του Αλτσχάιμερ σε προχωρημένο στάδιο) δεν σηκώνονται από μόνοι-τους να πάνε στο ψυγείο όταν πεινάνε. Ωραία. Τωρα ας σκεφτούμε μία γάτα, που επίσης πεινάει. Αν είναι γάτα “του σαλονιού”, το καλομαθημένο-μας κατοικίδιο δηλαδή, θα έρθει να μας ζητήσει την τροφή από μόνη-της. Έχει βούληση η γάτα όταν το κάνει αυτό; Το θέλει και το κάνει; Νομίζω πως οι περισσότεροι αναγνώστες θα απαντούσαν «Ασφαλώς και το θέλει! Αν δεν το ήθελε τότε γιατί ήρθε νιαουρίζοντας και άρχισε να τρίβεται στο πόδι-μου, όπως κάνει πάντα όταν πεινάει;». Ιδίως αν έχετε κατοικίδιο είναι πολύ δύσκολο να αποφύγετε την παραπάνω σκέψη — και με το δίκιο-σας. Κι αν πρόκειται για γάτα απ’ αυτές που προτιμούν την ελεύθερη ζωή εκτός σπιτιών, ή για γάτα αδέσποτη (κοινώς “κεραμιδόγατα” ), δεν θα πάει από μόνη-της να βρει την τροφή-της; Και πάλι πολύ δύσκολα θα γίνουμε πιστευτοί αν ισχυριστούμε οτι η γάτα δεν έχει βούληση, δεν θέλει από μόνη-της να κάνει αυτό που κάνει. Αν δεν θέλει από μόνη-της τότε πώς το κάνει; Ποιος την ωθεί να το κάνει; Το ίδιο πράγμα που είπαμε για τις γάτες μπορούμε να το πούμε και για κάθε οργανισμό που ψάχνει να βρει την τροφή-του, ή και το ταίρι-του. Βλέπουμε λοιπόν οτι δεν απαιτούνται βαθειές νοητικές ικανότητες για να πούμε οτι κάποιος οργανισμός “θέλει” να κάνει κάτι. Και το ψάρι “θέλει” και πηγαίνει στην τροφή-του, “θέλει” και πλησιάζει το ψάρι του αντίθετου φύλου. Μπορεί βέβαια να μην έχει την απαιτούμενη εγκεφαλική πολυπλοκότητα για να κάνει τη σκέψη «Νά κάτι που φαίνεται ενδιαφέρον, ας το πλησιάσω!», αλλά τί σημασία έχει αν μπορεί να κάνει συνειδητά τη σκέψη αυτή ή όχι; Το γεγονός είναι οτι δρα με τέτοιον τρόπο που μας δίνει την εντύπωση οτι “θέλει” να πάει προς κάποιο άλλο αντικείμενο, και γιαυτό αλλάζει θέση στο χώρο. Αλλά ότι είπαμε για το ψάρι, μπορούμε να το πούμε και για ένα μεμονωμένο κύτταρο, όπως μια αμοιβάδα. Και η αμοιβάδα πάει προς την τροφή-της, ή κι αν δεν πάει, τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται όταν βρίσκεται πολύ κοντά-της και σχηματίζει τα κολπίδια στο σώμα-της προκειμένου να την καταβροχθίσει. Όμως η αμοιβάδα σίγουρα δεν κάνει καμία σκέψη, γιατί δεν έχει εγκέφαλο. “Θέλει”, αλλά χωρίς μυαλό. Θα σας αναφέρω τέλος ένα παράδειγμα που δείχνει οτι βούληση μπορούμε να ανακαλύψουμε ακόμα κ’ εκεί που δεν την περιμένουμε καθόλου. Το παράδειγμα αυτό πρωτοσυνάντησα στο βιβλίο “Kinds of Minds” του Daniel Dennett («Είδη Νόων» θα μετάφραζα τον τίτλο, αλλά δεν ξέρω αν το βιβλίο αυτό έχει μεταφραστεί στα ελληνικά): Φέρτε στο μυαλό-σας την εικόνα μιας συστάδας θάμνων, με πολλά φυτά μπερδεμένα το ένα με τ’ άλλο, πολλή πρασινάδα απ’ αυτή που φουντώνει συνήθως κατά τα μέσα με τέλη της άνοιξης. Τα φυτά μοιάζουν απλά να υπάρχουν στο σημείο εκείνο. Ούτε μοιάζει να “θέλει” κάποιο απ’ αυτά τίποτε, ούτε να επιδιώκει κάποιο σκοπό. Τουλάχιστον έτσι μας φαίνεται καθώς τα παρατηρούμε.
Φανταστείτε όμως τώρα οτι βάζουμε μια κάμερα απέναντι από τα φυτά, και τη ρυθμίζουμε έτσι ώστε να παίρνει, π.χ., ένα καρέ κάθε λεπτό. Άρα μέσα σε μία ώρα θα παίρνει 60 καρέ, σε ένα εικοσιτετράωρο 1440, και σε δύο μήνες 86.400. Αυτοί οι αριθμοί σημαίνουν οτι αν στο τέλος των δύο μηνών παίξουμε το φιλμάκι σε κανονική ταχύτητα (π.χ. με 24 καρέ ανά δευτερόλεπτο), θα δούμε μέσα σε μία ώρα όλα όσα συνέβησαν στη διάρκεια των δύο μηνών. Τί νομίζετε οτι θα παρατηρήσουμε τότε; Αυτό που θα δούμε θα μοιάζει με έναν αγώνα επιβίωσης, μια μάχη των φυτών μεταξύ-τους. Θα δούμε διάφορα φυτά ν’ αναδύονται από το έδαφος, και να διαγκωνίζονται “για μια θέση στον ήλιο”, στην κυριολεξία. Μια περικοκλάδα θα πετάγεται από τη μια μεριά και θα σκιάζει με τό φύλλωμά της τον διπλανό αναπτυσσόμενο θάμνο, ο οποίος θα σπρώχνει το παραδίπλα αναρριχητικό φυτό, που θα αγωνίζεται να τυλιχτεί στον κορμό του νεαρού δέντρου, το οποίο όμως με τη σειρά-του θα στρέφει τα φύλλα-του καθημερινά προς τον ήλιο (δηλαδή μία φορά ανά λεπτό, σύμφωνα με την ταχύτητα του φιλμ-μας), αφήνοντας τα κοντύτερα φυτά να αγωνιούν ν’ αρπάξουν τις ηλιαχτίδες που θα περνούν μέσα από το φύλλωμα-του... Τα φυτά κυριολεκτικά θα σπρώχνουν το ένα το άλλο, κάτι το οποίο δεν αντιλαμβανόμαστε καθόλου στις απελπιστικά αργές ταχύτητες που τα φυτά κάνουν αυτά τα πράγματα σύμφωνα με τη δική-μας αντίληψη του χρόνου. “Θελουν” τα φυτά και επιδεικνύουν αυτές τις συμπεριφορές; Επιδιώκουν να φτάσουν προς το ηλιακό φως και να κλέψουν λίγο περισσότερο φως από τα άλλα φυτά; Δύσκολο να χρησιμοποιήσουμε τέτοια ρήματα όπως “θέλουν” και “επιδιώκουν” προκειμένου για φυτά. Όμως για ποιον τότε δικαιούμαστε να τα χρησιμοποιούμε; Μόνο για τον άνθρωπο; Πολλοί βιολόγοι ισχυρίζονται οτι οι οργανισμοί απλώς “αντιδρούν” στα εξωτερικά ερεθίσματα. Κάποιοι ψυχολόγοι των αρχών του 20ού αιώνα μάλιστα, ακραίων απόψεων, οι λεγόμενοι “μπιχεβιοριστές” (behaviorists), ορμώμενοι από παραδείγματα όπως τα παραπάνω, ισχυρίστηκαν οτι ακόμα και ο άνθρωπος απλώς “αντιδρά” σε ερεθίσματα, δηλαδή οτι και η σκέψη δεν είναι παρά ένα σύνολο αντιδράσεων. Βέβαια όταν εμφανίζονται τέτοιες ακραίες απόψεις στην επιστήμη, συνήθως δεν αντέχουν στη βαθύτερη εξέταση. Όχι πάντα, γιατί οι μεγαλύτερες επιστημονικές “επαναστάσεις” βασίστηκαν πράγματι σε ακραίες απόψεις, αλλά τέτοιες επαναστάσεις δεν γίνονται κάθε μέρα. Έτσι, η “επανάσταση” των μπιχεβιοριστών απέτυχε, γιατί η άποψή τους δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα: δεν είναι απλώς κουτό να ισχυρίζεται κανείς οτι οι άνθρωποι απλά αντιδρούν και οτι η σκέψη δεν είναι κι αυτή παρά ένα σύνολο αντιδράσεων σε ερεθίσματα, αλλά συμβαίνει οτι η άποψη αυτή αποτυγχάνει να εξηγήσει ικανοποιητικά ένα πλήθος δεδομένων (παρατηρήσεων) σχετικά με την ανθρώπινη νόηση. Όταν τα δεδομένα δεν εξηγούνται από μια θεωρία, η θεωρία μένει στα αζήτητα. Αυτή λοιπόν, η άποψη των μπιχεβιοριστών, ανήκει στο ένα άκρο, που λέει οτι όλη η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι παρά ένα σύνολο αντιδράσεων. Υπάρχει και το άλλο άκρο, που λέει — μισοσοβαρά-μισοαστεία — οτι όλη η ύλη σκέφτεται και “βούλεται”: όχι μόνο τα φυτά, αλλά και οι πέτρες, και τα βουνά και τα λαγκάδια. Ποιαν άποψη να πιστέψει κανείς; Όπως συμβαίνει συχνά όταν υπάρχουν δυο ακραίες και αντικρουόμενες απόψεις, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στο μέσον. Δεν είπαν άλλωστε χωρίς λόγο το «παν μέτρον άριστον» οι αρχαίοι-μας πρόγονοι, δηλαδή οτι τα άκρα πρέπει να αποφεύγονται. Πιο καλή συχνά είναι η μέση λύση, να γίνονται τα πράγματα “με μέτρο”. Ποια είναι όμως η μέση λύση; Μια μέση λύση είναι να πούμε για το “βούλεσθαι” αυτό που είπαμε και για ιδιότητες όπως το “τρώγειν” και το “αναπαράγεσθαι”: δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο στην εξελικτική πορεία της ύλης κατά το οποίο να μπορούμε να πούμε οτι έκανε ξαφνικά την εμφάνισή της η βούληση. Οι ρίζες της βούλησης ενυπάρχουν κι αυτές — σε πολύ εμβρυακό επίπεδο — στα πολύ πρώιμα στάδια οργάνωσης της ύλης. Από τα άτομα που χάνουν ένα ηλεκτρόνιο και “θέλουν” να το αναπληρώσουν για να εκμηδενίσουν το θετικό ηλεκτρικό φορτίο-τους, μέχρι τις κυβερνήσεις που κάνουν αναπάντεχες δαπάνες και “θέλουν” να ισοσκελίσουν τον ετήσιο προϋπολογισμό-τους, υπάρχει ένα “συνεχές”. Βάλτε το ρήμα “θέλω” να έχει ότι εύρος θέλετε εσείς πάνω σ’ αυτό το συνεχές, αλλά όποιο εύρος και ν’ αποφασίσετε για τη λέξη, η ουσία δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Η ουσία είναι η ύπαρξη του συνεχούς, δηλαδή της έννοιας της βούλησης που ξεκινάει από έναν πολύ στοιχειώδη πυρήνα, και καταλήγει να συνοδεύεται από μια τεράστια άλω στην περίπτωση των ανθρώπων με τις ακόρεστες ορέξεις-τους για πράγματα που θέλουν στη ζωή-τους. 4.2 Θυμός – Φόβος Δεν θα σας κουράσω άλλο με μια ακόμα ανασκόπηση σε βάθος των δύο αυτών συναισθημάτων, του θυμού και του φόβου. Θα ζητήσω απλώς από τον αναγνώστη να σκεφτεί: είμαστε μόνο εμείς οι άνθρωποι που θυμώνουμε και που φοβόμαστε; Κανένα άλλο ζωικό είδος δεν φαίνεται να επιδεικνύει θυμό, ή φόβο; Ποτέ δεν έχετε δει σκυλί να προτάσσει απειλητικά τους κυνόδοντες και να γρυλίζει ερεθισμένο; Ούτε γάτα να “ανατριχιάζει” όταν νοιώθει οτι απειλείται; Ούτε σαλίγκαρο να μαζεύεται ξαφνικά μέσα στο κέλυφός του επειδή αγγίξατε το εμπρός μέρος του σώματός του; Όσο πιο πολύ ψάχνετε, τόσο περισσότερα παραδείγματα μπορείτε να βρείτε. Δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινα λοιπόν αυτά τα συναισθήματα, μας έρχονται από το πολύ μακρινό παρελθόν. Αλλά όπως και με τις υπόλοιπες ιδιότητες που εξετάσαμε, στον άνθρωπο οι έννοιες “θυμός” και “φόβος” μπορούν να γίνουν εξαιρετικά πολύπλοκες. Δεν θυμώνουμε απλώς με κάποιον συνάνθρωπο που μας απειλεί εκ του σύνεγγυς, θυμώνουμε και με μια κυβέρνηση που μας φαίνεται ανάξια να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα· όπως επίσης μπορεί να “θυμώνει” μια ολόκληρη κοινωνία και να ξεκινά πόλεμο με μια άλλη· φοβόμαστε την υπερθέρμανση του πλανήτη από το φαινόμενο του θερμοκηπίου και ανησυχούμε όχι τόσο για το μέλλον το δικό-μας, αλλά γι’ αυτό των παιδιών και των εγγονιών-μας. Αντίθετα, ένα ταπεινό σαλιγκαράκι “φοβάται” μόνο το φυσικό εμπόδιο που εμφανίζεται αναπάντεχα εμπρός-του. Ίσως όμως ο θυμός και ο φόβος να μη φτάνουν σε τόσο αρχαίες εποχές όπως οι ιδιότητες που εξετάσαμε μέχρι τώρα. Μπορεί να μοιάζει να “φοβάται” το σαλιγκάρι, αλλά δύσκολα θα βρούμε κάτι αντίστοιχο εκτός βιολογίας, δηλαδή μεταξύ μορίων και ατόμων, στο χημικό επίπεδο.(*) Και μπορούμε να σκεφτούμε κι άλλες, ακόμα πιο πολύπλοκες ιδιότητες, που δεν θα τις συναντήσουμε ούτε καν μεταξύ των απλοϊκών οργανισμών, αλλά μόνο μεταξύ αυτών που εμφανίστηκαν πιο πρόσφατα στον πλανήτη, όπως η αγωνία· η έκπληξη· ο έρωτας· η φαντασία· ο θαυμασμός· ο φθόνος· η κολακεία· η ειρωνεία· το χιούμορ· και άλλα πολλά. Μερικά από αυτά τα συναισθήματα είναι τόσο πολύπλοκα που δύσκολα μπορούμε να τα φανταστούμε εκτός της ανθρώπινης νόησης. (“Αγωνία” μπορεί να έχει κ’ ένας πίθηκος, κ’ ίσως ακόμα και “έρωτα”, αλλά ειρωνεία και χιούμορ μάλλον μόνο ο άνθρωπος μπορεί να εκφράσει.) Αυτό όμως είναι το αναμενόμενο. Δεν είναι δυνατό να μη δημιουργήθηκε τίποτα το καινούργιο με την έλευση της ανθρώπινης νόησης. Ίσα-ίσα, πολλές καινούργιες έννοιες δημιουργήθηκαν, που δεν έχουν αντίστοιχο στις προηγούμενες μορφές ύπαρξης της ύλης. Η “ψυχή” όμως, όπως θα δούμε, δεν είναι ανάμεσα σ’ αυτές, αλλά συγκαταλέγεται μεταξύ των σχετικά παλιών. Προτρέχω όμως. 4.3 Συναισθήματα και Ρητές Σκέψεις Είμαστε ακόμα στο στάδιο της εξέτασης της σκέψης, και τα όσα ανέφερα μέχρι τώρα (βούληση, θυμός, φόβος, έκπληξη, κλπ.) δεν αποτελούν ρητή σκέψη, αλλά συναισθήματα. Όταν λέω ρητή σκέψη εννοώ το είδος της σκέψης που μπορούμε να εκφράσουμε συνειδητά, συνήθως μέσω ολόκληρων προτάσεων: «Αύριο να θυμηθώ να πληρώσω το λογαριασμό του τηλεφώνου»· «Αυτός ο τύπος με το γυαλί και το μούσι κάτι μου θυμίζει»· «Μου φαίνεται θα φύγω από ’δώ, όλο τα ίδια και τα ίδια λένε»· και λοιπά, και λοιπά. Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ συναισθημάτων και ρητών σκέψεων. Η διαφορά είναι οτι τα συναισθήματα μπορούν και τα παράγουν οι εγκέφαλοι πολλών άλλων ζωικών ειδών εκτός των ανθρώπων, όπως είδαμε με τα προηγούμενα παραδείγματα. Αντίθετα, ρητές σκέψεις μπορεί να παράγει μόνο ο ανθρώπινος εγκέφαλος, και υπάρχει πολύ συγκεκριμένος λόγος γι’ αυτό. Ο λόγος είναι οτι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει ένα κομμάτι που είναι εξαιρετικά μεγάλο σε σχέση με τα υπόλοιπα θηλαστικά, τον λεγόμενο μετωπιαίο λοβό (αγγλ.: frontal lobe), που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της κρανιακής κοιλότητας στο μπροστινό και άνω μέρος του εγκεφάλου, πίσω από το μέτωπο και κάτω από την κορυφή του κρανίου, και που είναι ελάχιστα αναπτυγμένος ακόμα και στους φυλογενετικά πιο κοντινούς-μας συγγενείς, τους χιμπαντζήδες.(*) Δεν σημαίνει αυτό οτι οι ρητές σκέψεις σχηματίζονται μόνο στο μετωπιαίο λοβό, κι οτι χωρίς αυτόν οι εγκέφαλοι των άλλων ζώων μπορούν να έχουν μόνο συναισθήματα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα το τμήμα αυτό του ανθρώπινου εγκεφάλου παίζει σπουδαίο ρόλο. Μεγάλο μέρος αυτού που ονομάζουμε υποσυνείδητο, που είναι υπεύθυνο για την ύπαρξη των συναισθημάτων, φαίνεται οτι εδράζεται στο κάπως πιο “αρχαίο” τμήμα του εγκεφάλου, αυτό που έχουν και μη-θηλαστικά (το limbic system, στα αγγλικά)· αντίθετα, το συνειδητό, αυτό που είναι υπεύθυνο για τις ρητές σκέψεις, το χειρισμό της γλώσσας, και, όπως θα δούμε, την αίσθηση του “εγώ” (που παίζει θεμελιώδη ρόλο στην αντίληψη αυτού που ονομάζουμε “ψυχή”) εδράζεται στα εξελικτικά νεώτερα τμήματα του εγκεφάλου. Εκτός από το οτι παράγονται από διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου, συναισθήματα και ρητές σκέψεις έχουν και μια άλλη, δομική διαφορά: τα συναισθήματα είναι σχεδόν πάντα απλές, σκέτες έννοιες, που σημαίνει οτι στη γλώσσα συνήθως αρκεί μία και μοναδική λέξη για να τα περιγράψει: θυμός, χαρά, αγωνία, έκπληξη, δυσαρέσκεια, ελπίδα, απόλαυση, κλπ. Αντίθετα, οι ρητές σκέψεις είναι σύνθετα κατασκευάσματα, αποτελούμενα συνήθως από περισσότερες από μία έννοιες, γιαυτό και απαιτούν ολόκληρες προτάσεις για την περιγραφή-τους: «Ανεβαίνουν οι τιμές στα καύσιμα, καλύτερα να βάλω βενζίνη αύριο.» Στην πρόταση αυτή έχουμε ένα πλήθος εννοιών (τιμή, καύσιμο, ανύψωση, βενζίνη, αυτοκίνητο, πρατήριο βενζίνης, κ.ά,) που συνδέονται μεταξύ-τους με τους συνδετικούς κρίκους της γλώσσας (άρθρα, προθέσεις, αντωνυμίες, σύνδεσμοι, μόρια, κλπ.), και που κάποιες απ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται σαν λέξεις στην πρόταση που ανέφερα (π.χ., “βενζίνη”), ενώ κάποιες άλλες υπάρχουν έμμεσα μόνο (π.χ., “αυτοκίνητο”, “πρατήριο”). Το οτι υπάρχουν έμμεσα όμως δεν σημαίνει οτι υπολείπονται σε κάτι από τις άλλες. Γενικά μια ρητή σκέψη αποτελείται από κάποιες έννοιες δομημένες (συνδεδεμένες) μεταξύ-τους με κάποιον τρόπο· το πώς θα εκφράσουμε τη σκέψη σε μια γλώσσα, ποιες έννοιες θα βάλουμε στην πρόταση σαν λέξεις, και ποιους συνδετικούς κρίκους θα χρησιμοποιήσουμε, είναι θέμα που εξαρτάται από τη γλώσσα (π.χ. ελληνικά, γαλλικά, κλπ.) αλλά και την ψυχολογία της στιγμής (π.χ., θα μπορούσαμε να πούμε «...καλύτερα να περάσω απ’ το πρατήριο...», αντί «...καλύτερα να βάλω βενζίνη....»). Η ρητή σκέψη όμως είναι μια εσωτερική παράσταση, ανεξάρτητη της γλώσσας. Ναι αλλά τί είναι τελικά μια ρητή σκέψη; Είπα είναι «εσωτερική παράσταση». Τί σημαίνει αυτό; Είναι ύλη η σκέψη, ή είναι άυλη; Είναι καί τα δύο. Κατ’ αρχήν υπάρχουν υλικές οντότητες μέσω των οποίων υλοποιούνται οι σκέψεις. Είναι οι νευρώνες του εγκεφάλου, δηλαδή τα εγκεφαλικά κύτταρα (δείτε το σχεδιάγραμμα σε προηγούμενη παράγραφο). Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει πάνω από 100.000.000.000 (εκατό δισεκατομμύρια) νευρώνες, χώρια τα άλλα κύτταρα που είναι υποστηρικτικά της όλης εργασίας-του, χώρια τα αιμοφόρα αγγεία. Ο κάθε νευρώνας κάνει μια πολύ απλή και γνωστή διεργασία: συγκεκριμένα, δέχεται ηλεκτρικά σήματα από άλλους νευρώνες, τα αθροίζει, και ανάλογα με το αποτέλεσμα της άθροισης, αν αυτό ξεπεράσει ένα όριο, θα μεταδώσει το σήμα παραπέρα (σε άλλους συνδεμένους νευρώνες), αλλιώς (αν είναι κάτω απ’ το όριο) δεν θα το μεταδώσει. Αυτό το απλούστατο κάνει όλο κι όλο ένας νευρώνας. Και χάρη σ’ αυτήν την απλούστατη λειτουργία των νευρώνων παράγονται οι σκέψεις, τόσο οι ρητές, όσο και τα συναισθήματα. Δύσκολο να γίνει πιστευτό; Είναι δυνατόν ποτέ μια πολυσύνθετη σκέψη όπως αυτή των τιμών που ανεβαίνουν και του ακόλουθου συμπεράσματος να γεμίσει το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου να είναι το αποτέλεσμα αθροίσεων ηλεκτρικών σημάτων στο εσωτερικό δισεκατομμυρίων ταπεινών νευρώνων; Τότε θα ρωτήσω με τη σειρά-μου: Είναι δυνατόν ποτέ αυτό που ονομάζουμε “ζωή” να είναι το αποτέλεσμα των χημικών αντιδράσεων μεταξύ δισεκατομμυρίων (και βάλε) ταπεινών μορίων; Είναι δυνατόν το φωτεινό σήμα που φαίνεται να κινείται στο πλαίσιο της πινακίδας του Τζίμη του Χοντρού να είναι το αποτέλεσμα του αναβοσβησίματος μερικών λαμπτήρων; «Ναι!» θα απαντήσετε εμφατικά στο τελευταίο ερώτημα, γιατί γνωρίζετε οτι δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο στην πινακίδα του Τζίμη πέρα από λαμπιόνια· και γνωρίζετε οτι τα φωτεινά σήματα δεν είναι υλικά (δεν πιάνονται), αλλά προέρχονται από υλικά σώματα. Όπως είδαμε, τα κινούμενα φωτεινά σήματα είναι αναφυόμενη ιδιότητα της συντονισμένης λειτουργίας των λαμπτήρων. Το ίδιο «ναι» θα δώσετε σαν απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, ιδίως αν είστε βιολόγοι και γνωρίζετε “απ’ έξω κι ανακατωτά” το πώς οι οργανικές ενώσεις μορίων παράγουν τη ζωή, σαν αναφυόμενη ιδιότητα. Είναι θέμα του σε πόσο βάθος γνωρίζουμε τα πράγματα: αν τα γνωρίζουμε ελάχιστα, η άγνοια μας κάνει να νομίζουμε οτι πρόκειται για μυστήριο. Και το ίδιο «ναι» θα απαντήσετε στο πρώτο ερώτημα, αν είστε νοολόγοι, και γνωρίζετε το οτι οι εγκεφαλικοί νευρώνες παράγουν τις σκέψεις, σαν αναφυόμενη ιδιότητα. Σήμερα μπορεί να μοιάζει απίστευτο το οτι οι σκέψεις παράγονται από απλά κύτταρα, τους νευρώνες, και από τίποτ’ άλλο. Αν όμως μοιάζει απίστευτο, αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε σχετική άγνοια για το πώς προκύπτουν οι σκέψεις από νευρώνες. Και δεν μιλάω μόνο για το μέσο άνθρωπο· ακόμα και οι επιστήμονες (νοολόγοι, ψυχολόγοι, νευροβιολόγοι) αγνοούν τις λεπτομέρειες. Πήραμε το μάθημά μας όμως. Βλέπετε, μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα αρκετοί φιλόσοφοι πίστευαν οτι για να είναι ζωντανός ένας οργανισμός πρέπει να έχει μια ειδική και μυστηριώδη ουσία, που ο Γάλλος φιλόσοφος Henri Bergson ονόμασε “ζωτική δύναμη” (“élan vital”), το 1907. (Όπως επίσης κάτι παρόμοιο είχε υποστηρίξει και ο Έλληνας στωικός φιλόσοφος Ποσειδώνιος ο Ρόδιος, το 2ο αι. π.Χ.) Όμως τελικά συσσωρεύθηκε αρκετή γνώση στη βιολογία ώστε να καταλάβουμε πως καμιά μυστηριώδης “ζωτική δύναμη” (που φυσικά δεν ανιχνεύθηκε ποτέ) δεν είναι απαραίτητο να υποτεθεί οτι υπάρχει. Η συνδυασμένη λειτουργία των κυττάρων ενός οργανισμού αρκεί. Παρόμοια, σήμερα έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε οτι καμία “ψυχική ουσία” δεν είναι απαραίτητο να υποτεθεί οτι υπάρχει προκειμένου να μπορεί ένας οργανισμός, και ιδίως ένας άνθρωπος, να κάνει ρητές σκέψεις. Φανταστείτε λοιπόν οτι όπως τα φωτεινά σήματα που τρέχουν πάνω στην πινακίδα του Τζίμη είναι κάτι το άυλο, αλλά ταυτόχρονα κάτι το υπαρκτό (αφού μόνο υπαρκτά πράγματα τρέχουν στο χώρο και αλλάζουν στο χρόνο), έτσι και οι σκέψεις: είναι άυλες μεν (με την έννοια οτι δεν μπορούμε να τις αγγίξουμε), αλλά ταυτόχρονα υπαρκτές, γιατί διαδίδονται μεταξύ των νευρώνων μέσα στον εγκέφαλο. Γιά ρίξτε μια ματιά στο παρακάτω διάγραμμα, που είναι επανάληψη ενός προηγούμενου (εκείνου που δείχνει σχηματικά εγκεφαλικούς νευρώνες), αλλά αυτή τη φορά το παρουσιάζω σαν κινούμενη εικόνα. Μήπως σας φέρνει στο νου κάτι γνώριμο;
Διάγραμμα που σκοπό έχει να βοηθήσει τη φαντασία του αναγνώστη να “δει”
τις σκέψεις. Βέβαια οι νευρώνες σ’ Εμένα μου φέρνει στο νου το φίλο-μου το Τζίμη, και την περίφημη ταμπέλα-του. Και όσο και να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό-μου οτι ίσως υπάρχει κάποια θεμελιώδης διαφορά, τέτοια διαφορά ψάχνω, αλλά δεν βρίσκω. Αν το παράδειγμα των φωτεινών σημάτων από λαμπιόνια σας φαίνεται υπεραπλουστευτικό σαν παραλληλισμός των σκέψεων, και το άλλο της ζωής από κύτταρα μοιάζει απόμακρο (και γιαυτό όχι ιδιαίτερα πειστικό), τότε σκεφτείτε και το εξής πιο οικείο παράδειγμα: αυτή τη στιγμή που διαβάζετε το παρόν κείμενο τί συμβαίνει; Σας το παρουσιάζει ο περιηγητής ιστοσελίδων του Διαδικτύου που χρησιμοποιείτε, ένα πρόγραμμα που τρέχει στον υπολογιστή-σας. Τί είναι ένα πρόγραμμα; Μήπως μοιάζει κάπως με τα λαμπιόνια του Τζίμη, αλλά σε πιο πολύπλοκη έκδοση; Πράγματι, για κάτι τέτοιο πρόκειται. Ο υπολογιστής περιέχει τσιπάκια στο εσωτερικό-του, τα οποία είναι οργανωμένα έτσι ώστε να περιέχουν μερικά δισεκατομμύρια bits (μηδενικά ή άσους), δηλαδή λαμπιόνια που αναβοσβήνουν! Όμως αναβοσβήνουν με τέτοιο συνδυασμένο τρόπο που παράγουν όλα τα προγράμματα που λειτουργούν στον υπολογιστή. Είναι υλικά τα προγράμματα; Και ναι, και όχι. Δεν πιάνονται με το χέρι, αλλά και δεν έχουν κάποια μαγική ουσία που τους “δίνει ζωή”. Όπως οι ζωντανοί οργανισμοί είναι ζωντανοί χωρίς να έχουν “ζωτική δύναμη” (élan vital), έτσι και τα προγράμματα λογισμικού κάνουν τα όσα κάνουν χωρίς να έχουν “λογισμική δύναμη”. Έχουν μάλιστα τόσες δυνατότητες παράστασης πληροφοριών, που οι περισσότεροι νοολόγοι (συμπεριλαμβανομένου και του συγγραφέα) είναι σχεδόν βέβαιοι οτι μια μέρα κάποια προγράμματα υπολογιστών θα μπορούν να κάνουν ρητές σκέψεις, που δεν θα διαφέρουν ουσιαστικά σε τίποτα από αυτές των ανθρώπων. Γι’ αυτό το θέμα όμως θα συζητήσουμε αργότερα (§6). |
Μέχρι στιγμής πάντως δεν έχουμε “χτυπήσει το θηρίο στην καρδιά-του”. Δεν έχουμε “πιάσει τον ταύρο απ’ τα κέρατα”, αν μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω δυο κάπως μπανάλ εκφράσεις. Εννοώ οτι πήγαμε από δω, πήγαμε από κει, το γυροφέραμε το θέμα, είπαμε για αναφυόμενες, επαναλαμβανόμενες, και διατηρούμενες ιδιότητες, για το πώς εξελίχθηκε η ζωή, ακόμα και για το με τί μοιάζουν οι σκέψεις, όμως άλλο όλ’ αυτά, και άλλο η προσωπική αίσθηση του τί σημαίνει να ζεις, να αισθάνεσαι, να σκέφτεσαι σε πρώτο πρόσωπο. Όσο και να σας πω για συναισθήματα και ρητές σκέψεις, και να σας εξηγήσω το από τί αποτελούνται και πώς οργανώνονται, ακόμα κι αν σας πείσω οτι είναι δυνατό να δημιουργήσουμε κάποτε προγράμματα υπολογιστών που να κάνουν σκέψεις παρόμοιες με τις ανθρώπινες, εσείς θα πείτε «Καλά όλ’ αυτά, αλλά εγώ γνωρίζω τί σημαίνει να ζω, να σκέφτομαι και να υπάρχω. Όταν λέω “η ψυχή-μου”, σκέφτομαι κυρίως σε πρώτο πρόσωπο. Αυτό πώς εξηγείται;» Αυτή ήταν κυρίως η ιδέα που έκανε τους ανθρώπους να υποθέσουν οτι έχουν “ψυχή”. Η ζωή μας παρουσιάζεται σαν ένα συνεχές στο χρόνο, και η ύπαρξή μας φαίνεται κι αυτή να είναι ένα συνεχές: μοιάζουμε να είμαστε οι ίδιες οντότητες που ήμασταν και χθες, και προχθές, και τον προηγούμενο μήνα, χρόνο, δεκαετία, μέχρι τις πρώτες αναμνήσεις της παιδικής-μας ηλικίας. Είμαστε όλα αυτά: αυτό που είμαστε τώρα (που ήδη πέρασε και έγινε πριν), όπως και αυτό που ήμασταν σε όλες τις αναμνήσεις που διατηρούμε στη μνήμη-μας για τον εαυτό-μας (περισσότερα στην §5.2.2). Αυτή λοιπόν η οντότητα, που γνωρίζουμε “από πρώτο χέρι”, λέμε πως έχει μια ψυχή. Και μάλιστα για λόγους που εξηγώ στην αρχή της σελίδας-μου περί θρησκείας, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν οτι ενώ το σώμα προφανώς πεθαίνει και αποσυντίθεται, η ψυχή είναι αθάνατη και η ύπαρξή της παραμένει αιώνια. Δεν θα επαναλάβω εδώ τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι ανέπτυξαν αυτές τις δοξασίες — οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μπορούν να επισκεφτούν τη σελίδα που μόλις προανέφερα — αλλά θ’ αναπτύξω το θέμα του τί είναι αυτό που μας δίνει την εντύπωση της εμπειρίας σε πρώτο πρόσωπο· τί είναι το “εγώ”, πώς δημιουργείται αυτή η έννοια, από τί αποτελείται, και γιατί μοιάζει τόσο ιδιαίτερη σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη έννοια που γνωρίζουμε; Αλλά για να περιγράψω τί είναι το “εγώ”, πρέπει πρώτα να περιγράψω τί είναι τα “άλλα”. Δηλαδή: το “εγώ” είναι κι αυτό μια έννοια όπως όλες οι άλλες, αλλά έχει πράγματι κάτι το ιδιαίτερο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες έννοιες. Για να δούμε τί το ιδιαίτερο έχει, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε λίγο καλύτερα το πώς οργανώνονται οι έννοιες. Είπα βέβαια στις προηγούμενες ενότητες οτι οι έννοιες ακολουθούν τη δομή πυρήνα–άλω, όπως και τόσα άλλα συστήματα στη φύση, αλλά πρέπει να δούμε κάπως βαθύτερα την οργάνωση αυτή των εννοιών, με κάποια λεπτομέρεια, ώστε μετά να μπορέσουμε να καταλάβουμε την ιδιαιτερότητα του “εγώ”. |
Θυμίζω οτι όταν μιλώ για έννοιες
εννοώ τα συστατικά — τα δομικά υλικά, τα “τούβλα” — από τα οποία δομείται η σκέψη (τόσο η
ρητή, όσο και τα συναισθήματα). Η σκέψη δεν δημιουργείται στο νου του ανθρώπου από μόνη-της, σε απουσία του εξωτερικού κόσμου, χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα. Βέβαια θα πείτε, «Μα αν κλείσω τα μάτια-μου και τ’ αυτιά-μου μπορώ να εξακολουθώ να σκέφτομαι, χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα!» Κάποιοι μάλιστα μπορούν να παίξουν ολόκληρες παρτίδες σκάκι, ακόμα και με πολλαπλούς αντιπάλους, έχοντας δεμένα τα μάτια! Αλλά, πρώτο, για να μπορέσετε να είστε σε θέση να κάνετε σκέψεις χωρίς όραση και ακοή τώρα, περάσατε χρόνια ολόκληρα πρωτύτερα, χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις-σας: βλέποντας, ακούγοντας, πιάνοντας, κλπ. Δεν γεννήθηκαν λοιπόν οι σκέψεις-σας εκ του μηδενός. Και δεύτερο, αυτού του είδους η “σκέψη σε θάλαμο απομόνωσης” δεν διαρκεί πολύ. Είναι γνωστό οτι φυλακισμένοι που κλείνονται σε απόλυτη απομόνωση (σε μικρό σκοτεινό ηχοαπομονωμένο κελί) τελικά τρελαίνονται, χάνουν το λογικό-τους — γιαυτό και οι πρακτικές αυτές απαγορεύονται σε κοινωνίες που σέβονται τον εαυτό-τους και τους πολίτες-τους. Οι αισθήσεις είναι λοιπόν απαραίτητες για τη λειτουργία της σκέψης, γιατί μέσω αυτών δημιουργούνται οι έννοιες στο νου του ανθρώπου. Έχουμε πέντε αισθήσεις που συλλαμβάνουν ερεθίσματα από τον εξωτερικό κόσμο: όραση, ακοή, αφή, όσφρηση, και γεύση. Έχουμε επίσης αισθήσεις που ασχολούνται με την εσωτερική κατάσταση του οργανισμού-μας, όπως η αίσθηση της ισορροπίας, της πείνας, της δίψας, και άλλες. Απ’ όλες αυτές, στο κείμενο που ακολουθεί θ’ ασχοληθώ αποκλειστικά με την όραση, για διάφορους λόγους. Π.χ., η όραση έχει για μας τους ανθρώπους το πιο μεγάλο “βεληνεκές”, δηλαδή φτάνει πιο μακριά απ’ όλες τις άλλες αισθήσεις (βλέπουμε ως τ’ αστέρια, ενώ για ν’ ακούσουμε ήχο μακρύτερα από μερικές δεκάδες μέτρα πρέπει να είναι ή βροντή ή έκκρηξη). Επίσης η όραση είναι, όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για όλη την τάξη των “πρωτευόντων” (αγγλ. primates, δηλ. μαϊμούδες, και πίθηκοι–άνθρωποι), η “κύρια” αίσθηση, δηλαδή όλα τα πρωτεύοντα είμαστε κυρίως “οπτικοί τύποι” — σε αντίθεση με τα αιλουροειδή, τα κυνοειδή, τα βοοειδή, κλπ., που έχουν σαν κύρια αίσθηση την όσφρηση. Το γεγονός οτι η όραση είναι η κύρια αίσθησή μας παίζει αποφασιστικό ρόλο στο πώς δομούνται οι αφηρημένες ιδέες-μας, όπως θα δούμε: δηλαδή οι αφηρημένες έννοιες “χτίζονται” πάνω σε έννοιες που προέρχονται κατευθείαν από την όραση. Πώς λοιπόν οδηγούμαστε από τις αισθήσεις, και συγκεκριμένα από την όραση, στις σκέψεις; Αυτό γίνεται χάρη στο οτι, μέσω ενός νοητικού μηχανισμού που δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητός, οι εικόνες που βλέπουμε με τα μάτια-μας δημιουργούν αφηρημένες παραστάσεις στο νου-μας που αντιπροσωπεύουν αυτά που βλέπουμε. Οι παραστάσεις αυτές δεν είναι εικόνες (δεν είναι φωτογραφική μηχανή ο εγκέφαλος), αλλά δομές — της μορφής πυρήνα–άλω — που, συν τω χρόνω, μετατρέπονται στις έννοιες για τις οποίες μιλάω από την αρχή αυτού του κειμένου. Συνδέοντας τις έννοιες με κατάλληλους τρόπους, φτάνουμε στις ρητές σκέψεις. Στο σημείο αυτό όμως οφείλω μια εξήγηση σε όσους τυχόν συναδέλφους νοολόγους διαβάζουν το παρόν, και οι οποίοι πρέπει ν’ αναρωτιούνται τώρα για τί στην ευχή πράγμα μιλάω! Γιαυτό ανοίγω μια παρένθεση, για όσους έχουν αυτήν την απορία. Αν δεν είστε νοολόγος, ή αν αισθάνεστε οτι παρακολουθείτε σε γενικές γραμμές χωρίς να χρειάζεστε λεπτομέρειες, παραλείψετε τις παραγράφους που αρχίζουν από λίγο πιο δεξιά, παρακάτω, και προχωρήστε μετά απ’ αυτές.
5.1.1 Πώς μέσω της όρασης δημιουργούνται παραστάσειςΑς πούμε οτι είστε όχι άνθρωπος, αλλά ένα άλλο, “απλούστερο” θηλαστικό, π.χ. σκίουρος, ή νυφίτσα, ή ακόμα και πτηνό, όπως περιστέρι, ή γλάρος. Κι ας πούμε οτι αυτό που βλέπετε είναι μια λεπτή μαύρη ευθεία γραμμή πάνω σε μια λευκή επιφάνεια. Δεν βλέπετε τίποτ’ άλλο, μόνο αυτό:
Το παραπάνω “οπτικό σήμα” λοιπόν εμφανίζεται για ένα-δυο δευτερόλεπτα, και μετά εξαφανίζεται, οπότε τα μάτια-σας σκεπάζονται και δεν βλέπετε τίποτα (είστε στο εργαστήριο παρανοϊκού επιστήμονα, για κακή-σας τύχη! ). Τί σχηματίζεται στον σκιουρίστικο, ή περιστερίστικο, κλπ., νου-σας σαν ενθύμηση αυτού που είδατε; Μήπως είναι ένα είδος μνημονικής “φωτογραφίας” αυτό που σας εντυπώνεται σαν ανάμνηση της μαύρης γραμμής; Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση που σχηματίζει κανείς όταν σκέφτεται το θέμα αυτό. Ορίστε, ξαναγίνετε αυτό που είσαστε, άνθρωποι δηλαδή, και κλείστε τα μάτια, φέρνοντας στο νου-σας τη μαύρη γραμμή. Δεν είναι σαν “εικόνα” αυτό που φαντάζεστε; Επειδή όταν φέρνουμε με τη φαντασία-μας κάτι από τη μνήμη μπορούμε να το “δούμε” σαν εικόνα (με το “μάτι της φαντασίας”), φυσικό είναι να πιστεύει κανείς οτι αυτό ακριβώς είναι που αποθηκεύουμε στη μνήμη-μας: μια “φωτογραφία” αυτού που είδαμε κάποτε με τα μάτια-μας. Και όμως, οι ενδείξεις στην έρευνα της νοολογίας κατατείνουν σε μια διαφορετική άποψη. Αυτό που αποθηκεύουμε στη μνήμη μάλλον δεν είναι φωτογραφία, αλλά κάτι άλλο, πιο αφηρημένο. Αν ήταν φωτογραφία, τότε δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα ν’ αντιληφθούμε αμέσως οτι η παρακάτω εικόνα
είναι διαφορετική από την προηγούμενη. (Μην κλέβετε! Μην κοιτάτε την προηγούμενη γραμμή.) Η δεύτερη γραμμή είναι λίγο πιο κοντή από την πρώτη, και υπό ελαφρά μεγαλύτερη γωνία ως προς τον ορίζοντα (πιο ανασηκωμένη). Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως μπερδεύονται, και νομίζουν οτι πρόκειται για την ίδια γραμμή. Τόσο πιο πολύ μάλιστα μπερδεύονται όσο μεγαλύτερο είναι το “διάλειμμα”, ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της παρουσίασης των δυο γραμμών. Κι όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα (όπως αυτά που προανέφερα) μπερδεύονται, όταν εξεταστούν κατάλληλα στο εργαστήριο. Έπειτα, η θεωρία της νοερής φωτογραφίας δεν εξηγεί το πώς μπορούμε να περιγράφουμε την παραπάνω εικόνα ως “ευθεία γραμμή”. Οι ψηφιακές φωτογραφίες αποτελούνται από ψηφίδες (pixels)· και οι αναλογικές φωτογραφίες αποτελούνται κι αυτές από “σημεία”: τους κόκκους του φωτογραφικού φιλμ. Αν αυτό που αποθηκεύουμε στη μνήμη είναι φωτογραφία, δηλαδή ένα σύνολο από ψηφίδες ή κόκκους, πώς γίνεται να ονομάζουμε αυτό που θυμόμαστε “ευθεία γραμμή”; Πότε μετατρέψαμε τους κόκκους σε κάτι το τόσο γενικό όπως μια ευθεία γραμμή; Μήπως κάνουμε τη μετατροπή από κόκκους σε “ευθεία” επί τόπου, κάθε φορά που ανακαλούμε τη φωτογραφία απ’ τη μνήμη-μας; Μα τότε, πώς μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα όταν μας ζητήσει κάποιος: “Θυμήσου εκείνη την ευθεία γραμμή σε άσπρο φόντο που σου παρουσίασα χθες!” Πώς θυμόμαστε κάτι τέτοιο αν αυτό που έχουμε αποθηκεύσει είναι οι ψηφίδες/κόκκοι μιας φωτογραφίας, και όχι η πιο αφηρημένη έννοια “ευθεία γραμμή μιας κάποιας κλίσης και μήκους”; Το ίδιο πρόβλημα έχει και ο υπολογιστής-σας. Επειδή οι υπολογιστές αποθηκεύουν όντως φωτογραφίες σε μορφή ψηφίδων, δεν μπορείτε ποτέ να δώσετε στον υπολογιστή την εντολή: “Φέρε-μου στην οθόνη τη φωτογραφία από τις περσινές διακοπές που είμαι στη βάρκα, σε παραλία της Πάρου, και ψαρεύω.” Αντί γι’ αυτό (που θα ήταν ευχής έργο αν γινόταν), πρέπει να πάτε στο φάκελλο που έχετε αποθηκεύσει τις φωτογραφίες από τις Παριανές-σας διακοπές, και να τις εξετάσετε μία-μία. Προφανώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος ποτέ δεν κάνει κάτι τέτοιο. Πόσω μάλλον εκείνος του ζώου, γιατί αν το ζώο καθόταν να εξετάσει μία-μία τις “φωτογραφίες” της μνήμης-του μέχρι να θυμηθεί αυτό που πρέπει, θα γινόταν μια μπουκιά για το άλλο ζώο που δεν θα ασχολιόταν μ’ αυτό το επικίνδυνο σπορ. Κάτι άλλο λοιπόν αποθηκεύουμε στη μνήμη. Κάτι πιο αφηρημένο, πιο κοντά στα περιεχόμενα αυτού που είδαμε, δηλαδή στην περιγραφή “ευθεία γραμμή”. Κάτι πιο “συμμαζεμένο” σε όγκο από το πολύ μεγάλο μέγεθος μιας φωτογραφίας με όλες τις ψηφίδες-της. (Για να μη μιλήσουμε για τμήματα “κινηματογραφικών έργων”, δηλαδή συμβάντων της ζωής-μας που περιλαμβάνουν κίνηση, τα οποία επίσης μπορούμε μερικές φορές να ανακαλέσουμε από τη μνήμη-μας, και που όπως όλοι ξέρουμε καταλαμβάνουν τεράστιο χώρο έτσι όπως τα αποθηκεύουμε στον υπολογιστή.) Από αυτήν την πιο απλή και αφηρημένη παράσταση παράγουμε την εικόνα με τη φαντασία-μας όποτε το θελήσουμε, και την εικόνα αυτή “βλέπουμε” με το εσωτερικό “μάτι” της φαντασίας, του νου. Όταν κλήθηκα να λύσω αυτό το πρόβλημα προκειμένου να προχωρήσω τη διατριβή-μου (η οποία αφορούσε σε ένα άλλο, πιο μεγάλο έργο, για το οποίο θα μιλήσω προς το τέλος [§6.5], και του οποίου η εσωτερική παράσταση των μνημών ήταν μόνο ένα μικρό μέρος), έκανα την απλή υπόθεση οτι αυτό που αποθηκεύουμε στη μνήμη, σαν εσωτερική παράσταση π.χ. μιας ευθείας (ή και οτιδήποτε άλλου), είναι μια δομή που έχει τη μορφή πυρήνας–άλως. Ο “πυρήνας” της προηγούμενης εικόνας είναι η έννοια “ευθεία”, και στην “άλω” ανήκουν έννοιες όπως: “είναι μαύρη”, “είναι λεπτή”, “έχει κλίση περίπου τόση”, “έχει μήκος περίπου τόσο”, κ.ά. Αυτά τα αποθήκευα όχι μέσω λέξεων (αλλίμονο αν οι μνήμες-μας ήταν λέξεις — τότε τα ζώα δεν θα είχανε καθόλου μνήμες!), αλλά μέσω εσωτερικών “κουτιών” — ας τα πούμε — στη μνήμη του υπολογιστή. Ορίστε μια απλοποίηση του τρόπου με τον οποίο παρίστανα την παραπάνω ευθεία, όπου το κάθε κουτί, ή “κόμβος” (αγγλ.: node) όπως λέγεται πιο σωστά, είναι κυκλικό στο σχήμα που ακολουθεί:
Βλέπετε οτι από τον πυρήνα (“ευθεία”, στο μέσον) ξεκινούν βέλη που συνδέουν τον πυρήνα με τους άλλους κόμβους, που αντιστοιχούν κι αυτοί σε πυρήνες εννοιών, αλλά στην παραπάνω εσωτερική παράσταση παίζουν απλώς το ρόλο της “άλω”. Ο καθένας από αυτούς τους κόμβους περιλαμβάνει έναν αριθμό, μια τιμή. Π.χ., ο κόμβος για το “μήκος” έχει μέσα-του μια τιμή, που είναι το “περίπου μήκος” της ευθείας που παρατήρησε όποιος σχημάτισε αυτήν την εσωτερική παράσταση. Δεν είναι τιμή σε εκατοστά, ή μέτρα, γιατί κανένα ζώο (ή και άνθρωπος προσχολικής ηλικίας, ή και αμόρφωτος) δεν ξέρει περί εκατοστών του μέτρου· είναι μια τιμή με κάποια εσωτερική και αυθαίρετη μονάδα μέτρησης. Το ίδιο για τον κόμβο που λέει “κλίση”: αυτός έχει την τιμή μιας γωνίας μέσα-του (όχι σε μοίρες, αλλά πάλι σε μια εσωτερική μονάδα). Ο κόμβος που λέει “λεπτή” θα μπορούσε να γράφει και “πάχος”, και να έχει μια μικρή τιμή για το πάχος της ευθείας. Το ίδιο και για τον κόμβο που λέει “μαύρη”: θα μπορούσε να γράφει “χρώμα”, με την τιμή κάποιου σκούρου χρώματος μέσα-του. Σημειώστε οτι οι κόμβοι δεν έχουν μέσα-τους λέξεις. Τις λέξεις τις έβαλα εγώ στο σχεδιάγραμμα, για να καταλαβαίνουμε εμείς τί είδους είναι ο κάθε κόμβος. Ο άνθρωπος, το ζώο, ή ο υπολογιστής που σχηματίζει την παραπάνω εσωτερική παράσταση βλέποντας την ευθεία, “ξέρει” τί είδους είναι ο κάθε κόμβος. (“Ξέρει” υποσυνείδητα όμως, χωρίς να μπορεί να εξετάσει συνειδητά την παράσταση αυτή.) Ούτε έχει καμιά σημασία το οτι τους έκανα στρόγγυλους τους κόμβους· θα μπορούσα να τους κάνω τετράγωνους. Ούτε το οτι είναι άσπροι με μαύρη περίμετρο, ούτε το οτι βρίσκονται στις συγκεκριμένες θέσεις στο διάγραμμα και στις αποστάσεις εκείνες από τον πυρήνα. Τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά δεν έχει σημασία. Οι κόμβοι αυτοί δεν έχουν σχήμα, είναι απλώς θέσεις μνήμης, οι οποίες στον μεν υπολογιστή υλοποιούνται μέσω προγραμμάτων, στον δε εγκέφαλο ανθρώπου και ζώων — κατά την άποψή μου — μέσω μεγάλου αριθμού νευρώνων το καθένα. Πιο συγκεκριμένα, όπως γνωρίζουμε από τη νευροβιολογία, η μνήμη βρίσκεται στις συνάψεις μεταξύ των νευρώνων, δηλαδή στα σημεία όπου οι δενδροειδείς απολήξεις ενός νευρώνα σχεδόν ακουμπούν τον άξονα ή και τις απολήξεις άλλων νευρώνων. Αυτό όμως είναι το “χαμηλό” επίπεδο περιγραφής της ανθρώπινης μνήμης, το επίπεδο του “υλικού” (hardware). Οι κόμβοι που ζωγραφίζω σ’ αυτήν την ενότητα περιγράφουν τη μνήμη σε “υψηλό” επίπεδο: στο επίπεδο του “λογισμικού” (software). Κατά τη γνώμη-μου οι κόμβοι αυτοί είναι τα ανάλογα των φωτεινών σημάτων της πινακίδας του Τζίμη: είναι άυλα (δεν μπορούμε να τα πιάσουμε), αλλά υλοποιούνται μέσω υλικών αντικειμένων: των συνάψεων μεταξύ των νευρώνων, που αποτελούν τη μνήμη σε χαμηλό επίπεδο. Επαναλαμβάνω οτι αυτή είναι η προσωπική-μου άποψη, όχι κάποια γενικά παραδεκτή ιδέα από την επιστημονική κοινότητα (η οποία δεν έχει παγιωμένη άποψη για το πώς μπορεί να οργανώνεται η μνήμη σε επίπεδο υψηλότερο από αυτό των νευρωνικών συνάψεων). Αν οι άνθρωποι και τα ζώα δεν σχηματίζουν τέτοιους κόμβους στη μνήμη-τους — έστω με κάποιον αφηρημένο τρόπο — τότε ας προτείνει κάποιος άλλος κάτι καλύτερο. Αυτόν τον τρόπο εσωτερικής παράστασης μνημών προέκρινα ως τον πιο λογικό. (Ή μάλλον κάτι παρόμοιο, καθώς εδώ παρουσιάζω μια απλουστευτική εικόνα.) Υπάρχουν πολύ περισσότερα που μπορεί να πει κανείς γι’ αυτές τις εσωτερικές παραστάσεις μνημών, και τα οποία εξηγώ στη διατριβή-μου, αλλά δεν θα κουράσω τον αναγνώστη με άλλες λεπτομέρειες, γιατί στο κάτω-κάτω άλλος είναι ο σκοπός-μου εδώ, όχι να εξηγήσω μια διδακτορική διατριβή. Ο σκοπός είναι να δούμε πώς σχηματίζεται, “μόριο” προς “μόριο”, η ψυχή του ανθρώπου. (Βάζω όμως τη λέξη “μόριο” σε εισαγωγικά, γιατί δεν πρόκειται για τα γνωστά υλικά μόρια, αλλά για τις έννοιες, το αντικείμενο της παρούσας ενότητας.) Οι κόμβοι αυτοί αντιστοιχούν στα άτομα ενός υλικού. Προσέξτε, δεν είναι άτομα, δεν είπα αυτό το πράγμα· ούτε είναι υλικοί ώστε να αποτελούνται από άτομα. Είναι τόσο άυλοι όσο και τα φωτεινά σήματα στην επιγραφή του Τζίμη: έρχονται και παρέρχονται· σήμερα είναι, αύριο δεν είναι (φυσικά, αφού αύριο μπορεί να ξεχάσετε την ευθεία που είδατε σήμερα, ιδίως αν δεν σας τη θυμίσει κανείς). Μια απλή αντιστοίχιση κάνω, μια αναλογία είναι που επισημαίνω μεταξύ των κόμβων-μου και των ατόμων. Και ολόκληρη η εσωτερική παράσταση του διαγράμματος που παριστάνει την ευθεία, αντιστοιχεί σε ένα μόριο. Και όπως τα μόρια συγκροτούν υλικά σώματα, έτσι και οι εσωτερικές αυτές παραστάσεις συγκροτούν μνήμες. Παραδείγματος χάρη, η ευθεία εκείνη θα μπορούσε να είναι τμήμα ενός πιο πολύπλοκου διαγράμματος, που ν’ απεικονίζει ένα σπίτι, ή ένα δέντρο. Το ίδιο και με τα μόρια: όταν είναι τοποθετημένα κατάλληλα στο χώρο, σχηματίζουν πολύπλοκες χημικές ενώσεις, και τελικά φτιάχνουν όλα τα υλικά σώματα απ’ τα οποία αποτελείται ο φυσικός κόσμος-μας. Έτσι φαντάστηκα τις εσωτερικές παραστάσεις των εννοιών: οτι τοποθετημένες με κατάλληλο τρόπο, ή μάλλον συνδεμένες με κατάλληλο τρόπο, σχηματίζουν όλες τις μνήμες-μας των φυσικών αντικειμένων, αλλά και των σχέσεων μεταξύ αυτών των αντικειμένων, όπως και των ιδιοτήτων των σχέσεων αυτών. Φανταστείτε, λόγου χάρη, ένα κόκκινο αυτοκίνητο δίπλα σ’ έναν άνθρωπο, με το αυτοκίνητο να κινείται αργά. Λοιπόν, το αυτοκίνητο και ο άνθρωπος είναι αντικείμενα· το “κόκκινο” είναι ιδιότητα του αυτοκινήτου· το “δίπλα”, όπως και το “κινείται”, είναι σχέσεις μεταξύ αυτοκινήτου και ανθρώπου· και το “αργά” είναι ιδιότητα της σχέσης “κινείται”. Ή, για ένα πιο πλήρες παράδειγμα, θεωρείστε την εξής πρόταση, που τη βρήκα σε ένα βιβλιαράκι για παιδιά της προσχολικής ηλικίας (τη μεταφράζω από τα αγγλικά): Τα μικρά ψάρια κοιμούνται στη σκοτεινή θάλασσα με τα μάτια-τους διάπλατα ανοικτά. Το παραπάνω θα μπορούσε να είναι μια σκέψη (ενός μικρού παιδιού ίσως). Πώς θα μπορούσαμε να παραστήσουμε εσωτερικά, στη μνήμη-μας δηλαδή, μια τέτοια σκέψη; Ορίστε πώς:
Παράσταση της σκέψης: “Τα μικρά ψάρια κοιμούνται στη σκοτεινή θάλασσα με τα μάτια-τους διάπλατα ανοικτά” Ο “πυρήνας” στην παραπάνω σκέψη είναι ο μεγάλος κύκλος με το κοιμάσθαι, δηλαδή το “κοιμούνται” της πρότασης. Γιατί έγραψα “κοιμάσθαι”; Διότι το διάγραμμα αυτό περιγράφει μια σκέψη, δηλαδή σύνολο έννοιών, και όχι λέξεων της ελληνικής. Χρησιμοποίησα λοιπόν το απαρέμφατο, κοιμάσθαι, για να δείξω οτι αυτός ο κύκλος συμβολίζει την έννοια, όχι την ελληνική λέξη “κοιμούνται” που εμπεριέχει τον ενεστώτα χρόνο, τρίτο πρόσωπο, και πληθυντικό αριθμό. Όλα αυτά είναι ειδικά χαρακτηριστικά που επιβάλλονται από την ελληνική γλώσσα στη “σκέτη ιδέα” του κοιμάσθαι. (Στα αγγλικά για παράδειγμα θα λέγαμε απλώς sleep, χωρίς να δίνουμε πρόσωπο, αριθμό, κλπ.). Για τον ίδιο λόγο σημειώνω “ψάρι” στον κύκλο πάνω-αριστερά, όχι “ψάρια”. Γενικά, όλα τα παραπάνω είναι έννοιες, όχι λέξεις κάποιας γλώσσας. Θα μπορούσε η ίδια σκέψη να εκφραστεί σε άλλη γλώσσα: αγγλικά, γαλλικά, κλπ., σαν σκέψη όμως θα παρέμενε η ίδια. Όλα τα υπόλοιπα στο διάγραμμα, που ανήκουν στην άλω, περιστρέφονται (μεταφορικά) γύρω από τον πυρήνα. Για παράδειγμα:
Το παραπάνω είναι ένα παράδειγμα ενός μεγαλούτσικου “μορίου” μνήμης: μια ρητή σκέψη. Θα μπορούσαμε να πούμε οτι μια σκέψη είναι το ανάλογο μιας χημικής ένωσης. Οι μνήμες αποτελούνται από σκέψεις, αλλά σκέψεις πάμπολλων ειδών, όχι μόνο σαν το είδος της σκέψης που περιέγραψα, που λέγονται δηλωτικές (αγγλ.: declarative) γιατί δηλώνουν κάποια γεγονότα, ή καταστάσεις. Υπάρχουν σκέψεις ερωτηματικές, σκέψεις αλγοριθμικές, σκέψεις επιθυμητικές (αυτές οι οποίες στην αρχαία-μας γλώσσα εκφράζονταν μέσω της ευκτικής έγκλισης), σκέψεις προστακτικές, και πολλά άλλα είδη. Και όπως κάποια από τα υλικά σώματα είναι σώματα ανθρώπων, έτσι και κάποιες από τις μνήμες αυτές (εξαιρετικής πολυπλοκότητας όμως, και με ειδικές ιδιότητες που θα εξηγήσω αργότερα) τις λέμε ψυχές των ανθρώπων· ή τουλάχιστον “ψυχές” τις ονομάζω εγώ· γιατί αυτό που ονομάζουν άλλοι “ψυχή” είναι μια κατά προσέγγιση μόνο αντίληψη της δικής-μου έννοιας. Η “κατά παράδοση ψυχή” π.χ. ζει αιώνια, ενώ η ψυχή που περιγράφω εδώ “σβήνει” σχεδόν εντελώς (όχι ακριβώς εντελώς όμως) με το θάνατο του σώματος· ή μάλλον με το θάνατο του εγκεφάλου (αφού μερικές φορές ο εγκέφαλος γίνεται “κλινικά νεκρός” πριν να πεθάνει το υπόλοιπο σώμα), όπως σβήνουν τα φωτεινά σήματα που κινούνται γύρω-γύρω στην επιγραφή όταν κατεβάζει το διακόπτη μέσα στο μαγαζί ο Τζίμης. (Σας θυμίζω οτι δεν σας έδωσα καμιά υπόσχεση πως αυτά που θα γράψω θα είναι ευχάριστα.) Υπάρχει κι άλλη μια αναλογία μεταξύ μορίων–υλικών σωμάτων από τη μια μεριά, και μνημών–ψυχών από την άλλη: Στην αρχή, δισεκατομμύρια χρόνια πριν, υπήρχαν μόνο απλά άτομα. Ύστερα τα άτομα συνενώθηκαν σε μόρια, κι αυτά σε όλο και πιο πολύπλοκα μόρια, και με την πάροδο εκατομμυρίων ετών σχηματίστηκαν οι πρώτοι οργανισμοί, που όλο και εξελίσσονταν, και μεγάλωναν σε πολυπλοκότητα, για να φτάσουμε τελικά στα μεγάλα ζώα και φυτά που υπάρχουν στον πλανήτη-μας σήμερα. Αντίστοιχα, κάποιες εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια πριν, υπήρχαν μόνο εσωτερικές παραστάσεις απλούστατων εννοιών, όπως της ευθείας που έδειξα προηγουμένως στο διάγραμμα, γιατί τότε υπήρχαν μόνο πολύ μικρά έμβια όντα (ζώα), με απλοϊκούς εγκεφάλους, που ήσαν σε θέση να σχηματίσουν τέτοιες στοιχειώδεις παραστάσεις μόνο, καθώς οι εγκέφαλοί τους δεν ήσαν ικανοί για τίποτα πιο πολύπλοκο. Όσο εξελίσσονταν τα ζώα όμως, και μεγάλωναν οι εγκέφαλοι, τόσο πιο ικανοί γίνονταν για το σχηματισμό πιο πολύπλοκων παραστάσεων. Τελικά, πριν από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, μια διακλάδωση μεγάλων πιθήκων ανέπτυξε εγκέφαλο τόσο μεγάλο που μπορούσε να υποστηρίξει την πολυπλοκότητα μιας μνήμης που μας δίνει την εντύπωση της ψυχής. Όπως λοιπόν μεγάλωσε η πολυπλοκότητα της δομής των φυσικών αντικειμένων, έτσι μεγάλωσε και η πολυπλοκότητα των “νοητικών αντικειμένων”, δηλαδή των μνημών. Αυτό που ονομάζουμε “ψυχή” είναι μια αναφυόμενη ιδιότητα μιας εξαιρετικά πολύπλοκης μνήμης, της μνήμης του “εγώ”. Αυτά θα συζητήσω πιο διεξοδικά στη συνέχεια. 5.1.2 Οι συγκεκριμένες έννοιες αφηρημενοποιούνταιΑς θεωρήσουμε τις εξής έννοιες: μαχαίρι, τσεκούρι, αξίνα, λοστός, τανάλια, πένσα, μυστρί, σφυρί, βαριοπούλα, πριόνι. Προφανώς αυτές δεν είναι τυχαίες έννοιες, έχουν κάτι το κοινό μεταξύ-τους: όλες αντιστοιχούν σε εργαλεία. Έχουμε έτσι μια νέα έννοια, το “εργαλείο”, που δεν αντιστοιχεί σε κάποιο συγκεκριμένο φυσικό αντικείμενο· είναι μια λέξη που γενικεύει μια πληθώρα συγκεκριμένων αντικειμένων. Η ελληνική λέξη “εργαλείο” είναι ένα αφηρημένο ουσιαστικό, και η έννοια “εργαλείο” (που είναι ανεξάρτητη γλώσσας) αναφέρεται κι αυτή σε κάτι το γενικό, το αφηρημένο. Η ανθρώπινη νόηση είναι γεμάτη από τέτοιες έννοιες, αφηρημένες, γιατί μια θεμελιώδης ιδιότητα της νόησης είναι οτι δημιουργεί κατηγορίες, ή όπως λέμε κατηγοριοποιεί τα φυσικά αντικείμενα σε ομάδες. Αυτό το ονομάζω “1η αρχή” στο άρθρο όπου παραθέτω τις θεμελιώδεις αρχές της νόησης (στα αγγλικά, προς το παρόν αμετάφραστο), όπου η αρχή αυτή εξετάζεται λεπτομερειακά. (Το κείμενο όμως χρειάζεται μια στοιχειώδη γνώση μαθηματικών για να το παρακολουθήσει κανείς.) Πραγματικά, ακόμα και μια έννοια όπως “σφυρί”, κι αυτή αφηρημένη είναι, αφού περιγράφει πολλά διαφορετικά αντικείμενα που μπορούν να ονομαστούν σφυριά. Μόνο όταν βλέπουμε ένα συγκεκριμένο σφυρί έχουμε να κάνουμε με μη-αφηρημένη έννοια. Η “αφηρημενοποίηση” λοιπόν, έχει διαβαθμίσεις: από το συγκεκριμένο σφυρί που έχω μπροστά-μου, πάω στη γενική έννοια “σφυρί”, κι από κει, θεωρώντας σφυριά, τανάλιες, πένσες, κλπ., πάω ένα σκαλί παραπάνω, στην έννοια “εργαλείο”. Μετά μπορώ να βάλω μαζί εργαλεία, έπιπλα, αυτοκίνητα, κουζινικά σκεύη, κλπ., και να δημιουργήσω απ’ όλ’ αυτά μια ακόμα πιο αφηρημένη κατηγορία, την έννοια “τεχνητό κατασκεύασμα”, δηλαδή μη-φυσικό αντικείμενο, φτιαγμένο από τον άνθρωπο. Και ούτω καθεξής: μπορώ να συνεχίσω στο ίδιο μοτίβο, φτάνοντας στην έννοια “υλικό αντικείμενο”. Όσο αφηρημένη όμως και να είναι μια έννοια, το δίδαγμα είναι οτι προήλθε μέσω διαδοχικών γενικεύσεων, αρχίζοντας από συγκεκριμένα, ορατά, απτά αντικείμενα. Υπόψη οτι τα ζώα αντιλαμβάνονται μόνο τα συγκεκριμένα, ορατά, απτά (κι ακόμα πιο συχνά “μυρωδάτα”) αντικείμενα· ενώ ο άνθρωπος γενικεύει, και δημιουργεί νέες έννοιες μέσω κατηγοριοποίησης. Αυτή λοιπόν η “1η αρχή της νόησης”, η κατηγοριοποίηση, ευθύνεται κατά κύριο λόγο για το οτι ενώ ξεκινάμε από έναν κόσμο ορατό, φτάνουμε να μιλάμε μέσω εννοιών που αναφέρονται σ’ έναν κόσμο αόρατο, αφηρημένο. Θεωρείστε μόνο το παρόν κείμενο, και σκεφτείτε: πόσα από τα ουσιασικά που έχω χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα αναφέρονται σε συγκεκριμένα, απτά αντικείμενα; Ελάχιστα νομίζω, πρέπει να είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό. Υπάρχει και μια άλλη αρχή, αυτή που ονομάζω “4η αρχή της νόησης”, ή: “δημιουργία αναλογιών” (αγγλ.: analogy making), oρολογία που χρησιμοποιεί κατά κόρων ο Hofstadter. (Π.χ., βλ. το βιβλίο-του “Fluid Concepts and Creative Analogies”.) Μέσω της δημιουργίας αναλογιών παίρνουμε έννοιες που αρχικά ανήκαν σε συγκεκριμένα, ορατά αντικείμενα, και τις προσαρμόζουμε σε πιο αφηρημένα νοήματα. Παραδείγματος χάρη, κοιτάξτε όλες τις λέξεις που δίνονται σε έντονη γραφή στις παρακάτω προτάσεις, και αναγνωρίστε την οπτική προέλευσή τους:
Οι λέξεις καθημερινής χρήσης που έχουν τη βάση-τους στην απτή, οπτική πληροφορία, είναι τόσο πολλές που ο λόγος-μας βρίθει από τέτοια παραδείγματα όπως τα παραπάνω, μόνο που περνάνε απαρατήρητα, γιατί ποτέ δεν σκεφτόμαστε για την οπτική προέλευση των λέξεών μας. Η ουσία όμως είναι οτι τελικά όλες οι έννοιες έχουν αισθητήρια βάση (οπτική, ακουστική, γευστική, κλπ.), γιατί αυτό μόνο υπήρχε όταν πρωτοδημιουργούνταν η γλώσσα, κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν: ο φυσικός κόσμος, που γίνεται αντιληπτός μέσω των αισθήσεων. Όλα τ’ άλλα, τα αφηρημένα, ήρθαν είτε μέσω κατηγοριοποίησης είτε μέσω δημιουργίας αναλογιών. Και τί σχέση έχουν όλ’ αυτά σε μια συζήτηση περί προέλευσης της ψυχής; Έχουν το οτι η ψυχή, όπως προανέφερα, είναι μια αναφυόμενη ιδιότητα του “εγώ”, και το “εγώ” είναι μια αφηρημένη έννοια που χτίστηκε στη μνήμη-μας σιγά-σιγά, στη διάρκεια της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους (ακόμη και των προγονικών ειδών-μας). Παρόλο που το “εγώ” είναι αφηρημένο, έχει όμως κι αυτό — όπως και κάθε άλλη αφηρημένη έννοια — τη βάση-του τελικά στον απτό και ορατό κόσμο των αισθήσεων. Όμως την έννοια του “εγώ” θα την εξετάσουμε πιο διεξοδικά στην επόμενη υπο-ενότητα. |
Σε μια προηγούμενη παράγραφο σας ζήτησα να φανταστείτε
οτι είστε σκίουρος, περιστέρι, ή κάτι τέτοιο. Τώρα θα σας ζητήσω να
φανταστείτε οτι είστε πίθηκος. Όχι μικρή μαϊμού, αλλά μεγάλος πίθηκος,
κάτι σαν το προγονικό-μας είδος πιθήκων από το οποίο προήλθαν τόσο οι
χιμπαντζήδες όσο και (τελικά, μετά από διάφορα άλλα ενδιάμεσα είδη)
εμείς οι άνθρωποι. Ο λόγος που επιλέγω έναν μεγάλο πίθηκο και όχι πάλι
κάποιο μικρό θηλαστικό ή πτηνό, είναι οτι θέλω το ζώο να έχει μεγάλο
εγκέφαλο, που “να του κόβει” λιγάκι, για να μπορεί να επιτελέσει τον παρακάτω νοητικό άθλο.
(Αλλά δεν χρειάζομαι έναν εγκέφαλο τόσο έξυπνο όσο του ανθρώπου, γιατί
για τον άνθρωπο αυτό που θα περιγράψω δεν είναι άθλος, αλλά κάτι το
τετριμμένο.) Ζείτε λοιπόν μεταξύ άλλων πιθήκων του είδους-σας. Η κύρια αίσθησή σας είναι η όραση, όπως άλλωστε και σε όλα τα άλλα πρωτεύοντα (αγγλ.: primates). Ο ορατός κόσμος-σας περιλαμβάνει πολλά και διάφορα υλικά αντικείμενα, όπως δέντρα, κλαδιά, φύλλα, φρούτα, το έδαφος, πέτρες, τον ουρανό, τον ήλιο, και φυσικά τους συντρόφους-σας. Για όλα αυτά δημιουργείτε εσωτερικές παραστάσεις στον εγκέφαλό σας. Δηλαδή: όπως στην περίπτωση μιας σκέτης ευθείας, που παριστάνεται εσωτερικά στον εγκέφαλο ενός μικρότερου ζώου μέσω μιας αφηρημένης δομής που έχει τη μορφή πυρήνα–άλω, το ίδιο και με όλα τα αντικείμενα που βρίσκονται στον πιθηκίσιο κόσμο-σας: μπορείτε και τα παριστάνετε κι αυτά με δομές της μορφής πυρήνα–άλω, σαν έννοιες δηλαδή· μόνο που αυτές οι έννοιες (π.χ., “φρούτο”) είναι αρκετά περίπλοκες — τόσο περίπλοκες που δεν έχω καμιά ελπίδα να τις ζωγραφίσω εδώ με σχεδιαγράμματα, όπως έκανα στην περίπτωση της ευθείας. Αν το τολμούσα, θα γέμιζα τη σελίδα με αναρίθμητους κύκλους, βελάκια, κλπ., και το αποτέλεσμα θα ήταν ένα τέλειο ανακάτεμα, όπου κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτε. (Για σύγκριση αναφέρω οτι όταν σε μια παρουσίαση της διδακτορικής-μου εργασίας έφτιαξα και παρουσίασα χάριν παραδείγματος την εσωτερική παράσταση του κεφαλαίου γράμματος Α, που μας φαίνεται σαν ένα απλούστατο σχήμα, η παράστασή του κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος μιας σελίδας Α4.) Επομένως δημιουργείτε εσωτερικές παραστάσεις και για καθέναν από τους συντρόφους-σας. Σημειώστε μάλιστα, οτι ενώ για ένα σκίουρο είναι αρκετή η έννοια “καρύδι”, και δεν χρειάζεται ο σκίουρος να κάνει διάκριση ανάμεσα στα “καρύδι Α” και “καρύδι Β”, ένας πίθηκος είναι υποχρεωμένος να διαχωρίσει ανάμεσα στον “πίθηκο Α” και “πίθηκο Β”, γιατί άλλο χαρακτήρα και ιδιότητες έχει ο πίθηκος Α, και άλλον ο πίθηκος Β, καθώς έχουμε να κάνουμε με νοητικά πολύπλοκα και κυρίως κοινωνικά όντα. Επειδή μάλιστα είστε αρκετά έξυπνο ον, πιθανόν να διατηρείτε και κάποια υποτυπώδη αφηρημένη παράσταση της έννοιας “σύντροφος πίθηκος”. (Αν δεν έχετε αυτή τη δυνατότητα, τότε αρκεί να επιλέξουμε να μιλήσουμε για κάποιο από τα προγονικά-μας ανθρωποειδή είδη, που επιτέλους ανέπτυξε αυτήν την ικανότητα — κάποτε θα πρέπει να έγινε δυνατό αυτό, κάποιο προγονικό είδος θα πρέπει να το κατάφερε, εφόσον εμείς έχουμε την ικανότητα αυτή.) Τώρα, καθρέφτες δεν υπάρχουν στον κόσμο-σας, ώστε να δείτε πόσο μοιάζετε με τους συντρόφους-σας,(*) αλλά κι από τα λίγα τμήματα του εαυτού-σας που μπορείτε να δείτε (χέρια, πόδια, εμπρός πλευρά σώματος), καταλαβαίνετε οτι είστε “ένας από κείνους”. (Αυτό, που ακούγεται κοινότοπο και τετριμμένο, είναι πολύ αμφίβολο αν μπορούν να το συμπεράνουν άλλα είδη ζώων, που δεν διαθέτουν τη νοημοσύνη ενός πιθήκου, ενός δελφινιού, κλπ., και που λόγω του τρόπου με τον οποίο είναι τοποθετημένα τα μάτια-τους — στα πλάγια της κεφαλής — δεν βλέπουν σχεδόν τίποτα από τον εαυτό-τους.) Φυσικό είναι λοιπόν να διατηρείτε κάποια εσωτερική παράσταση και για το αντικείμενο “εγώ, αυτό το σώμα που είναι πάντα κοντά-μου, που πονάει όταν το χτυπήσουν”, κλπ. Συνεχίζουμε τώρα αυτό το “πείραμα σκέψης”. 5.2.1 Τί το ιδιαίτερο έχει η έννοια του “εγώ”Λοιπόν, η εσωτερική παράσταση της έννοιας του “εγώ” οφείλει να έχει ορισμένες ξεχωριστές ιδιότητες, που δεν τις έχει καμιά άλλη εσωτερική παράσταση κανενός άλλου αντικειμένου. Πρώτα-πρώτα, ενώ κάθε αλλος σύντροφος πίθηκος εμφανίζεται περιστασιακά στο οπτικό-σας πεδίο, τα μέλη του ίδιου του σώματός σας σας ακολουθούν μόνιμα. Δηλαδή, ενώ στην ελκυστική πιθηκίνα του διπλανού δέντρου αφορούν μόνο κάποια γεγονότα της ζωής-σας (όχι όλα), εντούτοις σε όλα τα γεγονότα της ζωής-σας είναι παρόντα τα μέλη του σώματός σας, που ανήκουν στην εσωτερική-σας παράσταση του “εγώ”. Άρα το “εγώ” συμμετέχει στα πάντα. Σε όσο πιο πολλά γεγονότα της μνήμης-σας συμμετέχει ένας άλλος πίθηκος, τόσο πιο πολύπλοκη εσωτερική παράσταση κατασκευάζετε για κείνον, γιατί η παράστασή του συνδέεται με όλα εκείνα τα γεγονότα. Π.χ., για κάποιον μακρυνό συγγενή, που τον είδατε μόνο μια-δυο φορές σε μια γειτονική αποικία, διατηρείτε μια απλούστατη παράσταση· για την πιθηκίνα του διπλανού δέντρου όμως, που σας ενδιαφέρει τα μάλα, και στην οποία η προσοχή-σας εστιάζεται όλη την ώρα, έχετε σχηματίσει μια αρκετά πολύπλοκη παράσταση, αφού γνωρίζετε πάμπολλες ιδιότητές της. Παρόμοια λοιπόν, για τον ίδιο-σας τον εαυτό, για το “εγώ”, έχετε σχηματίσει την πιο πολύπλοκη παράσταση όλων, αφού — θέλετε-δεν-θέλετε — το “εγώ”-σας συμμετέχει σε όλα τα γεγονότα. Όμως η εσωτερική παράσταση της έννοιας του “εγώ” έχει μία ακόμη ιδιαιτερότητα. Πρόκειται για τη μόνη παράσταση η οποία δείχνει προς τον εαυτό-της. Δηλαδή υπάρχουν ανακυκλώσεις, κλειστοί “βρόχοι” (αγγλ.: loops) μέσα στην παράσταση. Τί σημαίνει αυτό; Θεωρείστε τη σκέψη: «Σήμερα χάιδεψα την πιθηκίνα.» (Ή μάλλον, προκειμένου για πιθήκους, πιο λογικό θα ήταν το «ξεψείριασα», αλλά για να μην κάνουμε τελείως μπανάλ τη συζήτηση, και να της δώσουμε μια κάποια ρομαντική χροιά, ας κάνουμε χρήση του «χάιδεψα». ) Για τη σκέψη αυτή (όπως και για κάθε άλλη), δημιουργείτε μια εσωτερική παράσταση. (Αν το “σήμερα”, και ο αόριστος χρόνος του ρήματος “χάιδεψα” σας φαίνονται πολύ προχωρημένα για τη σκέψη ενός πιθήκου, θα προτείνω και πάλι να θεωρήσετε ένα αρκούντως εξελιγμένο προγονικό-μας είδος, που να μπορεί να κάνει τη σκέψη αυτή· αντικαταστείστε και το “πιθηκίνα” με το “γειτόνισσα της διπλανής σπηλιάς”, κ’ ελπίζω πως είμαστε εντάξει.) Ας σκεφτούμε με τί θα έμοιαζε το σχεδιάγραμμα της σκέψης αυτής: Κατ’ αρχήν, στον πυρήνα πρέπει να βρίσκεται το ρήμα της πρότασης, το “χάιδεψα”, ή καλύτερα το “χαϊδεύειν”, μια που μιλάμε για έννοιες κι όχι για λέξεις. Το υποκείμενο του πυρήνα είναι το “εγώ”, και μέσα στην άλω βρίσκονται το άμεσο αντικείμενο (“πιθηκίνα”) και ένας χρονικός προσδιορισμός, το “σήμερα”. Πολύ ωραία· όμως αυτή η σκέψη δεν επιπλέει σε έναν ωκεανό άλλων σκέψεων, ασύνδετη με οτιδήποτε άλλο. Αν ήταν ασύνδετη, δεν θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί και ν’ ανακληθεί στη μνήμη ώστε να γίνει χρήση-της. Όλες οι σκέψεις πρέπει να συνδέονται με κάτι, και αυτό το κάτι πιστεύω οτι είναι η έννοια “εγώ” (γιατί εγώ είμαι που κάνω την κάθε σκέψη και συμμετέχω σ’ αυτή). Σ’ ένα διάγραμμα θα συνέδεα την όλη σκέψη — τον πυρήνα-της δηλαδή — με την έννοια “εγώ”, ως εξής:
Βλέπουμε λοιπόν οτι, ναι μεν ο πυρήνας συνδέεται με το υποκείμενο “εγώ”, αλλά και το “εγώ” συνδέεται με τον πυρήνα, μέσω ενός συνδέσμου που έχει το νόημα “εγώ κάνω την εξής σκέψη”. Αν το καλοσκεφτούμε, κάθε σκέψη στην οποία συμμετέχει το “εγώ” θα παρουσιάζει την παραπάνω εικόνα, με αυτό το βρόχο των συνδέσμων: από το “εγώ” προς τον πυρήνα της σκέψης, και πίσω πάλι, από τον πυρήνα προς το “εγώ”. Η έννοια “εγώ”, στη μνήμη ενός ατόμου, θα πρέπει να είναι γεμάτη από τέτοιους βρόχους, που θα σχηματίζονται σε κάθε σκέψη όπου συμμετέχει το “εγώ”. Ποια είναι η σπουδαιότητα της ύπαρξης αυτών των βρόχων;
Γιατί; Κοιτάξτε πάλι το παραπάνω διάγραμμα. Ξεκινώντας από τον πυρήνα της σκέψης, μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα: Ποιος είναι αυτός/αυτή που το έκανε αυτό το πράγμα; Η απάντηση βρίσκεται ακολουθώντας το βέλος που έχει την ετικέττα “υποκείμενο”. Άρα είναι το “εγώ” που το έκανε αυτό το πράγμα. Και τί άλλο ξέρουμε για την έννοια αυτή, για το “εγώ”; Η απάντηση είναι οτι ξέρουμε “τα πάντα”. Δηλαδή ξέρουμε τόσο πολλά όσα δεν ξέρουμε για κανέναν άλλο σύντροφό μας, ή άλλη έννοια. Απαντώντας στο ερώτημα του Ποιος, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια έννοια εξαιρετικής πολυπλοκότητας, που όμοιά της δεν υπάρχει στην ανθρώπινη μνήμη-μας. Αυτό το “εγώ”, στο οποίο μόλις αποκτήσαμε πρόσβαση μέσω του βρόχου, είναι το ίδιο “εγώ” που έμαθε να απαγγέλλει ένα ποιηματάκι όταν ήταν μόλις τεσσάρων χρονών· το ίδιο που άρχισε να κλαίει γιατί δεν έσβησε με τη μία όλα τα κεράκια της τούρτας σε ένα πάρτυ γενεθλίων· το ίδιο που έπεσε μια φορά και χτύπησε καθώς μάθαινε ποδήλατο· το ίδιο που το κατέλαβε κεραυνοβόλος έρωτας στα εφηβικά-του χρόνια· το ίδιο που πέρασε σε μια σχολή που δεν ήταν η πρώτη προτίμησή του· που βρήκε μια καλούτσικη δουλειά αργότερα· που παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια· και ούτω καθεξής, με χιλιάδες αναμνήσεις, δηλαδή συνδέσμους από το “εγώ” προς όλα αυτά τα επεισόδια στη μνήμη, τα οποία προφανώς δεν μπορώ να δείξω στο ανωτέρω διάγραμμα γιατί θα χρειαζόμουν να ζωγραφίσω χιλιάδες βελάκια που να ξεκινούν από το “εγώ” και να καταλήγουν στις αναμνήσεις αυτές· όπως και χιλιάδες άλλα βελάκια που να έρχονται πίσω στο “εγώ”, ένα για κάθε βρόχο.
Βέβαια η εσωτερική παράσταση του “εγώ” πρέπει να έχει έναν πυρήνα (στο παραπάνω σκίτσο, σημειώνεται με κίτρινο χρώμα). Προσοχή, το “εγώ” δεν είναι απλώς ο πυρήνας· είναι ολόκληρη η δομή, πυρήνας + άλως. Η ύπαρξη όμως ενός πυρήνα μας κάνει να σκεφτούμε οτι κάποιοι νευρώνες (μαζί με τις συνάψεις-τους) στον εγκέφαλο ενός ανθρώπου θα είναι ίσως αφιερωμένοι στην “υλοποίηση” (την πραγμάτωση) αυτού του πυρήνα. Πόσοι νευρώνες; Εκατοντάδες; Χιλιάδες; Δεκάδες χιλιάδες; Δεν έχω ιδέα. Να είναι άραγε αυτοί οι νευρώνες διασκορπισμένοι στον εγκέφαλο, ή μήπως περιορισμένοι σε κάποιο χώρο; Αν είναι περιορισμένοι στο χώρο, τότε μήπως ένα μικρό εγκεφαλικό επεισόδιο (το σπάσιμο ενός αιμοφόρου αγγείου και το πλημμύρισμα νευρώνων με αίμα, που έτσι δηλητηριάζονται και πεθαίνουν) στην περιοχή εκείνη μπορεί να καταστρέψει — προσωρινά έστω — ένα “εγώ”; Ποτέ δεν έχω ακούσει για κάποια τέτοια περίπτωση. Γνωρίζω βέβαια για την αμνησία (αγγλ.: retrograde amnesia), αλλά δεν μου φαίνεται το ίδιο πράγμα. Στη retrograde amnesia μοιάζει να υπάρχει ο πυρήνας ενός “εγώ”, που όμως έχει χάσει την πρόσβαση σε πολλά από τα στοιχεία της άλω. Τώρα, ότι ισχύει για τον πυρήνα, ισχύει και για όλους τους άλλους κόμβους. (Άλλωστε και ο πυρήνας ένας απλός κόμβος είναι· το οτι είναι πυρήνας οφείλεται στον τρόπο που συνδέεται με τους άλλους κόμβους, όχι στο οτι αποτελείται από κάποια διαφορετική ποιότητα.) Όπως λοιπόν ο πυρήνας υλοποιείται μέσω χιλιάδων νευρώνων, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για κάθε άλλον κόμβο που συμμετέχει σε μια έννοια. Κάθε έννοια επομένως πρέπει να υλοποιείται στον ανθρώπινο εγκέφαλο μέσω χιλιάδων, ή εκατομμυρίων νευρώνων. Πώς ακριβώς γίνεται η υλοποίηση, είναι κάτι που πολύ θα ήθελα να μάθω στο μέλλον. Ας δούμε τώρα τη συνολική εικόνα: το δάσος, που αποτελείται από δέντρα, που αποτελούνται από φύλλα, που αποτελούνται από...
Έχουμε λοιπόν ένα πολύπλοκο σύστημα (το “εγώ”), που αποτελείται από πολύπλοκα συστήματα (κόμβους), που υλοποιούνται από πολύπλοκα συστήματα (νευρώνες), κ.ο.κ. Σύστημα μέσα σε σύστημα, σαν τις ρωσσικές κούκλες, τις “μπάμπουσκες”, που βρίσκονται φωλιασμένες η μία μέσ’ στην άλλη. Όμως αντίθετα με τις μπάμπουσκες, εδώ ανοίγουμε μια κούκλα και βρίσκουμε μέσα-της ένα πολύ μεγάλο αριθμό από άλλες κούκλες, οι οποίες μάλιστα είναι τελείως διαφορετικής ποιότητας, δεν μοιάζουν καθόλου με την κούκλα που τις περιέχει μέσα-της. Και το ίδιο ισχύει για την κάθε υπο-κούκλα. Τί σας θυμίζει αυτό το σενάριο; Μήπως το “ταξίδι προς τα κάτω” που επιχειρήσαμε στην §2.1.2, όπου ξεκινήσαμε από μια κοινωνία ανθρώπων, και καταλήξαμε ως τα μόρια, τα άτομα, τα κουόρκ, και τα γλοιόνια; Κ’ εκεί είδαμε συστήματα μέσα σε συστήματα. Και μάθαμε για τις αναφυόμενες ιδιότητες. Ε λοιπόν, κ’ εδώ έχουμε πάμπολλες αναφυόμενες ιδιότητες. Και μία απ’ αυτές τις ιδιότητες είναι αυτό ακριβώς που μας βασανίζει σ’ ολόκληρο το παρόν κείμενο. Είμαστε έτοιμοι να ξαναδούμε στο σημείο αυτό κάτι που ανέφερα και πρωτύτερα, που αποτελεί τον “πυρήνα” αυτού του κειμένου· έναν πυρήνα τον οποίο μπορούμε να κρίνουμε τώρα υπό το φως των ιδεών περί εννοιών και ανθρώπινων μνημών:
Η ψυχή προκύπτει σαν ιδιότητα μιας έννοιας: του “εγώ”· που μέσω των απειράριθμων βρόχων που σχηματίζονται στη δομή-του έχει τη δυνατότητα να “κοιτά”, να μελετά, να εξετάζει τον εαυτό-του. Δεν μπορεί όμως να “δει” τους κόμβους που το αποτελούν, γιατί οι κόμβοι ανήκουν σε χαμηλότερο επίπεδο. “Βλέπει” μόνο τον εαυτό-του σε υψηλό επίπεδο, σαν ολότητα, δηλαδή σαν ένα, αδιαίρετο, ζωντανό “κάτι”, που δρα μέσα στο χρόνο, και που συνδέεται με όλες τις αναμνήσεις-του. Οι κόμβοι, που είναι σε χαμηλότερο επίπεδο από το “εγώ”, δρουν ανεξάρτητα από την ολότητα του “εγώ”, αλλά πάντα μέσα σε κάποια όρια, όπως οι άνθρωποι μιας κοινωνίας δρουν ανεξάρτητα από την κοινωνία, αλλά πάντα μέσα σε κάποια κοινωνικά αποδεκτά όρια. Το ίδιο συμβαίνει και σε ακόμα πιο χαμηλό επίπεδο. Οι νευρώνες, που υλοποιούν τους κόμβους, δρουν ανεξάρτητα από τον κόμβο τον οποίο υλοποιούν (π.χ. ένας νευρώνας μπορεί να συμμετέχει στην υλοποίηση περισσότερων του ενός κόμβων), κ.ο.κ. Παρατηρείστε και το εξής ενδιαφέρον: όσο κατεβαίνουμε τα επίπεδα της οργάνωσης, τόσο πιο φρενήρης γίνεται ο ρυθμός λειτουργίας των συστημάτων. Οι νευρώνες, λόγου χάρη, λειτουργούν ταχύτατα σε σχέση με τους χρόνους που είναι σε θέση να παρακολουθήσει συνειδητά το “εγώ”-μας. Για να καταλάβετε τί εννοώ όταν λέω “ταχύτατα”, ένας νευρώνας φορτίζεται και αποφορτίζεται κάπου 40 φορές το δευτερόλεπτο — ένας ρυθμός που κάποτε γίνεται μεγαλύτερος, κάποτε πιο αργός, πράγμα που έχει σημασία για το πώς μεταδίδει την πληροφορία ο νευρώνας. Την κάθε μία απ’ αυτές τις δεκάδες φορτίσεις και αποφορτίσεις, οργανικά μόρια εισάγονται και αποβάλλονται κατά εκατομμύρια από την κυτταρική μεμβράνη του νευρώνα. Οπότε αν κατέβουμε σε επίπεδο μορίων, η φράση “φρενήρης ρυθμός” ωχριά σαν περιγραφή της πραγματικότητας. Πόσο γρήγορα κινούνται τα μόρια; Μέσα σε μια σταγόνα νερού, τα μόρια Η2Ο κινούνται με μέση ταχύτητα 1600 χιλιομέτρων την ώρα, δηλαδή υπερηχητικά! Κι άλλη μια σημαντική παρατήρηση: το κάθε στοιχείο ενός επιπέδου (π.χ. ο κάθε κόμβος, ή ο κάθε νευρώνας) “κάνει τη δουλειά-του” χωρίς να “νοιάζεται” για το τί κάνουν σχεδόν όλα τα άλλα στοιχεία του ίδιου επιπέδου (άλλοι κόμβοι, άλλοι νευρώνες), εκτός από εκείνα με τα οποία επικοινωνεί άμεσα. Ούτε έχει καμιά ιδέα περί ύπαρξης ανώτερου συστήματος στο οποίο ανήκει. Ούτε καμιά άλλη ιδέα όπως οτι αποτελείται από μεγάλο αριθμό κατώτερων συστημάτων. 5.2.2 Πώς και γιατί προκύπτει η κοινή αντίληψη περί “ψυχής” από την εσωτερική παράσταση του “εγώ”Η αίσθηση της υπαρξιακής-μας συνέχειας, τύπου κινηματογραφικής ταινίαςΚαλά όλ’ αυτά, καλή και η πολυπλοκότητα της εσωτερικής παράστασης του ανθρώπινου “εγώ”, αλλά από πού κι ως πού μας προκύπτει αυτή η εκπληκτική αίσθηση της συνέχειας της ύπαρξής μας στο χρόνο; Το “εγώ” δεν το αισθανόμαστε σαν ένα ασάλευτο αντικείμενο στο χώρο, αλλά σαν κάτι που ζει στο χρόνο, που του φαίνεται σαν ο χρόνος να κυλά με μια σταθερή ταχύτητα, και τα γεγονότα σαν να έρχονται από το άγνωστο μέλλον και να καταλήγουν στο για πάντα καθορισμένο παρελθόν. Από πού προέρχεται αυτή η εντύπωση; Θα πρέπει να σημειώσω οτι εδώ υπεισέρχομαι βαθιά σε θέματα φιλοσοφίας, και κινδυνεύω ν’ ανοίξω ένα κουτί της Πανδώρας με προβλήματα-τέρατα, που απαιτούν ένα κείμενο ίσου ή μεγαλύτερου μεγέθους από το παρόν για να συζητηθούν. Δεν είναι δυνατό λοιπόν να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες στο παρόν. Επιγραμματικά μόνο θα αναφέρω οτι, όπως υποστηρίζω σε ένα άλλο άρθρο (αλλά στα αγγλικά), η αίσθηση οτι ο χρόνος κυλά είναι νοητική απάτη. Ο χρόνος δεν κυλά, απλά είναι (όπως και ο χώρος άλλωστε απλά είναι, ή όπως θα έλεγαν οι φυσικοί σήμερα, αυτό που “είναι” είναι ο χωροχρόνος). Η νοητική απάτη που μας κάνει να πιστεύουμε οτι ο χρόνος κυλά είναι αποτέλεσμα κάποιων ιδιοτήτων της φυσικής-μας σύστασης, όπως εξηγώ στο προαναφερθέν άρθρο. Χωρίς διεξοδική εξέταση όμως, αυτές οι ιδέες ακούγονται σαν αποκυήματα καλπάζουσας (και ίσως ελαφρώς “πειραγμένης”) φαντασίας. Ή μάλλον, πιο συγκεκριμένα, οι προηγούμενες προτάσεις δεν είναι παρά ένας “πυρήνας” απογυμνωμένος από τα μύρια στοιχεία της άλω-του. Γιαυτό θα βιαστώ να κλείσω το κουτί της Πανδώρας σ’ αυτό το σημείο, θα θεωρήσω οτι ο χρόνος πράγματι κυλά όπως μάλλον θα πιστεύετε κ’ εσείς, και θα εστιάσω στην αίσθηση που έχουμε οτι η ζωή-μας κυλάει μαζί με το χρόνο, σαν σε μια κινηματογραφική ταινία. Και πάλι υπάρχει το ερώτημα του τί προκαλεί την αίσθηση οτι μπορούμε να “παίξουμε την ταινία” της ζωής-μας, και μάλιστα αρχίζοντας από οποιοδήποτε χρονικό σημείο επιθυμούμε. Ας σκεφτούμε όμως το εξής: την “ταινία της ζωής-μας” την παίζουμε μόνο στη μνήμη-μας, πουθενά αλλού. Δεν συμβαίνουν πραγματικά τα γεγονότα της γαμήλιας τελετής-μας δέκα χρόνια μετά, ή του πρώτου φιλιού που δώσαμε στο κορίτσι ή στο αγόρι-μας· απλά ανακαλούμε από τη μνήμη-μας αναμνήσεις, και έχουμε την ικανότητα (μερικές φορές) να το κάνουμε έτσι ώστε να μας δημιουργείται η εντύπωση οτι τα γεγονότα “κυλούν” σε πραγματικό χρόνο. Το “εγώ”-μας συνδέεται μ’ αυτά τα “στιγμιότυπα” που είναι αποθηκευμένα στη μνήμη. Όπως μπορούμε ν’ ανακαλούμε στατικές εικόνες (π.χ., την Αφροδίτη της Μήλου), έτσι μπορούμε να ανακαλούμε και κινούμενες εικόνες (π.χ. τον Νηλ Άρμστρονγκ να κατεβαίνει από τη σκάλα της σεληνακάτου και να πατά στο φεγγάρι). Όσο επιτακτική ανάγκη είναι η ανάκληση στατικών εικόνων (λόγω επιβίωσης), άλλο τόσο επιτακτική ανάγκη είναι και η ανάκληση των κινούμενων. Έχοντας ένα πλήθος κινούμενων και στατικών αναμνήσεων από το παρελθόν-μας συνδεμένες με το “εγώ”-μας, μας δίνεται η εντύπωση της συνέχειας της ύπαρξής μας. Γνωρίζουμε οτι αποτελούμε συνέχεια εκείνου του ατόμου που έδωσε το πρώτο ερωτικό φιλί σε μια μάλλον τρυφερή ηλικία, και παρόλο που δεν θυμόμαστε παρά μόνο αποσπασματικά τις μυριάδες των γεγονότων που μεσολάβησαν από τότε μέρι σήμερα, τις έχουμε σε μια πάνω-κάτω χρονολογικά σωστή σειρά, και το λογικό-μας μας λέει οτι είμαστε εκείνο το ίδιο άτομο. Λογικά λοιπόν αντιλαμβανόμαστε τη συνέχεια της ύπαρξής μας ως το μακρυνό παρελθόν, ως όπου φτάνει η μνήμη-μας. Εξάλλου, εκτός από τη μνήμη τη δική-μας, συμφωνούν και οι μνήμες των συγγενών-μας, και οι φωτογραφίες και ταινίες που έχουμε από το παρελθόν, και άλλα πολλά, ώστε να μας δημιουργείται μια λογικά συνεπής αίσθηση συνέχειας. Το παν όμως είναι θέμα μνήμης σ’ αυτό το συνεχώς υπάρχον “εγώ”. Πέρα όμως από την αίσθηση της συνέχειας της ύπαρξής μας λόγω της μακρόχρονης μνήμης, υπάρχει και η αίσθηση της συνέχειας ενός χρόνου που ρέει εδώ και τώρα, που την αντιλαμβανόμαστε μέσω της βραχύχρονης μνήμης. Δηλαδή: τώρα, αυτή τη στιγμή που διαβάζω αυτές τις λέξεις πέρασε μια στιγμή, και τώρα πέρασε μια άλλη ενώ η προηγούμενη στιγμή έμεινε στο παρελθόν, και τώρα μια άλλη, κ.ο.κ. Μας δίνεται λοιπόν η αίσθηση της συνέχειας και της ροής του παρόντος χρόνου. Και αυτή η αίσθηση είναι νοητική απάτη, και οφείλεται σε ιδιότητες της βραχύχρονης μνήμης — συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίο “σβήνουν” οι ενεργοποιήσεις (αγγλ.: activations) των εννοιών στη βραχύχρονη μνήμη. Και πάλι όμως αναγκάζομαι να δίνω τηλεγραφικές εξηγήσεις για θέματα που χρειάζονται ολόκληρα νέα άρθρα για μια πλήρη εξήγησή τους. Αναγκάζομαι να σας παρουσιάζω έναν πυρήνα χωρίς άλω, και όποτε γίνεται αυτό, ο γυμνός πυρήνας μοιάζει ακατανόητος και δεν γίνεται αντιληπτός — ούτε αποδεκτός — από τον αναγνώστη. Πάλι επομένως θα ζητήσω την κατανόησή σας για το γεγονός οτι δεν μπορώ να αναφερθώ σε όση έκταση απαιτείται στο παρόν κείμενο, γιατί θα φύγω εκτός θέματος, και μάλιστα δημιουργώντας μια πολύ μεγάλη νέα ενότητα. Η επιθυμία αποφυγής του θανάτου, και το θρησκευτικό συναίσθημαΌμως άλλο η αίσθηση της συνέχειας του “εγώ”, που είναι συνέπεια της μνήμης-μας, και άλλο η αίσθηση του οτι έχουμε “ψυχή”, που μάλιστα μπορεί να εξακολουθεί να υπάρχει και μετά θάνατο. Αυτή πάλι η δοξασία από πού προέκυψε; Όπως εξηγώ στο άρθρο περί θρησκείας, την πολύπλοκη νοημοσύνη του ανθρώπου βαραίνουν σκέψεις που είναι απλησίαστες για τα άλλα ζώα. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που έχει το φόβο του θανάτου, και ο λόγος γι’ αυτό είναι οτι μόνο ο άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί για το απώτερο μέλλον, και να κάνει την εξής λογική σκέψη: «Όπως πεθαίνουν ένας-ένας οι γηραιότεροι συγγενείς-μου, έτσι θα πεθάνω μια μέρα κ’ εγώ, ερχόμενος στη θέση-τους.» Αυτή η σκέψη, παρόλο που δεν παίζει ρόλο στα καθημερινά γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου, εντούτοις υπάρχει πάντα στο παρασκήνιο των σκέψεων ενός ενήλικου. Όταν ο άνθρωπος βρίσκει την ευκαιρία να ξεφύγει από τον καθημερινό αγώνα για την εξασφάλιση της επιβίωσης, στο μυαλό-του έρχονται σκέψεις όπως: «Μα είναι δυνατό να τελειώνουν όλα με το θάνατο; Να “σβήνουν” τα πάντα, όπως σβήνει κανείς τη φλόγα στο κερί; Αδύνατον! Θα πρέπει να υπάρχει κάποια συνέχεια.» Αυτήν την ελπίδα για συνέχεια, ο άνθρωπος την έκανε πίστη οτι όντως υπάρχει συνέχεια, χωρίς να έχει καμιά ένδειξη(*) οτι μια τέτοια προοπτική είναι αληθινή. Η πίστη στη συνέχεια της ζωής μετά θάνατο παρέχει ένα απαραίτητο “ψυχολογικό σωσίβιο”, γιατί για ποιο λόγο να επιμένει να ζει κάποιος ο οποίος βρίσκεται σε δυσχερή κατάσταση και επιβιώνει με μεγάλη δυσκολία, αν ξέρει οτι με το θάνατο τελειώνουν όλα τα βάσανά του; Αντίθετα, αν πιστεύει οτι με το θάνατο τίποτα δεν τελειώνει, δεν έχει κανένα λόγο να εγκαταλείψει την προσπάθεια επιβίωσης. Άρα λοιπόν έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην επιβίωση του ατόμου η πίστη σε μια μετά θάνατο ζωή. Έπειτα υπάρχει και το “ηθικό σωσίβιο”: αν κάποιος αδικείται στη ζωή-του από άλλους, μπορεί να πιστέψει οτι στη μετά θάνατο ζωή θ’ αλλάξει η κατάσταση, και οτι αυτός που τον αδικεί θα τιμωρηθεί όπως του αξίζει. Έτσι δεν επαναστατεί ενάντια στην αδικία, και γίνεται πιο εύκολα εκμεταλλεύσιμος απ’ αυτούς που μπορούν να τον εκμεταλλευτούν. Σε πρώιμα στάδια της ανάπτυξης της ανθρώπινης διάνοιας, οι “επαναστάτες” που θα ήθελαν να αντιταχθούν στην αδικία “εδώ και τώρα” (χωρίς να πιστεύουν σε κάποιο αντιστάθμισμα στη μετά θάνατο ζωή) έχαναν τη μάχη με τους ισχυρούς της φυλής, εξοστρακίζονταν, κ’ έτσι δεν άφηναν πολλούς απογόνους που να κληρονομήσουν την επαναστατικότητά τους. Οι άλλοι, οι “πιστοί” στην ιδέα του μετά θάνατον αντισταθμίσματος, περνούσαν πολύ καλύτερα, και πολλαπλασίαζαν τα “πιστά” γονίδιά τους. Αυτό τουλάχιστον έχει υποστηρίξει ο βιολόγος E. O. Wilson, για να εξηγήσει την παρατήρηση οτι υπάρχει μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που πειθήνια βάζουν το κεφάλι κάτω και κάνουν ότι τους λένε οι λίγοι, οι “αρχηγοί”. Από κάποιο σημείο κ’ έπειτα ήρθε η θρησκεία για να παγιώσει και να κωδικοποιήσει την πίστη σ’ έναν μετά θάνατο κόσμο αγαθών και πονηρών πνευμάτων, όπου το κακό τιμωρείται και το καλό επιβραβεύεται. Μάλιστα η θρησκεία, όπως εξηγώ πιο λεπτομερειακά στο ίδιο άρθρο (περί θρησκείας), δεν εμφανίστηκε ξαφνικά σε όλη τη σημερινή-της πολυπλοκότητα και μεγαλοπρέπεια, αλλά εξελίχθηκε σταδιακά, από πολύ απλές και ταπεινές δομές, στις σημερινές πολυπλοκότατες των μονοθεϊστικών θρησκευμάτων. Με άλλα λόγια, και η θρησκεία παρουσίασε εξελικτικά αυξητική τάση, όπως και τόσες άλλες έννοιες στον κόσμο, σαν κι αυτές τις οποίες συζητήσαμε σε προηγούμενες ενότητες. Μέσω της θρησκείας, η πίστη σε μια ψυχή που ζει αιώνια απέκτησε και το “θεωρητικό φιλοσοφικό υπόβαθρο”, κ’ έγινε περίπου ακλόνητη και ακαταμάχητη, αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας των ανθρώπων. 5.2.3 Πώς το “εγώ” δημιουργείται εκ του μη όντοςΔεν ήταν χωρίς λόγο που σας ζήτησα σε μια προηγούμενη παράγραφο να μπείτε αρχικά στο μυαλό ενός σκίουρου που παρατηρεί μια ευθεία γραμμή, και ύστερα στο μυαλό ενός μεγάλου πιθήκου που αναπολεί μια ευχάριστη στιγμή του άμεσου παρελθόντος. Το έκανα αυτό για να σας ενθαρρύνω να σκεφτείτε την άποψη οτι ίσως να μην έχουμε εμείς οι άνθρωποι την αποκλειστικότητα της κατοχής μιας έννοιας οπως το “εγώ”. Δεν γνωρίζουμε αν κάποια στοιχειώδη μορφή “εγώ” κατέχουν και πουλιά, όπως τα περιστέρια, ή τα ακόμα πιο έξυπνα κοράκια· είναι όμως μάλλον απίθανο να μην κατέχουν “εγώ” τα πιο έξυπνα από τα θηλαστικά, όπως δελφίνια, φάλαινες, ελέφαντες, πολλά αιλουροειδή και κυνοειδή, και οι μεγάλοι πίθηκοι (χιμπαντζήδες, γορίλλες, και ουραγκοτάγκοι). Αλλά το “εγώ” ενός ζώου μάλλον είναι τόσο πιο απλό όσο (1) πιο μικρός είναι ο εγκέφαλός του, και (2) λιγότερο κοινωνικό είναι το ζώο. Κοινωνικά ζώα όπως οι λύκοι, πολλά είδη δελφινιών, οι γορίλλες, οι χιμπαντζήδες, κ.ά., χρειάζονται τόσο την έννοια του “εγώ” όσο και την έννοια του “άλλου”, ώστε να καταφέρνουν να διεκπεραιώνουν τις καθημερινές κοινωνικές συναναστροφές-τους με επιτυχία. Τώρα, εμείς οι άνθρωποι, δηλαδή το τωρινό είδος Homo sapiens, στο οποίο ανήκουν όλα τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων στη Γη, και που έχουμε μέγεθος εγκεφάλου γύρω στα 1400 cm3, γνωρίζουμε οτι προήλθαμε από προγενέστερα ανθρωποειδή είδη, όπως το είδος Homo erectus, που πρωτοεμφανίστηκε από 2 με 1,5 εκατομμύρια χρόνια πριν, με μέγεθος εγκεφάλου από 1100 cm3 (στα μεταγενέστερα άτομα), έως 850 cm3 (στα προγενέστερα). Αν πάμε πιο πίσω στο παρελθόν, στα 3,5 εκατομμύρια χρόνια, θα βρούμε πιο παλιούς-μας προγόνους: τους αυστραλοπίθηκους (που καμία σχέση δεν έχουν με την Αυστραλία· απλώς το πρόθεμα australo- σημαίνει νοτιο- στα λατινικά, επειδή απολιθώματα αυστραλοπίθηκων πρωτοεντοπίστηκαν στα νότια μέρη της Αφρικής). Αυτοί είχαν εγκέφαλο με μέγεθος περίπου 600 cm3. Ακόμα πιο πριν, στα 6-7 εκατομμύρια χρόνια, οι κοινοί-μας πρόγονοι με τους χιμπαντζήδες θα πρέπει να είχαν εγκέφαλο όσο και οι σημερινοί χιμπαντζήδες, δηλαδή περίπου 400 cm3. Όσο προχωράμε στο παρελθόν, τόσο το μέγεθος του εγκεφάλου των προγόνων-μας μειώνεται. (Και μάλιστα δεν είναι μόνο η απόλυτη ποσότητα εγκεφάλου, αλλά και ο λόγος της ποσότητας αυτής προς το συνολικό όγκο του σώματος, κι αυτός μειώνεται.) Κατά την αντίστροφη φορά στο χρόνο, όσο προχωράμε από το παρελθόν προς το μέλλον, τόσο το μέγεθος του εγκεφάλου αυξάνεται. Άρα, μαζί μ’ αυτό, λογικό είναι να αυξανόταν και η πολυπλοκότητα της εσωτερικής παράστασης του “εγώ” των προγόνων-μας. Κάποτε, αρκούντως παλιά στο παρελθόν, το “εγώ” θα ήταν τόσο απλοϊκό όσο και οποιαδήποτε άλλη έννοια, δηλαδή πρακτικά θα ήταν σαν να μην υπήρχε. Σιγά-σιγά, στη διάρκεια μιας εξελικτικής διαδικασίας δεκάδων εκατομμυρίων ετών, γινόταν όλο και πιο πολύπλοκο, μέχρι που έφτασε να έχει την εξαιρετική πολυπλοκότητα που έχει στα άτομα του είδους-μας, δίνοντάς μας την επιφαινόμενη εντύπωση της “ψυχής”. Αυτό που μόλις περιέγραψα είναι η μία μόνο από τις δύο διαδικασίες κατά τις οποίες αναπτύχθηκε (ή αναπτύσσεται) το “εγώ”, δηλαδή αυτό που είναι υπεύθυνο για ότι ο μέσος άνθρωπος ονομάζει “ψυχή”. Πρόκειται για την εξελικτική διαδικασία (αγγλ.: evolutionary process), που διήρκεσε, όπως είπα, πάμπολλα εκατομμύρια χρόνια. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη διαδικασία, κατά την οποία επίσης αναπτύσσεται η έννοια του “εγώ” και της ψυχής “εκ του μη όντος”, και διαρκεί λιγότερο από μια δεκαετία: είναι η διαδικασία κατά την οποία το γονιμοποιημένο ανθρώπινο ωάριο γίνεται έμβρυο, γεννιέται, μεγαλώνει, και γίνεται μικρό παιδί. Αυτή είναι η αναπτυξιακή διαδικασία (αγγλ.: developmental process). Κατά την αναπτυξιακή διαδικασία αυτό που συμβαίνει είναι σαν να “παίζεται το έργο” της εξελικτικής διαδικασίας, αλλά σε γρήγορη κίνηση, στο fast forward. Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι εκτός του θέματος που μας απασχολεί, πάντως συμβαίνει: το γονιμοποιημένο ωάριο είναι ένας μονοκύτταρος οργανισμός, σαν αυτούς που πρωτοδημιουργήθηκαν στη Γη πριν από 2,7 με 2,1 δισεκατομμύρια χρόνια. Σύντομα το γονιμοποιημένο ωάριο σχάται και γίνεται δύο, μετά τέσσερα, μετά οκτώ κύτταρα, κ.ο.κ.· μετατρέπεται δηλαδή σε έναν πολυκύτταρο οργανισμό, σαν κι αυτούς που πρωτοεμφανίστηκαν στον πλανήτη ίσως(*) γύρω στα 1 δισ. χρόνια πριν. Το πολυκύτταρο ανθρώπινο έμβρυο μεγαλώνει λίγο, κ’ ενώ είναι τόσο μικρό που παραμένει δυσδιάκριτο στο γυμνό μάτι, μοιάζει με σκουληκάκι, δηλαδή με αυτό που θα πρέπει να έμοιαζαν οι πρόγονοι των σπονδυλωτών. Μετά αποκτά τους πρώτους χόνδρους που σύντομα θα αποτελέσουν τη σπονδυλική-του στήλη, οπότε μοιάζει όντως με αρχέγονα σπονδυλωτά, που εμφανίστηκαν ίσως 800 εκατομμύρια έτη πριν. Συνεχίζει έτσι και περνάει διαδοχικά στάδια, μοιάζοντας με έμβρυο ψαριού, έμβρυο αμφίβιου (~300 εκ. έτη πριν), έμβρυο ερπετού (ή μάλλον τετράποδου, όπως λέγεται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ αμφιβίων και θηλαστικών), και τελικά με έμβρυο θηλαστικού (~260 εκ. έτη πριν). Αλλά και κατά τους τελευταίους μήνες της κύησης μοιάζει με έμβρυο πρωτεύοντος (~60 εκ. έτη πριν), και πιθήκου (~14 εκ. έτη πριν)· ώσπου μόνο κατά τις τελευταίες εβδομάδες αποκτά τα ειδικά χαρακτηριστικά του μωρού του ανθρώπου (~200 χιλιάδες έτη πριν). Έχουμε έτσι δύο διαδικασίες: την εξελικτική, διάρκειας δισεκατομμυρίων ετών, και την αναπτυξιακή, διάρκειας μερικών μόνο ετών (μάλιστα η αρχή της δεύτερης — προ του τοκετού — είναι “αντιγραφή” της πρώτης), στις οποίες είτε έχει ήδη δημιουργηθεί (εξελικτική), είτε δημιουργείται ξανά και ξανά (αναπτυξιακή) κάποια εσωτερική παράσταση ενός “εγώ” τόσο πολύπλοκου ώστε να πετυχαίνει την αυτογνωσία. Το ερώτημα είναι: πότε ακριβώς, κατά τις διαδικασίες αυτές, σχηματίστηκε/σχηματίζεται αυτό το τόσο πολύπλοκο “εγώ” που να του αποδίδουμε ιδιότητες “ψυχής”; Συγκεκριμένα:
Δεν έχουν όλα τα ερωτήματα απάντηση. Το συγκεκριμένο (διπλό) ερώτημα που διατύπωσα παραπάνω, δεν έχει απάντηση όχι γιατί δεν τη γνωρίζουμε, αλλά γιατί είναι ένα ψευδοερώτημα, όπως το “Η κότα έκανε τ’ αβγό, ή το αβγό την κότα;” ή μάλλον όπως το “Πότε εμφανίστηκε ο πρώτος άνθρωπος στη Γη;” Δεν υπήρξε ποτέ καμία στιγμή στη διάρκεια των δισεκατομμυρίων ετών της εξέλιξης κατά την οποία κάποιο είδος να απέκτησε ένα αρκούντως πολύπλοκο “εγώ” που να το ώθησε να πιστέψει πως έχει ψυχή. Παρόμοια, δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη στιγμή στην ανάπτυξη ενός παιδιού κατά την οποία το παιδί να συνειδητοποιεί ξαφνικά τον εαυτό-του. Και όμως, αν και ψευδοερώτημα, ίσως φαντάζει πολύ σημαντικό για κάποιους αναγνώστες, γιατί εφόσον ισχυρίζομαι οτι η ψυχή είναι μια αναφυόμενη ιδιότητα της έννοιας “εγώ” που σχηματίζουμε και διατηρούμε στη μνήμη-μας, κάποιοι μπορεί να σκέφτονται: «Πότε ακριβώς δημιουργείται λοιπόν αυτό το “εγώ”, δηλαδή η “ψυχή”;» «Πότε μπορούμε να πούμε οτι “απέκτησε ψυχή” ένας άνθρωπος;» Και το πιο σημαντικό ψευδοερώτημα: «Δηλαδή ο συγγραφέας ισχυρίζεται οτι πριν από εκείνο το χρονικό σημείο ο άνθρωπος δεν έχει ψυχή;» Τελικά αυτά οδηγούν σε άλλα ψευδοερωτήματα: «Μήπως τα ζώα δεν έχουν ψυχή, άρα δεν τίθεται κανένα ηθικό ζήτημα όταν τα σκοτώνουμε;» και, «Μήπως τα αγέννητα έμβρια δεν έχουν ψυχή, άρα δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα όταν μια γυναίκα καταφεύγει στην έκτρωση;» Όλα τα ερωτήματα αυτά είναι λάθος. Αλλά για να καταλάβουμε γιατί είναι λάθος, πρέπει να εξετάσουμε έναν γενικότερο τρόπο σκέψης-μας που στηρίζει αυτά τα ερωτήματα: τη “λογική σε άσπρο–μαύρο”, που είναι τελείως λανθασμένη. Αυτή η λανθασμένη λογική διαποτίζει τον Δυτικό τρόπο σκέψης από τα πανάρχαια χρόνια· και όταν μιλάμε για πανάρχαια χρόνια και Δυτικό τρόπο σκέψης, εννοούμε βέβαια την Αρχαία Ελλάδα. Πάμε λοιπόν να δούμε την αρχαιοελληνική προέλευση της “λογικής σε άσπρο–μαύρο”, το πώς αυτή βοήθησε να αναδυθεί η Δυτική σκέψη, και το γιατί σε τελευταία ανάλυση είναι λαθεμένη. |
5.3.1 Η λογική σε άσπρο-μαύρο, και το πρόβλημα των ορισμώνΣκεφτείτε, αυτή τη στιγμή που διαβάζετε το παρόν, είναι ημέρα ή νύχτα; Αν είναι μεταξύ 10 το πρωί και 3 το απόγευμα (και δεδομένου οτι δεν βρίσκεστε στη βόρεια Νορβηγία, το βόρειο Καναδά, ή την Ανταρκτική), θα απαντήσετε με απόλυτη βεβαιότητα: «Ημέρα, φυσικά». Κι αν είναι γύρω στις 11 το βράδυ, ή 2 μετά τα μεσάνυχτα (και πάλι υποθέτοντας μέσα γεωγραφικά πλάτη), θα απαντήσετε: «Ασφαλώς και είναι νύχτα». Μάλιστα, για να ξέρουμε όλοι για τί μιλάμε, μπορούμε να καταφύγουμε σε έναν “ορισμό”: «Μέρα είναι από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου. Μετά είναι νύχτα.» Τί γίνεται όμως αν βρισκόμαστε σ’ εκείνα τα λεπτά του 24-ώρου κατά τα οποία ο ήλιος έχει μόλις δύσει, αλλά το ηλιακό φως διαχέεται ακόμη στην ατμόσφαιρα; Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, δεν είναι μέρα αλλά νύχτα, που μοιάζει να αντίκειται στην κοινή λογική. Νύχτα αμέσως μόλις δύσει ο ήλιος; Μπορείτε βέβαια να πείτε: «Μετά τη δύση είμαστε στο λυκόφως». Α, ώστε έτσι. Άρα ο παραπάνω ορισμός δεν είναι σωστός, γιατί εκτός από τη μέρα και τη νύχτα υπάρχει και το λυκόφως μετά τη δύση (άρα και το λυκαυγές, πριν την ανατολή). Πότε όμως ακριβώς περνάμε από το λυκόφως στη νύχτα; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Όχι βέβαια. Αυτό που συμβαίνει είναι ένα σταδιακό πέρασμα από το λυκόφως προς τη νύχτα. Κάθε προσπάθεια επιβολής ενός ορισμού για το πόσο διαρκεί το λυκόφως μοιάζει τεχνητή, επιτηδευμένη, αμφισβητήσιμη, και άρα τελείως περιττή, αφού δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό παρά μόνο να πείσει τον κατασκευαστή του ορισμού οτι τάχα “ξέρει για τί πράγμα μιλάει”. Παράδειγμα: «Το λυκόφως αρχίζει απο τη δύση του ήλιου, και διαρκεί για μία ώρα μετά απ’ αυτή.» Ανοησίες. Πρώτα-πρώτα, λίγοι θα συμφωνούσαν οτι αμέσως μετά τη δύση του ήλιου έχουμε λυκόφως. Στους περισσότερους τόπους, για λίγα λεπτά μετά τη δύση του ήλιου η γενική εντύπωση είναι οτι εξακολουθούμε να έχουμε μέρα. Μάλιστα, όσο ανεβαίνετε προς τα βόρεια πλάτη (π.χ. προς την Ολλανδία και Δανία αν είστε στην Ευρώπη, ή προς τον Καναδά αν είστε στην Αμερική), τόσο τα λεπτά αυτά μετά τη δύση κατά τα οποία μοιάζει να είναι ακόμα ημέρα αυξάνονται, επειδή ο ήλιος διαγράφει ένα πιο μεγάλο τόξο, και δύει υπό οξύτερη γωνία στον ορίζοντα. Αν πάτε στην Αγία Πετρούπολη, στο Ελσίνκι, ή στο Όσλο, θα διαπιστώσετε οτι κάποιες μέρες του καλοκαιριού (γύρω στις 21 Ιουνίου, το “θερινό ηλιοστάσιο”) ο ήλιος δύει υπό τόσο οξεία (μικρή) γωνία, που δεν μοιάζει καθόλου με λυκόφως η κατάσταση του ουρανού. Μάλιστα, επειδή η Γη κάνει μικρές κυκλικές κινήσεις διάρκειας μερικών λεπτών (όπως κάνει και μια σβούρα που περιστρέφεται στο πάτωμα), μπορεί ο ήλιος να ξανα-ανατείλει για λίγα λεπτά — οπότε λέμε οτι έχουμε τον “ήλιο του μεσονυκτίου” — για να ξανακατέβει κάτω από τον ορίζοντα στη συνέχεια. Σε καμιά στιγμή σε όλη αυτή τη διαδικασία δεν μοιάζει να υπάρχει λυκόφως. Έπειτα, από πού κι ως πού το λυκόφως διαρκεί για «μία ώρα» μετά τη δύση; Βάσει ποιας εξουσίας ή αυθεντίας αποφασίστηκε αυτό; Κάποιος άλλος μπορεί να διαφωνήσει και να πει «Όχι, το λυκόφως διαρκεί τρία τέταρτα», ή «μία ώρα και δέκα λεπτά»· και βέβαια, όλοι αυτοί οι ορισμοί είναι αυθαίρετοι και περιττοί, όπως προανέφερα. Υπάρχουν μόνο για να νομίζουμε οτι έχουμε έναν ορισμό για το πότε είναι λυκόφως και πότε νύχτα. Αυτά όλα τα ανέφερα γιατί υπάρχει το ακριβώς αντίστοιχο πρόβλημα του πότε έχουμε να κάνουμε με μια ψυχή και πότε όχι. Πότε κατά την εξελικτική, και ακόμα πιο σπουδαία κατά την αναπτυξιακή διαδικασία, περνάμε από τη “μη ψυχή” στην “ψυχή”; Μπορεί κανείς να καταφύγει σε ψευδοορισμούς (π.χ., «Πέντε μήνες μετά τη σύλληψη»), που όμως θα είναι αυθαίρετοι, υποκειμενικοί, και άρα αμφισβητήσιμοι. Υπάρχει όμως κάτι βαθύτερο που πρέπει να ερευνήσουμε, που πάει πέρα από έναν απλοϊκό ορισμό και μια απλή αμφισβήτησή του. Πρόκειται για την επιμονή της Δυτικής Σκέψης να επιβάλλει ορισμούς προκειμένου να ξέρει για τί μιλάει (ή σκέπτεται), και να χρησιμοποιεί τους ορισμούς αυτούς σαν θεμέλια για περαιτέρω ανάπτυξη θεωριών και σκέψης. Αυτή η Δυτική επιμονή είναι που μας υποχρεώνει να σκεφτόμαστε με όρους “άσπρου–μαύρου”, όπως: «Αυτό έχει ψυχή» και «Εκείνο δεν έχει». Όλα άρχισαν κάποτε, χιλιάδες χρόνια πριν, στον τόπο-μας. 5.3.2 Προέλευση της ασπρόμαυρης λογικήςΘυμάμαι πως κάμποσο καιρό πριν, ένας φίλος-μου (μη-Έλληνας) μου διηγιόταν το σενάριο μιας θεατρικής παράστασης που μόλις είχε δει, όπου ο συγγραφέας σατίριζε την άποψη οτι όλα φαίνεται να ξεκίνησαν από την αρχαία Ελλάδα. Υπήρχε λοιπόν ο ρόλος ενός καθηγητή κλασικών σπουδών στην παράσταση, όπου ο καλός καθηγητής υποστήριζε οτι εκτός από πράγματα που όλοι ξέρουμε οτι όντως προήλθαν από τους αρχαίους Έλληνες (δημοκρατία, αθλητισμός, θέατρο, χρήση νομισμάτων, κλπ.), ένα σωρό άλλα πράγματα είχαν επίσης αρχαιοελληνική καταγωγή· λόγου χάρη, χρήση οδοντόβουρτσας και οδοντόκρεμας· ηρεμιστικά χάπια κατά της αϋπνίας· ποδήλατο· χρήση πιστωτικής κάρτας· και άλλα διάφορα. Επειδή τα περισσότερα απ’ αυτά δεν θα μπορούσαν παρά να είναι προϊόντα της μετέπειτα εξέλιξης της τεχνολογίας, εκεί έβγαινε κάποιο γέλιο κατά την παράσταση από το κοινό, που έβλεπε το πόσο “μακριά πήγαινε τη βαλίτσα” της προέλευσης — από “υπερβάλλοντα ζήλο” φιλελληνισμού βέβαια — ο κύριος καθηγητής. Και όμως, όσο κι αν είναι όντως γελοίο να υποστηρίζουμε οτι, π.χ., τις πιστωτικές κάρτες τις εφηύραν οι αρχαίοι Έλληνες, εντούτοις υπάρχουν πράγματι κάποια χαρακτηριστικά του Δυτικού πολιτισμού-μας που έχουν βαθιά τη ρίζα-τους εκεί, στην αρχαία Ελλάδα, και την αρχαία αυτή προέλευσή τους δεν την αντιλαμβανόμαστε με ευκολία. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό είναι η επιμονή-μας να βλέπουμε τα πράγματα σαν ν’ ανήκουν πάντα σε καλά ορισμένες κατηγορίες, σαν ή άσπρα ή μαύρα, ποτέ σαν ανήκοντα σε μια γκρίζα, ακαθόριστη περιοχή. Οι πιο φημισμένοι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ξεκίνησαν αυτήν την παράδοση, του να δίνουμε δηλαδή έναν ορισμό για κάθε κατηγορία, και να αποφασίζουμε, βάσει του ορισμού, τί ανήκει και τί δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνη. Ο Πλάτων, για παράδειγμα, στο έργο “Σοφιστής” αναφέρεται συγκεκριμένα σε ορισμούς, μέσω παραδειγμάτων. Βέβαια ότι γράφει ο Πλάτων μας λέει οτι το είπε ο Σωκράτης, οπότε δεν γνωρίζουμε ποιες από τις αναφερόμενες ιδέες προήλθαν όντως από το Σωκράτη, και ποιες ανέπτυξε κυρίως ο Πλάτων. Όμως και ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνος, ισχυρίζεται οτι την αναζήτηση ορισμών την ξεκίνησε ο Σωκράτης. Πάντως ήταν ο Αριστοτέλης που ασχολήθηκε πρώτος με το ερώτημα του τί είναι μια κατηγορία, δηλαδή μια έννοια. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μια έννοια είναι αυτό που είναι διότι έχει ένα σύνολο χαρακτηριστικών που την ορίζουν (βλ. “Αναλυτικά Πρότερα”, που είναι μέρος του συνόλου των έργων που ονομάζονται “Λογικά”, ή “Όργανον”). Για κάθε έννοια υπάρχει μια ουσία, που την κάνει να είναι αυτό που είναι («τὸ τί ἦν εἶναι»). Οι ουσίες είναι στην πραγματικότητα ορισμοί. Επίσης, κάθε έννοια ανήκει σε ένα γένος, και έχει μια ειδοποιό διαφορά, που της επιτρέπει ν’ ανήκει σ’ ένα ξεχωριστό είδος μέσα στο γένος. Για παράδειγμα, η έννοια “άνθρωπος” μπορεί να οριστεί σαν «ένα ζώο [αυτό είναι το γένος] που έχει την ικανότητα να διαλογίζεται [η ειδοποιός διαφορά]», σύμφωνα με την Αριστοτέλεια σκέψη. Οι αντιδράσεις στη λογική των ορισμών δεν έλλειψαν από τους αρχαίους ακόμα χρόνους. Ιδίως είναι γνωστή η κριτική που άσκησαν οι Στωικοί φιλόσοφοι, παρόλο που τα έργα-τους δεν διασώθηκαν ως σήμερα (δυστυχώς, θεωρήθηκαν αντιτιθέμενα στη Χριστιανική θρησκεία). Ο Διογένης ο Λαέρτιος (3ος αι. μ.Χ.), για παράδειγμα, αναφέρει το εξής ανέκδοτο: Ο Πλάτων είχε δώσει τον ορισμό οτι άνθρωπος είναι «παν δίποδον άπτερον». Λογικό ακούγεται, αφού τα μόνα δίποδα, γνωστά κατά την αρχαιότητα, ήσαν τα πτηνά και ο άνθρωπος· και απ’ αυτά μόνο ο άνθρωπος είναι άπτερο ον. Όταν το άκουσε αυτό ένας άλλος Διογένης, αυτός της Σινώπης (ο Κυνικός φιλόσοφος, ο ίδιος που ζούσε σε πιθάρι, κατά τον 4ο αι. π.Χ.), έπιασε ένα κοτόπουλο, το ξεπουπούλιασε, και περιφερόταν μ’ αυτό στην αρχαία αγορά. Όταν τον ρωτούσαν οι περαστικοί, «Τί είναι αυτό που κουβαλάς στον ώμο-σου Διογένη;», εκείνος απαντούσε: «Ο άνθρωπος του Πλάτωνα!». Αλλά η ιδέα του ορισμού και της “επακριβώς ορισμένης έννοιας” θριάμβευσε εκεί που πραγματικά όφειλε να θριαμβεύσει: στα μαθηματικά, και πιο συγκεκριμένα στη γεωμετρία, της οποίας η ανάπτυξη οφείλεται ουσιαστικά στους Έλληνες. Ολόκληρο το οικοδόμημα της Ευκλείδειας γεωμετρίας στηρίζεται στην έννοια της “επακριβώς ορισμένης έννοιας”, του ορισμού δηλαδή. Τί είναι “κύκλος”; Ορισμός: κύκλος είναι το σύνολο των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα άλλο δοσμένο σημείο. Δεν είναι δυνατό να συναγάγουμε κανένα συμπέρασμα περί κύκλων αν δεν έχουμε στα χέρια-μας αυτόν τον ορισμό, ώστε να ξεκινήσουμε από κάπου. Όταν ο μαθηματικός έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα «Απόδειξε οτι το τάδε αντικείμενο είναι του είδους Χ» (δηλαδή ανήκει στην κατηγορία Χ), το πρώτο πράγμα που σκέφτεται είναι: «Ποιος είναι ο ορισμός του είδους Χ; Αρκεί να αποδείξω οτι το δοσμένο αντικείμενο ικανοποιεί τον ορισμό του Χ». Αν αφαιρέσουμε τους ορισμούς από τα μαθηματικά είναι σαν να τραβάμε το χαλί κάτω από τα πόδια του μαθηματικού οικοδομήματος, το οποίο χωρίς αυτό το θεμελιακό συστατικό-του καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Αντίθετα, άλλοι αρχαίοι λαοί εκτός των Ελλήνων δεν είχαν αναπτύξει ακόμη την έννοια της επακριβώς ορισμένης έννοιας. Για τους Βαβυλώνιους, λόγου χάρη, μια “στο περίπου” τιμή του π (του πηλίκου της περιφέρειας ενός κύκλου διά τη διάμετρό του) αρκούσε. Οι Βαβυλώνιοι πίστευαν οτι η τιμή του π είναι 3 (ενώ στην πραγματικότητα ο π όχι μόνο δεν είναι ακέραιος, αλλά δεν μπορεί να αναγραφεί επακριβώς με οποιοδήποτε πεπερασμένο πλήθος δεκαδικών ψηφίων: 3.14159265358979323...).(*) Το ίδιο μάλλον πίστευαν και οι αρχαίοι Εβραίοι, καθώς στην Αγία Γραφή (Χρον. Β΄ 4:2) αναγράφεται το εξής: Καὶ ἐποίησεν
τὴν θάλασσαν χητήν, πηχέων δέκα τὴν διαμέτρησιν, στρογγύλην κύκλοθεν, Δηλαδή: «Και έφτιαξε τη λιωμένη θάλασσα, διαμέτρου δέκα πήχεων, σε σχήμα κύκλου, και ύψους πέντε πήχεων, και με περιφέρεια τριάντα πήχεις.» Άρα π = 30/10 = 3. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, οι Έλληνες γνώριζαν όχι μόνο οτι ο π δεν είναι ακέραιος, αλλά και οτι είναι άρρητος αριθμός (δηλαδή δεν μπορεί να εκφραστεί σαν κλάσμα δύο ακεραίων). Ο Αρχιμήδης, τον 3ο αι. π.Χ., περιέγραψε μια μέθοδο μέσω της οποίας ο π βρίσκεται σαν το όριο των περιμέτρων πολυγώνων εγγεγραμμένων και περιγεγραμμένων σε κύκλο. Εκτός από τη γεωμετρία, υπάρχει ένα ακόμη πεδίο της ελληνικής, και μετέπειτα Δυτικής διανόησης, όπου θριάμβευσε η “λογική σε άσπρο–μαύρο”: είναι ακριβώς το πεδίο της λογικής, που σήμερα θωρείται κλάδος των μαθηματικών (διδάσκεται στα πανεπιστήμια στους τομείς των μαθηματικών, ως “μαθηματική λογική”), στην αρχαιότητα όμως η διασύνδεση της λογικής με τα μαθηματικά δεν είχε γίνει ακόμη κατανοητή, οπότε η λογική θεωρείτο κλάδος της φιλοσοφίας. Η μαθηματική λογική, τουλάχιστον στον πυρήνα-της (που λέγεται “προτασιακός και κατηγορηματικός λογισμός”), θεμελιώνεται στην ιδέα οτι μια πρόταση είναι είτε σωστή, είτε λάθος. Αλήθεια-ή-ψέμα, δεν υπάρχει τίποτε το ενδιάμεσο, καμιά “γκρίζα” τιμή για την τιμή μιας πρότασης. Λόγου χάρη: «Κάθε άνθρωπος είναι θνητός.» Αλήθεια ή ψέμα; Αλήθεια, θα σκεφτεί κανείς, αφού δεν γνωρίζουμε κανέναν αθάνατο άνθρωπο. «Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.» Αλήθεια κι αυτό — εκατό τοις εκατό. «Άρα ο Σωκράτης είναι θνητός», συμπεραίνει η κλασική λογική, που συχνά ονομάζεται και “Αριστοτέλεια λογική”, επειδή θεμελιώθηκε ουσιαστικά μέσω του έργου του Αριστοτέλη. Σκεφτείτε όμως και το εξής: «Κάθε άνθρωπος είναι είτε άντρας είτε γυναίκα.» Αλήθεια ή ψέμα; Μμμ... εδώ το πράμα σηκώνει συζήτηση. Δεν είναι μόνο οι ομοφυλόφιλοι, είναι κ’ εκείνοι που έχουν αλλάξει φύλο, αλλά κ’ εκείνοι που αισθάνονται οτι δεν έχουν φύλο, ή οτι ανήκουν πότε στο ένα φύλο και πότε στο άλλο. Στην αρχαία εποχή όμως οι στοχαστές δεν ασχολούνταν με τέτοιες “προβληματικές” προτάσεις, τις οποίες προσπερνούσαν αδιάφορα. Η κλασική λογική ασχολιόταν με προτάσεις που είχαν ξεκάθαρα δύο τιμές: αλήθεια ή ψέμα. Σήμερα βέβαια υπάρχουν και κλάδοι της μαθηματικής λογικής που δέχονται και άλλες τιμές, ενδιάμεσες, χώρια από την αλήθεια και το ψέμα· αλλά ο πυρήνας της λογικής όπως είπα, είναι ο κλασικός προτασιακός και κατηγορηματικός λογισμός, που είναι η “λογική σε άσπρο–μαύρο”, και που τον διδάσκεται ο σημερινός μαθηματικός, ο φιλόσοφος, αλλά και ο επιστήμονας υπολογιστών που ασχολείται με τον τομέα που λέγεται “τεχνητή νοημοσύνη”. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήσαν όλοι-τους άριστα εξοικειωμένοι με — και εκπαιδευμένοι στη — γεωμετρία. (Άλλωστε ο Πλάτων δεν ήταν εκείνος που έγραψε πάνω από την είσοδο της ακαδημίας-του: «ΜΗΔΕΙΣ ΑΓΕΩΜΕΤΡΗΤΟΣ ΕΙΣΙΤΩ», δηλαδή κανένας ανεκπαίδευτος στη γεωμετρία να μη μπει;) Παρόμοια, ήσαν άριστοι χρήστες της λογικής. Όντας λοιπόν πλήρως εξοικειωμένοι με την ιδέα του οτι για να μιλήσουμε για κάτι και να έχουν νόημα αυτά που θα πούμε, πρέπει να ξέρουμε επακριβώς για ποιο πράγμα μιλάμε, προσπάθησαν να επεκτείνουν την έννοια του ορισμού πέρα από το φυσικό-της περιβάλλον, που ήταν τα μαθηματικά. Την επέκτειναν λοιπόν σε τομείς όπως η φιλοσοφία. «Τί είναι άνθρωπος; — το τάδε.» «Τί είναι θεός; — το δείνα.» Αυτή η πρακτική όμως, όπως θα δούμε, είναι επιφανειακά μεν σωστή, κατά βάση δε λάθος. Ας δούμε πρώτα πώς αναπτύχθηκε η ιδέα του ορισμού και της “επακριβώς ορισμένης έννοιας” στους αιώνες που ακολούθησαν. 5.3.3 Περαιτέρω ανάπτυξη και επίδραση της ασπρόμαυρης λογικής στη Δυτική σκέψηΜετά το λήθαργο στον οποίο έριξε ο Χριστιανισμός το Δυτικό πολιτισμό κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, όταν πια το Ευρωπαϊκό πνεύμα ξύπνησε κατά την περίοδο της Αναγέννησης και άρχισε να μελετάει τους αρχαίους συγγραφείς, ξανα-ανακάλυψε την έννοια της επακριβώς ορισμένης έννοιας. Δόθηκε ένας ορισμός του μέτρου, ως το 1/40.000 της περιμέτρου της Γης (παρόλο που η γήινη περίμετρος δεν ήταν γνωστή με απόλυτη ακρίβεια, γιαυτό ο ορισμός του μέτρου άλλαξε αργότερα). Κατασκευάστηκαν μηχανικά ωρολόγια που μετρούσαν το χρόνο με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ότι οι αρχαίες και Μεσαιωνικές κλεψύδρες. Στη φυσική, ο Γαλιλαίος έδωσε τον ορισμό της ταχύτητας ως το λόγο του μήκους δια το χρόνο — μεταξύ πολλών άλλων θεμελιωδών ορισμών — ενώ ο Νεύτωνας θεμελίωσε τον απειροστικό λογισμό, που αποτελεί σήμερα μάλλον το πιο σημαντικό κομμάτι του οικοδομήματος των μαθηματικών και της κλασικής φυσικής. Με την ανάπτυξη της έννοιας της ακρίβειας, ο Δυτικός πολιτισμός γνώρισε εκπληκτική τεχνολογική ανάπτυξη — τόσο μεγάλη, που μέχρι τις μέρες-μας επισκιάζει οποιονδήποτε άλλον πολιτισμό στον πλανήτη, και τον οδηγεί σε εξαφάνιση. Στη λογική, ο Άγγλος μαθηματικός George Boole έβαλε τα θεμέλια της μαθηματικοποίησης της λογικής, με αποτέλεσμα αυτή σήμερα να ονομάζεται στα αγγλικά “Boolean logic”. Πρόκειται για την ίδια λογική που πρωτοδιατύπωσε ο Αριστοτέλης, αλλά περιβεβλημένη πλέον με μαθηματικό μανδύα. Επειδή οι σημερινοί υπολογιστές χρησιμοποιούν αυτή τη λογική (τη λογική των bits, όπου ένα bit είναι ή 0=“ψέμα”, ή 1=“αλήθεια”), ο Boole θεωρείται ως ένας από τους θεμελιωτές της επιστήμης υπολογιστών. Πραγματικά, ολόκληρος ο σημερινός τεχνολογικός πολιτισμός-μας βασίζεται στην ψηφιακή πληροφορία, που υλοποιείται μέσω της ασπρόμαυρης λογικής των bits. Χωρίς ψηφιακή πληροφορία, ούτε υπολογιστές θα υπήρχαν (άρα ούτε το παρόν κείμενο θα διαβάζατε, ελλείψει Ίντερνετ), ούτε κινητά τηλέφωνα, ούτε CD, ή DVD, ή MP3, ούτε τόσα και τόσα τεχνολογικά προϊόντα. Μάλιστα, αυτά τα προϊόντα που έχουμε σήμερα δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτά που εν δυνάμει μπορεί να παραγάγει η τεχνολογία στο μέλλον. Αν ο Δυτικός πολιτισμός δεν υποστεί κάμψη και παρακμάσει, αν δεν καταστραφεί από την ίδια-του τη ασυγκράτητη βουλιμία να αναπτυχθεί χωρίς όριο και μέτρο, τότε θα οφείλει την εκπληκτική-του ανάπτυξη ακριβώς στη “λογική σε άσπρο–μαύρο”, που πρωτοεμφανίστηκε δειλά-δειλά κάποτε στην αρχαία Ελλάδα, μεγάλωσε, θέριεψε, και συνεχίζει την οργιώδη ανάπτυξή της ως τις μέρες-μας. 5.3.4 Προβλήματα και αστοχίες της ασπρόμαυρης λογικήςΗ ακρίβεια είναι καλή και άγια όσο ασχολούμαστε με τα μαθηματικά, και με τους τομείς της διανόησης που έχουν άμεση εξάρτηση από τα μαθηματικά, όπως η φυσική, η αστρονομία, και η τεχνολογία. Όσο απομακρυνόμαστε όμως από το μαθηματικό πυρήνα της επιστήμης, τόσο μικρότερο ρόλο παίζει η απόλυτη ακρίβεια και οι “αεροστεγείς” ορισμοί. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη βιολογία, η οποία βρίσκεται αρκετά κοντά στον πυρήνα της επιστήμης, αλλά όχι στο απόλυτο κέντρο ώστε να υπάρχουν κάποια στοιχειώδη μαθηματικά σ’ αυτή. Οι βιολόγοι, επηρεασμένοι από την επιτυχία των μαθηματικών επιστημών όπως η φυσική και η αστρονομία, επιχείρησαν να ορίσουν αυστηρά τις έννοιες της επιστήμης-τους. Θέλησαν λοιπόν να ορίσουν την έννοια “βιολογικό είδος”, δηλαδή τη μικρότερη κατηγορία στην οποία ανήκει κάθε ζώο, φυτό, μύκητας, κλπ. (Π.χ., εμείς οι άνθρωποι ανήκουμε στο είδος Homo sapiens· οι σκύλοι ανήκουν στο είδος Canis lupus, το είδος του λύκου δηλαδή· η στρουθοκάμηλος στο είδος Struthio camelus· κλπ.) Είπαν αρχικά οτι δύο έμβια όντα ανήκουν στο ίδιο είδος όταν μπορούν να ζευγαρώσουν (κι αν είναι του ίδιου φύλου, τότε εξετάζουμε τους άμεσους προγόνους-τους του αντίθετου φύλου) και από το ζευγάρωμα προκύπτουν απόγονοι που δεν είναι στείροι. Παράδειγμα: μια λέαιανα κ’ ένα αρσενικό λιοντάρι ανήκουν στο ίδιο είδος (Panthera leo) γιατί εν γένει μπορούν να ζευγαρώσουν, και οι σκύμνοι-τους (τα λιονταράκια) μπορούν κι αυτά να γεννήσουν άλλα λιονταράκια. Ένα λιοντάρι και μια τίγρη όμως ανήκουν σε διαφορετικά είδη, γιατί παρόλο που μπορούν μερικές φορές να ζευγαρώσουν, εντούτοις οι απόγονοί τους είναι στείρα ζώα· άρα δεν ικανοποιείται ο ορισμός “ίδιο είδος” σε όλα-του τα άρθρα στην περίπτωση αυτή, άρα οι τίγρεις είναι άλλο είδος (Panthera tigris). Έλα όμως που μερικές φορές η φύση αρνείται να μπει στα καλούπια των ορισμών! Παράδειγμα: το άλογο και ο γάιδαρος θεωρούνται οτι ανήκουν σε διαφορετικά είδη (το άλογο στο Equus caballus, και ο γάιδαρος στο Equus asinus). Παρόλο που η φοράδα μπορεί να ζευγαρώσει με τον αρσενικό γάιδαρο, ο καρπός αυτού του ζευγαρώματος, δηλαδή το μουλάρι, είναι ζώο στείρο. Ή τουλάχιστον, υποτίθεται στείρο. Και όμως έχουν παρατηρηθεί πάνω από 60 περιπτώσεις στον κόσμο όπου μουλάρια γέννησαν μικρά (η μία απ’ αυτές μάλιστα στην Ελλάδα, στο χωριό Ταξιάρχες, κοντά στη Δράμα(*)). Τί κάνουμε λοιπόν τώρα, αφού δεν ικανοποιείται πλήρως ο ορισμός; Είναι το άλογο και το γαϊδούρι ίδια είδη, ή διαφορετικά; Δεν έχει νόημα να επιμείνουμε να βρούμε μια απάντηση, γιατί το πρόβλημα προήλθε από την επιμονή-μας να ορίσουμε με ακρίβεια την έννοια “βιολογικό είδος”. Θα μπορούσαμε να πούμε οτι το άλογο και το γαϊδούρι είναι σχεδόν πάντα διαφορετικά είδη, και ν’ αφήσουμε το θέμα εκεί. Το “σχεδόν” όμως είναι το αντίθετο του “ακριβώς”, και αυτό δεν αρέσει στους — επιστημονικά γαλουχημένους — βιολόγους. Ένα πιο σημαντικό — για μας — πρόβλημα ορισμού στη βιολογία είναι το ερώτημα του “τί είναι ζωή” — ακριβώς ανάλογο του “τί είναι ψυχή”. Δηλαδή, κάποτε οι βιολόγοι αναρωτήθηκαν, ποιος είναι ο ορισμός της έννοιας “ζωή”; Αν είχαμε έναν τέτοιο ορισμό θα μπορούσαμε να απαντήσουμε αμέσως στο ερώτημα του αν μια δοσμένη οντότητα είναι ζωντανή ή όχι. (Παρατηρείστε το ακριβώς ανάλογο θέμα με τον ορισμό της ψυχής.) Κάθε προσπάθεια όμως ορισμού της έννοιας “ζωή” ή “ζωντανό”, απέτυχε. Αρχικά είπαν οτι ζωντανή είναι η οντότητα που μπορεί να πολλαπλασιάζεται από μόνη-της· δηλαδή, χωρίς καμία ανθρώπινη επέμβαση, να μπορεί να παράγει αντίγραφα του εαυτού-της. Κατά τα μέσα του 20ού αιώνα όμως, ο μαθηματικός John von Neumann απέδειξε οτι μπορούν να υπάρξουν μηχανικές οντότητες, κατασκευασμένες από μοχλούς, βίδες, αρθρώσεις, και άλλα μηχανικά μέρη, που είναι σε θέση να αυτο-πολλαπλασιάζονται χωρίς ανθρώπινη επέμβαση. Θα τις λέγαμε ποτέ αυτές τις οντότητες “ζωντανές”; Άλλωστε σήμερα, με την πρόοδο των υπολογιστών και του προγραμματισμού, και φοιτητές ακόμα μπορούν να φτιάξουν προγράμματα που έχουν την ικανότητα να αυτο-πολλαπλασιάζονται, και κανένας δεν θα ήθελε να ονομάσει τα προγράμματα αυτά “ζωντανά”. Ύστερα πρόσθεσαν στον υποτιθέμενο “ορισμό” οτι εκτός από τον αυτο-πολλαπλασιασμό, η οντότητα θα έπρεπε να έχει και μεταβολισμό, δηλαδή να παίρνει υλικό από το περιβάλλον, μέρος του οποίου να αφομοιώνει, και να αποβάλλει στο περιβάλλον άλλο μέρος το οποίο δεν χρειάζεται. Και ο ορισμός αυτός όμως απέτυχε, γιατί τέθηκε το πρόβλημα των ιών: είναι οι ιοί ζωντανοί ή όχι; Δεν μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα, γιατί οι ιοί καί αυτο-πολλαπλασιάζονται, καί μεταβολισμό μπορούν να έχουν (κάτω από ορισμένες συνθήκες), αλλά οι βιολόγοι διστάζουν να τους πουν “ζωντανούς” οργανισμούς. Το πρόβλημα είναι οτι ο ιός δεν χρειάζεται ούτε το μεταβολισμό, ούτε την αναπαραγωγή. Μπορεί να υπάρξει σε λανθάνουσα κατάσταση επί απροσδιόριστο χρονικό διάστημα χωρίς να του συμβαίνει τίποτα, οπότε και δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα άβιο σύνολο μορίων, από έναν κρύσταλλο άβιας ύλης. Επίσης, το ίδιο ακριβώς πρόβλημα μπορούμε να αναδείξουμε και πάλι μέσω προγραμμάτων σε υπολογιστές, όπου τα προγράμματα όχι μόνο αυτο-αναπαράγονται, αλλά και επιδεικνύουν λειτουργίες μεταβολισμού. Απέτυχε λοιπόν και ο βελτιωμένος ορισμός να κατηγοριοποίησει όλες τις οντότητες αυστηρά είτε σε άβιες, είτε σε έμβιες (“ζωντανές”). Απομακρυνόμενοι ακόμα περισσότερο από τον “μαθηματικό πυρήνα” της επιστήμης (δηλαδή τη φυσική), και περνώντας από τη βιολογία στη νοολογία, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με χίλια-δυο προβλήματα αν θέλουμε να επιμείνουμε σε ορισμούς. Ουσιαστικά καμία έννοια δεν ορίζεται αυστηρά μέσω ενός “αεροστεγούς” ορισμού. Ας πάρουμε για παράδειγμα την έννοια “έπιπλο”. Μπορείτε να ορίσετε αυστηρά τί είναι το έπιπλο; Ο ορισμός-σας σίγουρα θα είναι τέτοιος που θα περιλαμβάνει τις καρέκλες, γιατί αν οι καρέκλες δεν είναι έπιπλα, τότε ποια είναι; Πολύ ωραία. Το καθισματάκι του μωρού στο αυτοκίνητο όμως τί είναι, έπιπλο; Και καλά το μωρουδιακό κάθισμα· με τα ίδια τα καθίσματα του αυτοκινήτου τί γίνεται; Κι αυτά έπιπλα είναι; Θα σκεφτόσασταν ποτέ να δώσετε τα καθίσματα του αυτοκινήτου σαν παραδείγματα αν σας ρωτούσαν «Πες-μου παράδειγμα ενός επίπλου!»; Ερευνητές νοολόγοι έκαναν ακριβώς τέτοια πειράματα (π.χ. ο J. A. Hampton, το 1979, και στη συνέχεια πολλοί άλλοι), και διαπίστωσαν οτι οι άνθρωποι είναι σίγουροι πως ορισμένα αντικείμενα ανήκουν σε μια έννοια (ή κατηγορία, π.χ.: “έπιπλο”), ενώ για άλλα αντικείμενα δεν είναι τόσο σίγουροι. Για παράδειγμα, ο Hampton ζητούσε από εξεταζόμενους στο εργαστήριό του να βάλουν ένα βαθμό στο κατά πόσον είναι σίγουροι οτι κάτι είναι “λαχανικό”. Τα λάχανα και τα ραδίκια έπαιρναν την υψηλότερη βαθμολογία, αλλά οι ντομάτες όχι τόσο ψηλή (στην Αμερική οι ντομάτες θεωρούνται ελαφρώς και σαν φρούτο, και ο τοματοχυμός πίνεται από μερικούς σαν τους άλλους χυμούς φρούτων), ενώ οι ελιές και τα φύκια ήσαν στο μεταίχμιο του “είναι λαχανικό” και “δεν είναι λαχανικό” (κάποια φύκια τρώγονται, ιδίως στην ιαπωνική κουζίνα). Το πιο ενδιαφέρον είναι (όπως έδειξαν μετέπειτα έρευνες) οτι ο ίδιος εξεταζόμενος μπορεί να χαρακτηρίσει π.χ. τις ελιές σαν “λαχανικό” τη μια φορά, και όταν εξεταστεί πάλι μετά από μερικές εβδομάδες (μεταξύ άλλων ερωτήσεων), να χαρακτηρίσει τις ελιές σαν “όχι λαχανικό”, έχοντας ξεχάσει την προηγούμενη απόλυτη άποψή του. Κ’ εσείς μπορείτε να εξετάσετε τον εαυτό-σας αν αναρωτηθείτε: «Ας πω το όνομα ενός πτηνού, γρήγορα, το πρώτο που θα μου έρθει στο μυαλό!» Πιθανά θα πείτε «σπουργίτι». Ή μπορεί «περιστέρι» αν ζείτε σε πόλη, ή «κότα» αν ζείτε σε χωριό. Σίγουρα όμως δεν θα πείτε «στρουθοκάμηλος» ή «πιγκουΐνος», παρόλο που γνωρίζετε πολύ καλά οτι κ’ εκείνα πτηνά είναι. Γιατί; Διότι, παρά τους ορισμούς περί πτηνών που μπορεί να έχουν οι βιολόγοι, η έννοια “πτηνό” δεν βασίζεται σε ορισμούς μέσα στο μυαλό-σας (ας πούμε στο ποια γονίδια πρέπει να έχει το DNA ενός πτηνού), αλλά σε παραδείγματα πτηνών, απ’ αυτά που βλέπετε πιο συχνά. Τα τυπικά πουλιά έχουν φτερά και πετάνε, και είναι μικρά. Αυτά είναι στον πυρήνα της έννοιας “πτηνό”. Η στρουθοκάμηλος είναι τεράστια, και βέβαια δεν πετάει· ούτε οι πιγκουΐνοι πετάνε, είναι κι αυτοί μεγαλόσωμοι (τουλάχιστον κάποια είδη-τους) και κολυμπάνε σαν ψάρια. Αυτά δεν είναι καθόλου τυπικά χαρακτηριστικά ενός πουλιού. Έτσι λοιπόν, στρουθοκάμηλοι και πιγκουΐνοι ανήκουν στην περιοχή την άλω, απομακρυσμένα από τον πυρήνα με τα “τυπικά πτηνά”. Το ίδιο μπορούμε να πούμε πρακτικά για κάθε έννοια που μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Αυτές οι έρευνες δείχνουν οτι η αρχαία άποψη των Πλάτωνα–Αριστοτέλη οτι κάθε έννοια ορίζεται αυστηρά μέσω ενός ορισμού δεν είναι σωστή, γιατί δεν συμβαδίζει με αυτά που παρατηρούμε για το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι. Όταν οι θεωρίες δεν εξηγούν τα δεδομένα, τότε είναι οι θεωρίες που μπαίνουν στην άκρη, όχι τα δεδομένα. Σήμερα στη νοολογία λέμε οτι οι έννοιες δεν ορίζονται μέσω ορισμών (που μέσω ασπρόμαυρης λογικής είτε καταχωρούν στην κατηγορία είτε απορρίπτουν από αυτήν το αντικείμενο), αλλά οτι περιλαμβάνουν παραδείγματα, άλλα απ’ τα οποία είναι πιο τυπικά, άλλα λιγότερο τυπικά, ενώ άλλα ανήκουν σε μια “γκρίζα” περιοχή όπου είναι δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα οτι ανήκουν στην κατηγορία ή όχι. 5.3.5 Πώς η ασπρόμαυρη λογική αδυνατεί να “χωρέσει” την έννοια “ψυχή”Μια που αναφέραμε στην προηγούμενη υπο-ενότητα το πρόβλημα του ορισμού της ζωής, ενδιαφέρον είναι να παρατηρήσουμε εδώ οτι όποτε ο νους του ανθρώπου ερχόταν αντιμέτωπος με μια αναφυόμενη ιδιότητα της ύλης, όπως η ζωή, η ψυχή, ή ακόμα και η φωτιά, κατέφευγε σε δύο λύσεις: ο μεν αρχαίος νους πρότεινε τη θεϊκή προέλευση (Προμηθέας → φωτιά, Θεός → ζωή, Θεός → ψυχή)· ο δε νεότερος, επιστημονικός νους κατέφευγε σε μια άλλη — εξίσου λανθασμένη — άποψη: οτι υπάρχει μια ειδική ουσία που προκαλεί τις παρατηρούμενες ιδιότητες. Συγκεκριμένα:
Το πρόβλημα που προκύπτει με την παραδοχή της ειδικής οντότητας που ο μέσος άνθρωπος ονομάζει “ψυχή” είναι οτι κάθε ζωντανός οργανισμός πρέπει είτε να την έχει, είτε να μην την έχει. Είναι ένα πρόβλημα ασπρόμαυρης λογικής. Με τη λογική αυτή δεν μπορούμε να πούμε οτι το τάδε ζωντανό ον έχει “λίγη ψυχή”, για τον ίδιο λόγο που δεν μπορούμε να πούμε οτι μια γυναίκα είναι “ολίγον έγκυος”. Ή έχεις έμβρυο μέσα στην κοιλιά-σου ή δεν έχεις. Αν η ψυχή είναι μια — έστω άυλη — οντότητα, τότε ο κάθε δοσμένος οργανισμός ή έχει απ’ αυτήν την οντότητα ή δεν έχει· μέση λύση δεν υπάρχει. Άρα, ο σκύλος, ή έχει ψυχή ή δεν έχει. Αν δεν έχει ψυχή — ωιμέ! — κλάφτε-τα ζωοόφιλοι όλου του κόσμου! Το αγαπημένο-σας κατοικίδιο είναι ένα άψυχο αντικείμενο, που σας ξεγελάει με τα καμώματά του, κάνοντάς σας να νομίζετε οτι έχει ψυχή· αλλά είναι τόσο άψυχο όσο και το σαλάμι που αγοράσατε από το σούπερ μάρκετ. Άρα, αφού το κατοικίδιό σας δεν έχει ψυχή, γιατί κλαίτε και οδύρεστε αν τύχει και σαλαμοποιηθεί από το διερχόμενο αυτοκίνητο; σαλάμι το ένα, σαλάμι και τ’ άλλο! Ε λοιπόν, γιατί αυτή η σκέψη, αγαπητοί ζωόφιλοι, σας κάνει να επαναστατείτε; Μήπως γιατί κατά βάθος πιστεύετε οτι το κατοικίδιό σας έχει απ’ αυτή την οντότητα που τη λέτε “ψυχή”; Αλλά αν έχει τί γίνεται αυτή η οντότητα όταν πεθαίνει; Για τους ανθρώπους λέμε οτι “παρέδωσε το πνεύμα εις Κύριον”, δηλαδή η ψυχή-του πήγε στο Δημιουργό-της. Για τους σκύλους τί να πούμε; Οτι παραδίδουν την ψυχή-τους κι αυτοί; Πού; Μήπως υπάρχει και παράδεισος σκύλων, όπως ας πούμε έχουμε και κλινικές σκύλων εδώ στη Γη; Γελοίο δεν ακούγεται; Και όντως είναι, αλλά η γελοιότητα είναι απλώς αποτέλεσμα της αρχικής λαθεμένης λογικής σε άσπρο–μαύρο, οτι δηλαδή η ψυχή είτε υπάρχει είτε όχι. Το πρόβλημα των εκτρώσεων Πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα που υψώνει εμπρός-μας η ασπρόμαυρη λογική είναι το ερώτημα του αν ένα γονιμοποιημένο ανθρώπινο ωάριο έχει ψυχή ή όχι. Αν όχι, τότε κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει με την έκτρωση και την αποβολή-του από τον οργανισμό. Αλλά κάποτε μέσα στη διάρκεια της κύησης δεν πρέπει ν’ αποκτά ψυχή; Γιατί, τί στην ευχή, άψυχα γεννιούνται τα μωρά; Οπότε, ποια χρονική στιγμή έρχεται αυτή η ειδική ουσία στο έμβρυο, ώστε να ξέρουμε πότε εμφανίζεται το ηθικό πρόβλημα της έκτρωσης; Όσο για την περίπτωση του ν’ αποκτά το ωάριο ψυχή αμέσως με τη γονιμοποίηση, ήδη ανέφερα ένα σωρό προβλήματα που προκαλεί αυτή η ιδέα, στην εισαγωγή αυτού του κειμένου. Όλα αυτά είναι ψευδοπροβλήματα, απόρροια της λανθασμένης ιδέας οτι κάθε οργανισμός πρέπει είτε να έχει ψυχή είτε να μην έχει. Αντίθετα, αν δεχτούμε οτι η ψυχή είναι μια αναφυόμενη ιδιότητα, τότε είναι δυνατό να πούμε οτι ένας οργανισμός έχει “στοιχειώδη” ψυχή, ο άλλος έχει “απλή”, κι ο δείνα έχει “σύνθετη”, “πολύπλοκη” ψυχή. Μπορούμε να δεχτούμε μια συνεχή διαβάθμιση στο πόσο πολύπλοκη μπορεί να είναι μια ψυχή, με την υψηλότερη τιμή να κατέχεται από οποιονδήποτε άνθρωπο ενήλικο σε εγρήγορση (ξυπνητό), και με σώας τας φρένας. Άρα το μικρό παιδί έχει απλούστερη ψυχή από έναν ενήλικο. Ακούγεται παράξενο; Αν ακούγεται έτσι, είναι γιατί όταν χρησιμοποιώ τη λέξη “ψυχή”, αυτόματα το μυαλό-σας πάει στην οικεία έννοια, αυτήν την οποία κριτικάρω όλη την ώρα και ισχυρίζομαι οτι είναι μόνο μια προσέγγιση της πραγματικότητας. Αν όμως με τη λέξη “ψυχή” εννοήσετε την αναφυόμενη ιδιότητα της έννοιας “εγώ”, τότε δεν τίθεται κανένα αξεπέραστο εμπόδιο, γιατί η εσωτερική παράσταση του “εγώ” μπορεί να είναι στοιχειώδης, απλοϊκή, απλή, σύνθετη, πολυσύνθετη, ή να έχει οποιαδήποτε ενδιάμεση τιμή πολυπλοκότητας. Ένα γονιμοποιημένο ωάριο; Όχι, προφανώς δεν έχει τέτοιου είδους ψυχή, καθώς είναι ανίκανο να διατηρεί εσωτερικές παραστάσεις· δεν έχει νευρωνικά κύτταρα, αφού είναι ένα σκέτο κύτταρο από μόνο-του. Κάποτε στη διάρκεια της κύησης, το έμβριο αναπτύσσει τα πρώτα νευρωνικά κύτταρα (τους νευρώνες), αλλά δεν αποκτά αυτόματα εσωτερικές παραστάσεις, γιατί ένας ή δυο νευρώνες είναι εντελώς ανεπαρκείς για να επιτύχουν κάτι τέτοιο. Πόσοι ακριβώς νευρώνες επαρκούν, ώστε να ξέρουμε πότε πρωτοσχηματίζεται αυτή η διαφορετική έννοια της ψυχής; Λάθος ερώτημα! Τόσο λάθος, όσο και το ερώτημα του πότε ακριβώς περνάμε από το λυκόφως στη νύχτα. Ποτέ δεν συμβαίνει κάποια τέτοια μαγική στιγμή. Γιαυτό και το ερώτημα του πότε ακριβώς είναι ηθικά θεμιτό να διακόψουμε την κύηση του εμβρύου είναι ένα λαθεμένο ερώτημα, αφού προϋποθέτει “άσπρη–μαύρη” απάντηση. Στις Η.Π.Α. έχουν σημειωθεί ακόμα και δολοφονίες γιατρών από φανατικούς θρησκόληπτους, επειδή οι πρώτοι εκτελούσαν εκτρώσεις και οι δεύτεροι έχουν αποφασίσει οτι το γονιμοποιημένο ωάριο έχει αυτόματα “ψυχή” — με την κλασική έννοια. Αν οι άνθρωποι καταλάβαιναν οτι αυτό για το οποίο μάχονται (διακινδυνεύοντας την ελευθερία-τους, ή και τη ζωή-τους ακόμα, γιατί σε κάποιες Πολιτείες των Η.Π.Α. υπάρχει η θανατική ποινή) είναι ένα ψευδοπρόβλημα, αυτά τα βίαια επεισόδια και οι δολοφονίες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Και τί μπορούμε να κάνουμε για τους άλλους θανάτους, αυτούς των εμβρύων; Πότε έχουμε ηθικό πρόβλημα αφαίρεσης ζωής (ή ψυχής), και πότε όχι; Η δική-μου άποψη είναι οτι όπως δεν υπάρχει άσπρο–μαύρο στο ερώτημα του πότε δημιουργείται η ψυχή, έτσι δεν υπάρχει άσπρο–μαύρο στο πότε εμφανίζεται το ηθικό πρόβλημα. Το “πρόβλημα” ξεκινάει από το μηδέν, όταν έχουμε ένα σκέτο γονιμοποιημένο ωάριο, γιατί αυτό έχει μηδενική δυνατότητα εσωτερικών παραστάσεων. Μπορεί βέβαια να σκεφτεί κανείς οτι το γονιμοποιημένο ωάριο είναι ένας εν δυνάμει ενήλικος άνθρωπος. Μα όλα τα κύτταρα του ανθρώπινου σώματος είναι εν δυνάμει άνθρωποι. Όπως έδειξαν τα πειράματα κλωνοποίησης, από οποιοδήποτε κύτταρο μπορούμε να πάρουμε το DNA, να το κλωνοποιήσουμε, και να φτιάξουμε έναν ζώντα οργανισμό — υγιή η μη-υγιή δεν έχει σημασία, πάντως ζώντα. Γιατί λοιπόν έχει τόση σημασία το ωάριο που είναι γονιμοποιημένο; Επειδή γίνεται ενήλικος “πιο εύκολα”; Μα τότε, αν είναι απλώς ζήτημα ευκολίας, περιμένετε λίγο καιρό να τελειοποιηθεί η τεχνική της κλωνοποίησης, κ’ ελάτε μετά να συζητήσουμε ποιο γίνεται ενήλικος πιο εύκολα: το ωάριο στην κοιλιά-σας, ή το κύτταρο στη ρίζα της τρίχας που μόλις ξερριζώσατε με το τσιμπιδάκι; Από κει και πέρα, καθώς το έμβρυο αρχίζει να μεγαλώνει σε πολυπλοκότητα, μεγαλώνει και το ηθικό δίλημμα αντίστοιχα. Προς το παρόν δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πόσο πολύπλοκες είναι οι εσωτερικές παραστάσεις του ανθρώπινου εμβρύου σε κάθε στάδιο της ανάπτυξής του. Γιαυτό και δεν είναι σωστό να παίρνουμε απόλυτες δικονομικές αποφάσεις, του τύπου οτι είτε η έκτρωση είναι ανθρωποκτονία, είτε οτι δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα μ’ αυτήν. Καθώς η νοολογία προοδεύει, θα είμαστε στο μέλλον σε θέση να εκτιμήσουμε με πιο μεγάλη σιγουριά το μέγεθος του ηθικού προβλήματος σε κάθε στάδιο της κύησης. Τότε, γνωρίζοντας το μέγεθος του προβλήματος, θα μπορούμε ν’ αποφασίσουμε και με ορθολογικό τρόπο το πότε πρέπει να επεμβαίνει ο νόμος, και πόσο αυστηρή πρέπει να είναι η ποινή όταν επεμβαίνει. Προς το παρόν, επειδή δεν γνωρίζουμε, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πάψουμε να παίρνουμε εξτρεμιστική, απόλυτη στάση, και όσο το έμβρυο δεν έχει ακόμα γεννηθεί, ν’ αφήνουμε τους ίδιους τους γονείς να πράττουν κατά την κρίση-τους, χωρίς να επεμβαίνει η Πολιτεία. Στο κάτω-κάτω, σήμερα, μέσα στην άγνοιά της, μπορεί η Πολιτεία να είναι αυτή που κάνει λάθος όταν παίρνει μια εξτρεμιστική στάση. Ποιος θα τιμωρήσει την Πολιτεία για τα λάθη-της, και πώς; |
Η ιδέα που θα αναπτύξω στην υπο-ενότητα αυτή δεν είναι δική-μου, αλλά οφείλεται αποκλειστικά στον μέντορά μου, Douglas Hofstadter. Ομολογώ οτι ξαφνιάστηκα όταν την πρωτοσυνάντησα. Διάβασα το βιβλίο-του “I Am a Strange Loop” — αυτό που ανέφερα στην αρχή του κειμένου — δύο χρόνια αφότου τελείωσα τη διατριβή-μου και αποφοίτησα, και δεν είχα κάνει κάποια συζήτηση μαζί-του όλο εκείνο το διάστημα. Παρόλο που ο Doug έγραφε το βιβλίο όταν ακόμη εγώ ήμουν διδακτορικός φοιτητής υπό την εποπτεία-του, οι συζητήσεις-μας περιστρέφονταν γύρω από τη δική-μου εργασία, και όχι γύρω από το βιβλίο-του — του οποίου γνώριζα μόνο τον τίτλο — γιατί ο Doug προτιμούσε να μη μιλάει για τα περιεχόμενα του βιβλίου που ετοίμαζε. Η ιδέα είναι η εξής. Είπαμε νωρίτερα οτι το “εγώ” είναι μια έννοια που σχηματίζεται στο νου του ανθρώπου, ξεκινώντας από μια πολύ απλοϊκή μορφή, και αποκτώντας εξαιρετική πολυπλοκότητα καθώς μεγαλώνει ο άνθρωπος και οι εμπειρίες συσσωρεύονται στη μνήμη. Είπαμε όμως επίσης οτι εκτός από το “εγώ”, όλοι-μας σχηματίζουμε και την έννοια του “άλλου”, για κάθε άλλον άνθρωπο τον οποίο γνωρίζουμε στη ζωή. Αυτός ο “άλλος” μπορεί να είναι κάποια στιγμιαία γνωριμία που κάναμε στη διάρκεια μιας χειραψίας που ανταλλάξαμε, ή ένας από τους γονείς-μας, ή ο σύντροφος με τον οποίο μοιραζόμαστε μαζί τη ζωή. Στην πρώτη περίπτωση, η πολυπλοκότητα της έννοιας “άλλος” (ή “εκείνο το άτομο”) είναι μηδαμινή, γιατί προλάβαμε να καταχωρήσουμε μόνο ελάχιστη πληροφορία στη μνήμη-μας στη διάρκεια μιας απλής χειραψίας: ίσως μια έκφραση του προσώπου, κάποια ρούχα που το πρόσωπο φορούσε, ή κάτι τέτοιο· μάλιστα, όσο περνάει ο καιρός από το συμβάν ξεχνάμε σιγά-σιγά τις διάφορες λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα η απλή έννοια “εκείνο το άτομο” να γίνεται ακόμα απλούστερη. Στην περίπτωση των γονιών ή του συντρόφου-μας όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Για τους ανθρώπους αυτούς έχουμε λάβει χιλιάδες πληροφορίες, άρα η αντίστοιχη έννοια που έχουμε σχηματίσει στη μνήμη-μας είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Όχι τόσο πολύπλοκη όσο η έννοια για το δικό-μας “εγώ” ασφαλώς, αλλά πάντως πολύπλοκη. Αντίστοιχα, και για τον ίδιο λόγο, κ’ εκείνοι έχουν σχηματίσει μια πολύπλοκη έννοια “άλλου” που περιγράφει το δικό-μας “εγώ”, όπως μας έχουν γνωρίσει και μας βλέπουν εκείνοι. Τί σημαίνει αυτό; Οτι η έννοια “εγώ” που απεικονίζει τον εαυτό-μου δεν υπάρχει αποκλειστικά και μόνο στο δικό-μου νου, αλλά “διαχέεται” λίγο και στους νους των άλλων ανθρώπων. Δεν έχει βέβαια την εκπληκτική πολυπλοκότητα που έχει προσλάβει στο δικό-μου νου, αλλά πάντως υπάρχει. Στο νου του ανθρώπου με τον οποίο αντάλλαξα μια φευγαλέα χειραψία, το δικό-μου “εγώ” είναι στοιχειώδες, απογυμνωμένο από σχεδόν τα πάντα, τόσο απλό όσο και η έννοια “εκείνο το άτομο” που σχημάτισα για κείνον στο νου-μου. Αλλά στο νου της μητέρας-μου, η έννοια “το παιδί-μου” που απεικονίζει εμένα πρέπει να είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Μάλιστα, η έννοια αυτή στο νου της μητέρας-μου διαθέτει και ορισμένες πληροφορίες που δεν τις διαθέτει το δικό-μου “εγώ” στο νου-μου: το με τί έμοιαζα όταν γεννήθηκα και με βάλανε στην αγκαλιά-της, το αίσθημα που ένοιωσε όταν με θήλασε για πρώτη φορά, το πάρτυ γενεθλίων όταν έγινα ενός έτους, κ’ ένα σωρό παραστάσεις από την εποχή που το δικό-μου “εγώ” ήταν “στα γεννοφάσκια-του”, όταν δεν μπορούσα να καταχωρώ μόνος-μου στη μνήμη-μου τα γεγονότα που με αφορούσαν. Ακόμα, η μητέρα-μου μπορεί να έχει σχηματίσει και κάποια εντύπωση για το χαρακτήρα-μου την οποία δεν έχει το δικό-μου “εγώ”, γιατί αλλιώς βλέπω τον εαυτό-μου εγώ, αλλιώς ένας άλλος. Αν λοιπόν το “εγώ” ενός ατόμου είναι μια εσωτερική παράσταση, τότε η παράσταση αυτή δεν βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο σε ένα σώμα (σε έναν εγκέφαλο), αλλά κάποια αντίγραφά της — εν είδει καρικατούρας βέβαια, συγκρινόμενα με το προσωπικό-του “εγώ” — υπάρχουν και στους νους των ανθρώπων που γνώρισαν το άτομο αυτό, είτε διεξοδικά, είτε φευγαλέα. Άρα όταν το άτομο πεθαίνει, αυτό που χάνεται είναι το κυρίαρχο “εγώ”, αυτό που βρισκόταν στο νου του ίδιου του ατόμου. Μένουν όμως οι παραστάσεις στους νους των άλλων ανθρώπων. Έστω κι αν είναι χονδροειδείς σε λεπτομέρεια, σίγουρα είναι πιο πολύ απ’ το τίποτα. Αυτή λοιπόν ήταν η σκέψη του Hofstadter που αξίζει προσοχής. Η συνηθισμένη υλιστική άποψη είναι οτι όταν ο άνθρωπος πεθαίνει, εξαφανίζεται τελείως, αφού δεν υπάρχει “ψυχή” — με την παραδοσιακή έννοια — που να διαχωρίζεται από το σώμα και να πηγαίνει ποιος-ξέρει-πού. Η άποψη του Hofstadter — που, μετά από λεπτομερή εξέταση άρχισα να τη συμμερίζομαι κ’ εγώ, καθώς δεν βρήκα κάποιο ισχυρό επιχείρημα για να την αντικρούσω — είναι οτι εφόσον το “εγώ” που μας αφορά αποτελεί ουσιαστικότατο μέρος της ύπαρξής μας (ίσως μάλιστα το πιο ουσιαστικό απ’ όλα), κι αν δεχτούμε οτι το σώμα-μας δεν κατέχει την αποκλειστικότητα της δυνατότητας για εσωτερική παράσταση του “εγώ”-μας, τότε με το θάνατο του σώματος το “εγώ” δεν χάνεται ολοκληρωτικά· κάποια — απλοϊκά δομημένα, έστω — τμήματά του συνεχίζουν να υπάρχουν στους γύρω-μας, σε όσους μας γνώρισαν. Το μόνο σημείο όπου διαφωνώ ελαφρά είναι η σημαντικότητα του “κυρίως εγώ” (αυτού που υλοποιείται στο σώμα-μας), σε σύγκριση με εκείνη των τμημάτων του “εγώ” που υλοποιούνται στους νους άλλων ανθρώπων. Το “κυρίως εγώ” μου φαίνεται οτι παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην ύπαρξή μας που κάνει όλα τα άλλα να μοιάζουν σαν “φτωχοί συγγενείς-του” (πάμφτωχοι, ίσως). Ο Hofstadter νομίζω οτι δίνει περισσότερη σημασία στα άλλα τμήματα του “εγώ” απ’ αυτήν που αξίζουν. Το συμπέρασμα που βγάζω από την ιδέα αυτή είναι οτι όποιος θέλει να μεγιστοποιήσει την ύπαρξή του (όχι την υλική, αλλά τη νοητική), θα πρέπει να κάνει ότι μπορεί για να τον θυμούνται όσο το δυνατόν πιο πολύ οι συνάνθρωποί του. Βέβαια μας ενδιαφέρει συνήθως να μας θυμούνται με καλό τρόπο. Μπορεί να γίνει κανείς διάσημος γιατί δολοφόνησε κάποιον άλλο με “ιδιαζόντως ειδεχθή” τρόπο. Δεν είναι όμως έτσι που επιθυμεί ο μέσος άνθρωπος να παραμείνει στη μνήμη των συνανθρώπων-του. Πολύ πιο επιθυμητή είναι η μνήμη που έχουμε για την προσωπικότητα ενός Σωκράτη, ενός Αρχιμήδη, ή ενός Ιησού. Κατά κάποιον τρόπο, μπορούμε να πούμε οτι οι άνθρωποι αυτοί κατόρθωσαν να παραμείνουν αθάνατοι. |
Συμβαίνει μερικές φορές οι γνωστοί και
οι φίλοι-μου, όταν μαθαίνουν οτι ασχολούμαι με την ανθρώπινη νόηση αλλά
και με τους υπολογιστές, να με ρωτούν αν πιστεύω πως είναι ποτέ δυνατόν
οι υπολογιστές να γίνουν τόσο “ανθρώπινοι”, τόσο προικισμένοι με
νοημοσύνη δηλαδή, που να μοιάζουν με τα νοήμονα ρομπότ που έχουμε
συνηθίσει να βλέπουμε σε έργα επιστημονικής φαντασίας, τα οποία δεν
έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τη νοημοσύνη των ανθρώπων. Μερικές φορές
μάλιστα εμφανίζονται πιο έξυπνα. Βλέπουμε στα έργα αυτά ρομπότ που
μοιάζουν σε εμφάνιση με τους ανθρώπους, που σκέφτονται, μιλούν,
αισθάνονται, συναισθάνονται, καμιά φορά μάλιστα ερωτεύονται, και γενικά
κάνουν ότι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος με “ψυχή”. Στα έργα όμως. Στην
πραγματικότητα; Οι φίλοι-μου περιμένουν να τους πω πως όχι, δεν είναι δυνατόν ποτέ οι υπολογιστές να φτάσουν το επίπεδο της νοημοσύνης των ανθρώπων. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο λόγοι γι’ αυτή-τους την προσδοκία. Ο ένας λόγος είναι ψυχολογικός: θέλουμε εμείς οι άνθρωποι, το είδος-μας, να κατέχει ιδιαίτερη θέση στη “δημιουργία”. Δεν μας άρεσε που μάθαμε οτι η Γη δεν είναι στο κέντρο του σύμπαντος. Φάγαμε “γροθιά στο στομάχι” όταν μας είπαν οτι προερχόμαστε από κάποιους πιθήκους. Αυτό έλλειπε τώρα, να μας πούνε οτι δεν είμαστε μοναδικοί ούτε όσο αφορά στην ικανότητα να σκεφτόμαστε! Ο άλλος λόγος είναι καθαρά εμπειρικός. Ο μέσος άνθρωπος χρησιμοποιεί μεν τους υπολογιστές, αλλά αυτό που βλέπει είναι μια οθόνη στην οποία συμβαίνουν πράγματα με απόλυτη προβλεψιμότητα. Πατάει ο χρήστης του προγράμματος το πλήκτρο Enter, ή κάνει κλικ στο ΟΚ, και γίνεται το αναμενόμενο — γιατί αν γίνει κάτι το μη αναμενόμενο, τότε παρουσιάζει κάποιο σφάλμα το πρόγραμμα. Θέλουμε τα προγράμματά μας να συμπεριφέρονται με προβλέψιμο τρόπο, ώστε να γίνεται η δουλειά που επιθυμούμε. Ακόμα και στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, όπου υποτίθεται πρέπει να υπάρχει το στοιχείο του αιφνιδιασμού και του αναπάντεχου, ότι “αναπάντεχο” και να συμβεί είναι πάντα μέσα στις παραμέτρους που όρισε ο σχεδιαστής του παιχνιδιού: ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού μπιλιάρδου δεν πρόκειται ποτέ να διακόψει τη λειτουργία-του και ν’ αρχίσει να παίζει τη Συννεφιασμένη Κυριακή. Αλλοίμονο αν τα προγράμματα έκαναν “του κεφαλιού-τους”. Έτσι, ο υπολογιστής θυμίζει κάπως ας πούμε τη φρυγανιέρα: πατάς το κουμπί, και η μηχανή φρυγανίζει το ψωμί — δεν υπάρχει περίπτωση να σε ξαφνιάσει. Ακόμα χειρότερα από τη φρυγανιέρα μάλιστα, ο υπολογιστής θέλουμε να κάνει πάντα το ίδιο πράγμα, με απόλυτη ακρίβεια· ενώ η φρυγανιέρα μπορεί και να σας ξαφνιάσει μια μέρα όπως η δική-μου, που απέκτησε την ενοχλητική συνήθεια να τινάζει πότε-πότε το ψωμί τόσο δυνατά που να το μαζεύω απ’ το πάτωμα. Εξαιτίας λοιπόν αυτής της όψης που παρουσιάζουν τα προγράμματα υπολογιστών στους ανθρώπους, επειδή δηλαδή τα φτιάχνουμε ώστε να είναι απόλυτα προβλέψιμα, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση στο μέσο άνθρωπο οτι οι υπολογιστές είναι απλά εργαλεία, μονότονα όπως οι φρυγανιέρες και τα μίξερ, χωρίς καμιά ελπίδα να προοδεύσουν νοητικά και να φτάσουν το ανθρώπινο επίπεδο. Αυτήν την άποψη πρόκειται να την απορρίψω λίγο αργότερα. Προς το παρόν όμως πρέπει να τονίσω οτι ακόμη κι αν η δική-μου άποψη είναι διαφορετική, δεν είναι δυνατό να δοθεί τελειωτική απάντηση σ’ αυτό το στάδιο γνώσης της ανθρώπινης νόησης. Μπορεί να κάνω λάθος, και η άποψη του ανθρώπου που έρχεται σε περιστασιακή επαφή και επικοινωνία με υπολογιστές να είναι η σωστή, στο κάτω-κάτω. Η τελειωτική απάντηση θα δοθεί μετά από κάποιες δεκαετίες, όταν θα έχουμε ξεκαθαρίσει κάποια θέματα της γνώσης-μας πάνω στην επιστήμη της νοολογίας. Εγώ στο παρόν θα παρουσιάσω πιο διεξοδικά τόσο τις απόψεις άλλων που είναι εναντίον, όσο κ’ εκείνες που είναι υπέρ της γνώμης οτι οι υπολογιστές κάποτε θα φτάσουν, και ίσως θα ξεπεράσουν κιόλας σε νοημοσύνη τον άνθρωπο (άρα και σε πολυπλοκότητα ψυχής). 6.1 Δυϊσμός: η φιλοσοφική άρνηση “με το έτσι θέλω”Από τα αρχαία χρόνια υπάρχει η άποψη οτι ύλη και πνεύμα είναι δύο διαφορετικές “ποιότητες”, ασύμβατες μεταξύ-τους. Δηλαδή, ούτε μπορούμε να συγκεντρώσουμε κάποια ποσότητα πνεύματος και να παραγάγουμε ύλη, ούτε — και αυτό μας ενδιαφέρει εδώ πιο πολύ — μπορούμε να παραγάγουμε πνεύμα μέσω της ύλης. Αν δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό το τελευταίο, τότε συμπεραίνουμε οτι δεν μπορούμε ποτέ να φτιάξουμε προγράμματα που να δίνουν “ψυχή” (και συνείδηση) σε υπολογιστές, γιατί αυτό θα σήμαινε οτι από την ύλη (τα τσιπάκια των υπολογιστών) παρήχθη πνεύμα. Η άποψη αυτή, οτι ύλη και πνεύμα είναι δύο πρωταρχικές ποιότητες (δηλαδή καμία δεν είναι απόρροια της άλλης) λέγεται δυϊσμός ή και δυαλισμός(*) (αγγλ.: dualism). Ο Πλάτων θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του δυϊσμού, καθώς υποστήριξε οτι ο άνθρωπος αποτελείται τόσο από σώμα όσο και από ψυχή, δηλαδή ύλη και πνεύμα, δύο ξεχωριστές οντότητες. Στις αρχές της Αναγέννησης, ο Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός René Descartes (Ρενέ Ντεκάρτ, ή Καρτέσιος, 1596–1650) έκανε την ίδια βασική υπόθεση, βρίσκοντας μάλιστα οτι το μόνο για το οποίο μπορούσε να είναι βέβαιος οτι υπάρχει ήταν το “εγώ”-του, καθώς διατύπωσε το περίφημο “cogito, ergo sum” («σκέφτομαι, άρα υπάρχω»). Κατά τον Descartes, οι αισθήσεις περνούν την πληροφορία στην επίφυση του εγκεφάλου, κι από εκεί αυτές μεταδίδονται στην “ψυχή”, που είναι άυλη. Φυσικά, σήμερα γνωρίζουμε οτι αυτή η συγκεκριμένη άποψη του Descartes περί επίφυσης δεν έχει καμία επιστημονική βάση. Υπάρχουν όμως ακόμη και σήμερα δυϊστές φιλόσοφοι. Έχω μάλιστα την τιμή (ή ίσως την ατυχία) να “σχετίζομαι” έμμεσα με έναν απ’ αυτούς, αν και δεν τον έχω συναντήσει ποτέ-μου. Πρόκειται για τον David Chalmers (Ντέιβιντ Τσάλμερς), έναν φιλόσοφο που ασχολείται με τη φιλοσοφία του πνεύματος, και που έκανε τη διατριβή-του υπό την εποπτεία του καθηγητή-μου, του Hofstadter. Είμαστε με άλλα λόγια “πνευματικά αδέλφια” με τον Chalmers. Τώρα πώς γίνεται τα πνευματικά αδέλφια να υποστηρίζουν πράγματα διαμετρικά αντίθετα, αυτό ελπίζω κάποτε να μου το εξηγήσει κάποιος. Ή μάλλον, πώς γίνεται ο Chalmers να πιστεύει τέτοια πράγματα όπως οτι τάχα υπάρχουν “στοιχειώδη σωματίδια πνεύματος” (αντίστοιχα με τα στοιχειώδη σωματίδια ύλης), και άλλοι διανοητές να τον παίρνουν στα σοβαρά; Ο Chalmers λοιπόν υποστηρίζει το εξής ενδιαφέρον και σχετικό με το θέμα-μας: υποθέστε, λέει, οτι έχουμε κατασκευάσει ένα ρομπότ το οποίο, μόριο προς μόριο και άτομο προς άτομο, είναι ταυτόσημο στη φυσική-του σύσταση με έναν άνθρωπο. Και όμως, λέει ο Chalmers, αυτό το ρομπότ, παρόλο που θα συμπεριφέρεται ακριβώς όπως ο άνθρωπος, παρόλο που εμείς οι απ’ έξω δεν θα μπορούμε να κάνουμε κανένα πείραμα που να μπορεί να ξεχωρίσει το ρομπότ αυτό από έναν άνθρωπο, εντούτοις αυτό δεν θα είναι άνθρωπος, αλλά ένα “ζόμπι”, αφού δεν θα διαθέτει ανθρώπινη “ψυχή”. Τί μπορεί ν’ απαντήσει κανείς σ’ αυτές τις ανοησίες; Τίποτ’ απολύτως. Δεν είναι δυνατό να δοθεί απάντηση, γιατί οι απόψεις αυτές στερούνται μιας βασικής επιστημονικής αρχής, της αρχής της διαψευσιμότητας (αγγλ.: falsifiability). Συγκεκριμένα, μια υπόθεση για ν’ αξίζει επιστημονική συζήτηση πρέπει να είναι διαψεύσιμη, ώστε να μπορεί να καταρριφθεί αν βρούμε ένα αντιπαράδειγμα. Ορίστε παράδειγμα διαψεύσιμης υπόθεσης: “Όλοι οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν 65 εκατομμύρια χρόνια πριν.” Αν βρούμε ποτέ έστω και έναν σκελετό που να χρονολογείται, ας πούμε, στα 50 εκ. χρόνια, έχουμε βρει ένα αντιπαράδειγμα, και η προηγούμενη υπόθεση έχει διαψευστεί. (Δεν έχουμε βρει ποτέ μέχρι τώρα σκελετό-απολίθωμα δεινόσαυρου με ηλικία νεώτερη των 65 εκ. ετών, άρα η υπόθεση παραμένει.) Άρα η παραπάνω είναι μια επιστημονική υπόθεση. Άλλο παράδειγμα υπόθεσης: “Κανένα θηλαστικό δεν γεννάει αυγά.” Κι αυτή η υπόθεση είναι επιστημονική, γιατί αρκεί να βρούμε ένα θηλαστικό που να γεννάει αυγά ώστε να διαψευστεί. Και πράγματι, αν πάτε στα εύκρατα γεωγραφικά πλάτη της Αυστραλίας, θα βρείτε το ζώο που λέγεται “έχιδνα” (αγγλ.: echidna, καμία σχέση με το φίδι, την οχιά, απλή συνωνυμία· αν και νομίζω οτι θα έπρεπε να το λέμε εχίνη, από το αρχαίο ἐχῖνος, δηλ. αχινός). Το ζώο αυτό μοιάζει πολύ με σκαντζόχοιρο στην όψη, κ’ είναι θηλαστικό που γεννάει αυγά. (Ορίστε μια φωτογραφία-του, που τράβηξα σ’ ένα μουσείο φυσικής ιστορίας, στη Μελβούρνη.) Επίσης στα ίδια μέρη του κόσμου ζει και ο πλατύπους, άλλο ένα ωοτόκο θηλαστικό. Δεν χρειάζονται βέβαια πολλά αντιπαραδείγματα· ένα και μόνο αρκεί για να διαψεύσει την υπόθεση “Κανένα θηλαστικό δεν γεννάει αυγά”. Βλέπουμε λοιπόν οτι το αν μια υπόθεση είναι επιστημονική ή όχι δεν εξαρτάται από το αν είναι σωστή ή όχι, αλλά από το αν μπορεί να διαψευστεί ή όχι, δηλαδή από το αν είναι διαψεύσιμη. Μπορεί να ’ναι σωστή, μπορεί να ’ναι και λάθος· για να λεχθεί όμως επιστημονική υπόθεση (ή επιστημονική ιδέα) πρέπει να υπάρχει τρόπος να διαψευστεί. Η ιδέα του Chalmers δεν είναι επιστημονική, γιατί δεν είναι διαψεύσιμη. Όταν μας λέει οτι το ρομπότ θα συμπεριφέρεται ακριβώς όπως ο άνθρωπος, αλλά οτι δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα (κανένα πείραμα) που να ξεχωρίζει το ρομπότ από τον άνθρωπο, και παρά ταύτα δεν θα είναι άνθρωπος αλλά ζόμπι, μας λέει ουσιαστικά οτι η υπόθεσή του (περί ζόμπι) είναι μη διαψεύσιμη. Αν ήταν διαψεύσιμη, θα έπρεπε να υπάρχει ένα αντιπαράδειγμα συμπεριφοράς που να είναι μη-ανθρώπινη, οπότε να σκαρφιστούμε ένα πείραμα που να μας δείχνει αυτή τη μη-ανθρώπινη συμπεριφορά του ρομπότ. Αλλά ο Chalmers αποκλείει το οτι τέτοιο πείραμα μπορεί να γίνει, άρα η υπόθεσή του είναι μη-επιστημονική. Οπότε πού βασίζονται οι φιλόσοφοι σαν τον Chalmers για να στηρίξουν την έννοια του δυϊσμού, αν όχι στην επιστήμη; Πουθενά. Βασίζονται στο “έτσι θέλω”· δηλαδή στο “εμένα μ’ αρέσει πιο πολύ ο δυϊσμός από τις άλλες θεωρίες! (Κι αφού μ’ αρέσει, πρέπει να είναι και σωστός!)”. Κάπως έτσι. 6.2 John Searle, ο πατριάρχης των αρνητώνΜεταξύ όλων των αρνητών της άποψης οτι οι υπολογιστές μπορεί ποτέ να αποκτήσουν πολυπλοκότητα ψυχής ίση ή μεγαλύτερη της ανθρώπινης, εξέχουσα θέση κατέχει ο John Searle (Τζων Σερλ), ένας Αμερικανός φιλόσοφος από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϋ (UC Berkeley). Ο Searl δεν είναι δυϊστής. Πιστεύει οτι η ανθρώπινη νόηση προέρχεται αποκλειστικά από τους νευρώνες του εγκεφάλου, και από τίποτ’ άλλο. Δηλαδή, αντίθετα με τον Chalmers και άλλους δυϊστές, ο Searl δεν δέχεται οτι υπάρχει κάποια μη φυσική οντότητα που είναι υπεύθυνη για την ανθρώπινη ψυχή και νόηση. Θαυμάσια. Τί είναι τότε αυτό που πρεσβεύει; Είναι η ιδέα οτι ένας υπολογιστής δεν θα μπορέσει ποτέ να κατανοήσει τα όσα κατανοεί ένας άνθρωπος, επειδή — κατά τον Searl — ο υπολογιστής δεν είναι φτιαγμένος “από το κατάλληλο υλικό”, δηλαδή τους εγκεφαλικούς νευρώνες. Για να δείξει οτι οι υπολογιστές δεν θα μπορέσουν ποτέ να κατανοήσουν όπως οι άνθρωποι, ο Searle πρότεινε το περίφημο πείραμα σκέψης με το “κινέζικο δωμάτιο” (Chinese room thought experiment). Νά τί λέει το πείραμα του κινέζικου δωματίου: Υποθέστε οτι δεν έχετε ιδέα από κινέζικα (κι αν όντως έχετε, τότε αντικαταστήστε το “κινέζικα” με το “κογκολέζικα” στη συζήτηση αυτή, ή κάποια γλώσσα τέλος-πάντων της οποίας έχετε μηδενική γνώση) και σας έχουν κλείσει σ’ ένα δωμάτιο. Ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο είναι διαμέσου μιας σχισμής στον τοίχο ή κάτω από την πόρτα, απ’ όπου μπορούν να σας περάσουν σελίδες χαρτί, ή να βγάλετε εσείς έξω από το δωμάτιο σελίδες χαρτί. Δίπλα-σας, μέσα στο δωμάτιο, βρίσκεται ένα τεράστιο βιβλίο που εξηγεί κάποιους κανόνες — θα δούμε τί είδους. Όταν ξεκινάει λοιπόν το πείραμα, βλέπετε να σας εισάγεται από τη σχισμή μια σελίδα χαρτί, που είναι τυπωμένη με γράμματα στα κινέζικα. Οι “απ’ έξω”, αυτοί που γράψανε τα γράμματα πάνω στη σελίδα, ξέρουνε οτι έχουν τυπώσει εκεί μια ερώτηση — π.χ., «Πόσες ημέρες έχει η εβδομάδα;» — γιατί οι άνθρωποι ξέρουν κινέζικα. Σ’ εσάς όμως που δεν ξέρετε, η σελίδα σας φαίνεται... κινέζικα! Ευτυχώς όμως, υπάρχει το χοντρό κιτάπι δίπλα-σας, το οποίο εξηγεί τί να κάνετε με τα κινέζικα σύμβολα (ιδεογράμματα δηλαδή). Σας λέει οτι όταν βλέπετε το τάδε και το δείνα σύμβολο, ακολουθούμενα από το δώθε και προηγούμενα από το κείθε — που λέει ο λόγος — τότε βάλτε δίπλα-δίπλα εκείνο και το άλλο σύμβολο, ζωγραφίστε-τα σε μια καθαρή σελίδα (έχετε και μια στοίβα άσπρες κόλλες χαρτί διαθέσιμες, ξέχασα να το πω), και βγάλτε τη σελίδα που ζωγραφίσατε σύμφωνα με τους κανόνες του βιβλίου έξω από το δωμάτιο, μέσω της σχισμής. Οι απ’ έξω τότε, όταν βλέπουν τη σελίδα, αναγνωρίζουν τη λέξη “επτά” σ’ αυτή, δηλαδή: “επτά ημέρες έχει η εβδομάδα”, που είναι η απάντηση στην ερώτηση που έθεσαν στο “κινέζικο δωμάτιο”. Τί συνέβη; Κάποιοι άνθρωποι “απ’ έξω” έδωσαν μια σειρά συμβόλων μέσα στο δωμάτιο. Τα σύμβολα αυτά σημαίνουν γι’ αυτούς μια ερώτηση, αλλά για σας δεν σημαίνουν τίποτα, αφού δεν ξέρετε κινέζικα. Μετά έγινε κάποια διεργασία στο δωμάτιο, και με τη βοήθεια τη δική-σας και των κανόνων του βιβλίου, καταφέρατε να εξάγετε τη σωστή απάντηση, γραμμένη στα κινέζικα. Όμως προσέξτε! — λέει ο Searl — ούτε εσείς καταλαβαίνετε κινέζικα, ούτε το βιβλίο, αφού το βιβλίο είναι ένα άψυχο αντικείμενο, και δεν μπορούμε να πούμε οτι ένα μάτσο σελίδες χαρτί “καταλαβαίνει” οτιδήποτε. Άρα; Άρα λοιπόν και ένας υποθετικός υπολογιστής που κάνει το ίδιο πράμα, δηλαδή του δίνουν ερωτήσεις και δίνει τις σωστές απαντήσεις, πάσχει από το ίδιο πρόβλημα: κανένα μέρος-του δεν καταλαβαίνει το νόημα αυτών που κάνει. Άρα οι υπολογιστές μπορεί μεν να συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι, αλλά χωρίς να έχουν την ανθρώπινη κατανόηση αυτών που κάνουν — χωρίς συνείδηση, χωρίς “ψυχή” θα μπορούσαμε να πούμε. Το βλέπετε γιατί είναι τρωτό το επιχείρημα του Searl, από πού “μπάζει”; Όταν το πρωτοδιάβασα, αυτό που σκέφτηκα ήταν οτι το “κινέζικο δωμάτιο” είναι ένα κουτό επιχείρημα, γιατί στηρίζεται στο οτι εσείς ο ίδιος που είστε μέσα στο δωμάτιο δεν καταλαβαίνετε κινέζικα (ούτε το βιβλίο καταλαβαίνει, κλπ). Ναι, αλλά το συνολικό σύστημα βιβλίο + εσείς φαίνεται να καταλαβαίνει κινέζικα! Παρόμοια, αν πούμε οτι το συνολικό σύστημα του δωματίου αντιστοιχεί στον εγκέφαλο ενός ανθρώπου, τότε δεν υπάρχει ούτε ένα μεμονωμένο σύστημα στον εγκέφαλο που να καταλαβαίνει τη μητρική-του γλώσσα. Ούτε ο ιππόκαμπος του εγκεφάλου-σας ξέρει ή καταλαβαίνει ελληνικά, ούτε η υπόφυσή σας, ούτε ο μετωπιαίος λοβός, ούτε η περιοχή του Βέρνικε (Wernicke’s area) όπως πίστευαν μέχρι πρόσφατα, ούτε κανένα άλλο υποσύστημα. Ολόκληρος ο εγκέφαλός σας όμως, ναι, καταλαβαίνει. Το ίδιο και με το δωμάτιο: ούτε εσείς, ούτε το βιβλίο από μόνο-του μπορούν να καταλάβουν κινέζικα· ολόκληρο το σύστημα του δωματίου όμως μπορεί. Πολλά και εν πολλοίς άχρηστα επιχειρήματα έχουν γραφεί είτε υποστηρίζοντα, είτε αντιτιθέμενα στο κινέζικο δωμάτιο του Searle, ο οποίος νομίζω στηρίχτηκε σε μια ψυχολογική ανθρώπινη αδυναμία: στο οτι εσείς, ο αναγνώστης-του, θα ταυτοποιήσετε τον εαυτό-σας όχι με το δωμάτιο στο σύνολό του, αλλά με τον άνθρωπο μέσα στο δωμάτιο, και θα πείτε οτι αφού εκείνος δεν καταλαβαίνει, άρα δεν συμβαίνει κατανόηση εν γένει. Είναι πολύ δύσκολο να το χωνέψει κανείς οτι αυτό που καταλαβαίνει είναι ένα δωμάτιο με όλα τα συμπαρομαρτούντα που περικλείει, ένα από τα οποία είναι και ο άνθρωπος, που παίζει εκεί ένα ρόλο τελείως μηχανικό, αφού διεκπεραιώνει τις εντολές που βρίσκει στο βιβλίο. Το ρόλο του ανθρώπου θα μπορούσε να τον παίξει άνετα κ’ ένα τελείως κουτό ρομπότ, αλλά ο Searle δεν ήθελε ρομπότ, ώστε να ωθήσει τον αναγνώστη να κάνει την ταυτοποίηση του εαυτού-του με τον άνθρωπο, και να συμπεράνει οτι «Σωστά, ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει κινέζικα όπως δεν θα καταλάβαινα κ’ εγώ στη θέση-του, άρα πουθενά δεν υπάρχει κατανόηση». Και όμως, υπάρχει, αλλά βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό του ανθρώπου-ρομπότ. 6.3 Επιχειρήματα που υποστηρίζουν τη δυνατότητα κατασκευής τεχνητής ψυχήςΤο πιο πειστικό από όλα τα επιχειρήματα που έχω ακούσει για την ιδέα οτι η “τεχνητή ψυχή” είναι κάτι το πραγματοποιήσιμο, θεωρητικά τουλάχιστον (δηλαδή πάλι μέσω ενός “πειράματος σκέψης”), είναι το παρακάτω. Θεωρείστε τον ίδιο τον εαυτό-σας. Εσείς θεωρείτε οτι έχετε ψυχή, έτσι δεν είναι; Πολύ ωραία. Θεωρείστε τώρα οτι ζείτε σε μια εποχή του μέλλοντος, όταν θα είναι δυνατό ν’ αντικατασταθεί ένας συγκεκριμένος νευρώνας του εγκεφάλου-σας από έναν τεχνητό. Παρόλο που κάτι τέτοιο είναι τεχνικά αδύνατο σήμερα, εντούτοις δεν είναι καθόλου παράλογο σαν σκέψη, γιατί ήδη γνωρίζουμε με απόλυτη λεπτομέρεια τη λειτουργία ενός οποιουδήποτε νευρώνα: λαμβάνει χημικά σήματα από τις συνάψεις-του με τους άλλους νευρώνες, τα οποία μετατρέπονται αμέσως σε ηλεκτρικά, μεταφέρονται όλα στο σώμα του νευρώνα, εκεί γίνεται μια άθροιση των ηλεκτρικών δυναμικών από την οποία προκύπτει μια “σούμα”, ένα άθροισμα· κι αν αυτό το άθροισμα ξεπερνάει ένα όριο, τότε ο νευρώνας μεταδίδει το ηλεκτρικό δυναμικό μέσω του άξονά του στις συνάψεις-του με άλλους νευρώνες — διαδικασία που περιέγραψα και νωρίτερα. Τίποτε το μηχανικά αδύνατο ή περίεργο δεν υπάρχει σ’ αυτή τη διαδικασία, που θα μπορούσε να διεκπεραιωθεί κι από ένα μηχανικό τσιπάκι. Το πρόβλημα με τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα είναι οτι δεν μπορούμε να φτιάξουμε έναν νευρώνα τόσο μικρό όσο αυτοί που έχει ο εγκέφαλος, που περιλαμβάνει όπως προανέφερα πάνω από 100 δισεκατομμύρια νευρώνες. Αλλά η “μικροσκοπικοποίηση” (miniaturization) όλων των τεχνολογικών προϊόντων είναι κάτι με το οποίο όλοι-μας είμαστε πια εξοικειωμένοι (από τους υπολογιστές μέχρι τα κινητά-μας τηλέφωνα, όλα γίνονται μικροσκοπικότερα), και δεν είναι καθόλου παράδοξο να φανταστούμε τεχνητό νευρώνα του μέλλοντος με τις διαστάσεις των φυσικών νευρώνων. Όσο για χειρουργικές επεμβάσεις στον εγκέφαλο, αυτές αποτελούν μόνιμη νευροχειρουργική πρακτική, με ήδη υπάρχουσα προϊστορία. Λοιπόν, σας αντικαταστάθηκε ένας φυσικός νευρώνας με έναν τεχνητό. Είστε λιγότερο άνθρωπος τώρα; Μειώθηκε καθόλου η ψυχή-σας; Σχεδόν κάθε εχέφρων αναγνώστης απαντάει αρνητικά. Όχι φυσικά, δεν “μας βγήκε η ψυχή” επειδή αντικαταστάθηκε ένα από τα δισεκατομμύρια των νευρώνων-μας! Ο αναγνώστης θα έχει ήδη καταλάβει ποιο είναι το επιχείρημα που ακολουθεί. Θεωρείστε οτι τώρα σας αντικαταστάθηκε και δεύτερος νευρώνας. Χάσατε την ψυχή-σας μήπως τώρα; Όχι βέβαια. Τρίτος νευρώνας, τεχνητός· μήπως τώρα; Όχι δα, αυτό μας έλειπε. Συνεχίζουμε λοιπόν έτσι, με αντικατάσταση φυσικών νευρώνων από τεχνητούς. Μήπως υπάρχει κάποιο σημείο στο οποίο η αντικατάσταση ενός και μόνο νευρώνα είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, και χάνετε την ψυχή-σας εκείνη τη στιγμή; Μόνον οι παγιδευμένοι στη λογική του άσπρου–μαύρου («Είτε έχω ψυχή, είτε δεν έχω καθόλου», βλ. §5.3), θα απαντήσουν καταφατικά στο προηγούμενο ερώτημα. Πολύ πιο λογικό είναι να συμπεράνουμε από το παραπάνω πείραμα σκέψης οτι η ψυχή δεν χάνεται ούτε κατά το ελάχιστο με την αντικατάσταση είτε ενός, είτε δύο, είτε δισεκατομμυρίων νευρώνων. Όση ψυχή είχαμε πριν, τόση έχουμε και μετά την αντικατάσταση. Επίσης, παραμένουμε τα ίδια άτομα, γιατί αυτό που μας κάνει αυτό που είμαστε είναι η μνήμη-μας, που υποτίθεται οτι δεν διαταράσσεται με τις αντικαταστάσεις αυτές. Όμως αν το δεχτούμε αυτό σαν συμπέρασμα, τότε πρέπει να δεχτούμε οτι και η συνολική αντικατάσταση των 100+ δισεκατομμυρίων νευρώνων δεν πρέπει να μας διαταράξει την προσωπικότητα, και να παραμείνουμε αυτοί που είμαστε, αλλά με εγκέφαλο τεχνητό, βασισμένο ίσως στο πυρίτιο, αντί για φυσικό, βασισμένο στον άνθρακα. Αν είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε αυτήν την πιθανότητα, τότε απορρίπτουμε το βασικό αξίωμα του Searl, οτι ο νους του ανθρώπου για να λειτουργήσει πρέπει να βασίζεται στη βιολογία του εγκεφάλου, δηλαδή στους νευρώνες που είναι δομημένοι με τις οργανικές ενώσεις του άνθρακα. Ε λοιπόν, τί το “μαγικό” έχουν οι ενώσεις του άνθρακα; Οπότε, ένας πλήρως τεχνητός εγκέφαλος με πλήρη διάνοια ανθρώπινη, δηλαδή ψυχή με την έννοια με την οποία χρησιμοποιώ τη λέξη αυτή στο παρόν κείμενο, δεν είναι τίποτ’ άλλο από έναν υπολογιστή με ψυχή. Κι αν το καλοσκεφτούμε, αυτό ακριβώς είναι και ο φυσιολογικός, ανθρακο-δομημένος εγκέφαλός μας: ένας υπολογιστής με ψυχή. Αυτό είναι και η ουσία, το αξίωμα ας το πούμε, που δέχονται και σχεδόν όλοι οι νοολόγοι (τουλάχιστον εγώ προσωπικά δεν γνώρισα κανέναν που να μην το δέχεται αυτό): οτι δηλαδή το ποιόν του εγκεφάλου δεν παίζει ρόλο για την ύπαρξη της νόησης. Αυτό που παίζει ρόλο είναι αφενός η ποσότητα των μονάδων (των νευρώνων δηλαδή), και αφετέρου ο τρόπος με τον οποίο είναι συνδεμένοι, όχι μόνο σε χαμηλό επίπεδο (ένας προς έναν), αλλά και σε υψηλό: πώς δηλαδή ενώνονται και σχηματίζουν τα διάφορα υποσυστήματα του εγκεφάλου (άλλο ασχολείται με την όραση, άλλο με την ακοή, άλλο με τη φαντασία, κλπ). Αυτά είναι μόνο κατά προσέγγιση γνωστά σήμερα, γιαυτό δεν μπορούμε ακόμη να κατασκευάσουμε έναν τεχνητό εγκέφαλο στο εργαστήριο. Η έλλειψη πλήρους γνώσης και η τεράστια ποσότητα των νευρώνων είναι οι αποτρεπτικοί παράγοντες για ένα τέτοιο εγχείρημα. Ας θυμηθεί ο αναγνώστης οτι σύμφωνα με τα όσα υποστηρίχτηκαν στο κείμενο αυτό, η νοημοσύνη είναι μια αναφυόμενη ιδιότητα, συσχετιζόμενη με την πολυπλοκότητα του συστήματος που την παράγει, όχι με το ποιόν των υλικών του συστήματος. 6.3.1 ΠροβλεψιμότηταΛέχθηκε όμως στην αρχή αυτής της ενότητας (§6) οτι αυτό που παρατηρεί συνήθως ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί τους υπολογιστές είναι η προβλεψιμότητα των μηχανημάτων. Πώς είναι δυνατό να παραχθούν απρόβλεπτες μηχανές, όπως αναμφισβήτητα απρόβλεπτος είναι ο ανθρώπινος νους, από αυτές που σήμερα βλέπουμε πως είναι απολύτως προβλέψιμες; Η απάντηση είναι οτι τους σημερινούς υπολογιστές προσπαθούμε επίμονα να τους κάνουμε προβλέψιμους, για το λόγο οτι αν συμπεριφέρονταν απρόβλεπτα δεν θα έκαναν τη δουλειά-μας και θα τους πετούσαμε στα σκουπίδια. Η αλήθεια όμως είναι οτι όσο πιο πολύπλοκοι γίνονται οι υπολογιστές, επίσης τόσο πιο απρόβλεπτοι γίνονται, και εταιρείες λογισμικού όπως η Microsoft καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τιθασσεύσουν τα προγράμματά τους — πράγμα που δεν καταφέρνουν πάντα με πολλή επιτυχία. (Εξ ου και τα παράπονα των χρηστών οτι τα προγράμματα “σκάνε”, κλπ.) Η ιδέα οτι ένα πρόγραμμα κάνει πάντα αυτό που το “διατάξαμε” (δηλ. προγραμματίσαμε) να κάνει, έχει τη βάση-της σε μια απλοϊκή αντίληψη του τί είναι πρόγραμμα. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, το πρόγραμμα ξεκινάει με κάποια προκαθορισμένα δεδομένα, κάτι κάνει μ’ αυτά, και παράγει κάποια αποτελέσματα. Αφού τόσο τα αρχικά δεδομένα, όσο και οι εντολές του προγράμματος είναι όλα προκαθορισμένα, έπεται οτι εξίσου προκαθορισμένα πρέπει να είναι και τα αποτελέσματα. Θαυμάσια, αλλά η παραπάνω σκέψη είναι σωστή μόνο προκειμένου για προγράμματα των οποίων όλα τα αρχικά δεδομένα είναι προκαθορισμένα. Τέτοια προγράμματα δεν συναντάει κανείς σχεδόν ποτέ στους σημερινούς υπολογιστές, γιατί τα αρχικά δεδομένα έρχονται από τον εξωτερικό κόσμο: π.χ. από το Διαδίκτυο, από αυτά που πληκτρολογεί ο χρήστης του προγράμματος, από την ώρα του συστήματος, κλπ.
Και όμως, ακόμη και τα σημερινά προγράμματα μας φαίνονται προβλέψιμα. Ο λόγος που μας δίνεται αυτή η εντύπωση είναι, όπως προανέφερα, οτι προσπαθούμε σκληρά να τα κάνουμε προβλέψιμα. Αλλιώς, είναι πολύ εύκολο να κάνει κανείς ένα πρόγραμμα απρόβλεπτο. Θεωρείστε π.χ. ένα πρόγραμμα που παίζει σκάκι. Ο προγραμματιστής-του, ας πούμε οτι δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ να σας φτιάξει ένα πρόγραμμα που παίζει παραδοσιακό σκάκι, αλλά ένα το οποίο να σας δείχνει το πόσο απρόβλεπτα μπορούν να είναι τα προγράμματα. Βάζει λοιπόν ο προγραμματιστής κάποιες εντολές στο πρόγραμμα — άγνωστες σ’ εσάς — χάρη στις οποίες όταν η μια πλευρά μείνει με μια βασίλισσα και δύο πύργους (εκτός πιονιών και βασιλιά), από τους οποίους ο ένας πύργος να είναι σε θέση ροκέ με το βασιλιά, τότε το πρόγραμμα να ψάχνει στο σκληρό δίσκο-σας και να διαλέγει τυχαία ένα αρχείο, το οποίο να ανοίγει με την εφαρμογή η οποία συνήθως ανοίγει το αρχείο εκείνο· π.χ. αν είναι κείμενο να ανοίγει με το Word· αν είναι ιστοσελίδα να ανοίγει με τον περιηγητή που χρησιμοποιείτε στο Διαδίκτυο· κλπ. Φυσικά, θα υπάρχει μια πληθώρα τέτοιων εντολών στο πρόγραμμα αυτό («Αν το άνοιγμα είναι το “γκαμπί του βασιλιά”, τότε κατέβασε από το Διαδίκτυο και παίξε τον Εθνικό Ύμνο μιας τυχαίας χώρας», κλπ.), που σκοπό θα έχουν να κάνουν τη συμπεριφορά του προγράμματος απρόβλεπτη.
Μπορεί να αντιτάξετε το επιχείρημα οτι το προηγούμενο “σκάκι–έκπληξη” που περιέγραψα δεν έχει κανένα σκοπό με τον οποίο κάνει αυτά τα αναπάντεχα που κάνει, ενώ ο άνθρωπος κάνει πράγματα με κάποιον σκοπό. Νόμιζα όμως οτι ο στόχος-μου ήταν να σας πείσω οτι η προβλεψιμότητα δεν είναι αναγκαίο να συνοδεύει ένα πρόγραμμα. Αν θέλουμε τα απρόβλεπτα αυτά γεγονότα να γίνονται μ’ έναν σκοπό, τότε πρέπει να φτιάξουμε το πρόγραμμα σαν ένα κανονικό νοήμον σύστημα· άλλο αυτό όμως, κι άλλο η προβλεψιμότητα όλων των προγραμμάτων. Ή μπορεί να μπείτε στον πειρασμό να προτείνετε οτι: «Ναι, αλλά το σκάκι–έκπληξη δεν θα μπορεί ποτέ να κάνει το Χ επειδή δεν το πρόβλεψε ο προγραμματιστής», όπου το Χ μπορεί να είναι «να σηκωθεί και να φτιάξει καφέ». Σ’ αυτό χωράνε δύο απαντήσεις: Πρώτο, μπορεί η ικανότητα Χ να μην προβλέπεται από την κατασκευή του ίδιου του υπολογιστή. Αν π.χ. ο υπολογιστής δεν μπορεί να πάει να φτιάξει καφέ, είναι γιατί δεν έχει ποδαράκια (και δεν έχει επειδή δεν θέλουμε να έχει, για να μη σηκώνεται και φεύγει). Αν οι εταιρείες που φτιάχνουν υπολογιστές τους έβαζαν ποδαράκια (και μπορούσαμε να προγραμματίσουμε τη χρήση-τους), τότε οι υπολογιστές θα σηκώνονταν και θα χορεύαν τσάμικο. Αλλά δεν προβλέπονται τέτοια πράγματα από την κατασκευή-τους. Και σ’ εσάς όμως δεν προβλέπονται ορισμένα πράγματα από την κατασκευή-σας — ή μήπως νομίζετε οτι μπορείτε να κάνετε “τα πάντα”; Π.χ., δεν μπορείτε να δείτε τον κόσμο σε τέσσερις διαστάσεις, με σχετικιστική γεωμετρία, όπως είναι στην πραγματικότητα· δεν μπορείτε να δείτε τίποτα πέρα από το φάσμα των χρωμάτων από το κόκκινο ως το ιώδες, ενώ ακόμα και τα κουνούπια και οι σφήκες σας ξεπερνάνε (τα κουνούπια βλέπουν στο υπέρυθρο, και οι σφήκες στο υπεριώδες)· δεν μπορείτε να προβλέψετε με ακρίβεια το μέλλον (αντίθετα απ’ ότι μπορεί να σας κάνουν να πιστεύετε οι διάφοροι τσαρλατάνοι, όπως αστρολόγοι, χαρτορίχτρες, καφετζούδες, χειρομάντεις, και λοιποί)· δεν μπορείτε να ξαναζήσετε το παρελθόν· και άλλα πολλά. Μην παίρνουν λοιπόν αέρα να μυαλά-σας, και νομίζετε οτι μπορείτε να τα κάνετε όλα. Έχετε κ’ εσείς περιορισμούς “απ’ το εργοστάσιο παραγωγής-σας”, που δεν είναι άλλο από τη βιολογική εξελικτική διαδικασία που μας παρήγαγε από τα προγονικά-μας είδη. Και δεύτερο, σχετικά με το «δεν το πρόβλεψε ο προγραμματιστής»: κατ’ αρχήν, όπως εξήγησα μόλις τώρα, και για σας «δεν έχει προβλέψει ο προγραμματιστής» (η βιολογική εξέλιξη δηλαδή) πολλές ικανότητες. Αλλά αν νομίζετε οτι το κάθε τί που κάνει ένα πρόγραμμα πρέπει να έχει προβλεφτεί από τον προγραμματιστή-του, αυτό είναι μια νοητική απάτη που προέρχεται είτε από άγνοια λόγω μη ενασχόλησης με τον προγραμματισμό, είτε από ημιμάθεια των ίδιων των προγραμματιστών οι οποίοι δεν έχουν ασχοληθεί παρά μόνο με κάποια είδη προγραμμάτων (κατ’ εμέ βαρετών μέχρι θανάτου). Πολύ συχνά συμβαίνει, όταν προγραμματίζουμε συστήματα που είναι αρκετά πολύπλοκα, και ιδίως αυτά που ανήκουν στην περιοχή της “τεχνητής νοημοσύνης”, να εκπλησσόμαστε από τα κατορθώματα των ίδιων των κατασκευασμάτων-μας. Η έκπληξη του κατασκευαστή γίνεται όχι σκόπιμα εκ μέρους-του, δηλαδή δεν προγραμματίζουμε έναν υπολογιστή με σκοπό να μας εκπλήξει· απλά συμβαίνει αυτό λόγω της πολυπλοκότητας του συστήματος. Η πολυπλοκότητα από μόνη-της συνεπάγεται οτι δεν μπορούμε να προβλέψουμε όλα όσα θα κάνει ένα τέτοιο πρόγραμμα, παρόλο που είναι κατασκεύασμα δικό-μας. 6.4 Γιατί δεν έχουν υλοποιηθεί “τεχνητές ψυχές” μέχρι σήμεραΛογικό είναι να αναρωτηθεί κανείς: αν είναι όντως δυνατό να φτιάξουμε προγράμματα που να δίνουν στους υπολογιστές νοημοσύνη εφάμιλλη (ή και ανώτερη) της ανθρώπινης, γιατί δεν έχει γίνει αυτό μέχρι σήμερα; Πιστεύω οτι αυτό οφείλεται στο οτι δεν έχουμε ακόμη αναπτύξει ένα γερό θεωρητικό υπόβαθρο, δηλαδή μια θεωρία της νοολογίας που να δίνει τις αρχές πάνω στις οποίες να μπορεί να στηριχτεί η κατασκευή ενός νου — όπως καλή ώρα ο απειροστικός λογισμός αποτελεί το μαθηματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίζεται ο πολιτικός μηχανικός για να φτιάξει μια γέφυρα, και ο αεροναυπηγός για να φτιάξει ένα αεροπλάνο. Πολλοί νομίζουν οτι κάνοντας τους υπολογιστές όλο και πιο γρήγορους, κάποια μέρα θα φτάσουμε τις ικανότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Λένε δηλαδή οτι δεν χρειάζεται καμιά θεωρία· ακόμα και με τα πιο “κουτά” προγράμματα, εφόσον μπορούμε να τα εκτελούμε όλο και πιο γρήγορα, κάποια μέρα θα τα καταφέρουμε καλύτερα από τον ανθρώπινο νου. Υπάρχουν μάλιστα κάποιοι “μελλοντολόγοι” που προβλέπουν ακόμη και συγκεκριμένα έτη κατά τα οποία η υπολογιστική ισχύς θα γίνει τόσο μεγάλη που οι υπολογιστές υποτίθεται οτι θα φτάσουν, και στη συνέχεια θα ξεπεράσουν σε ικανότητες τους ανθρώπους. Ένας απ’ αυτούς — αλλά μοναδικός πραγματικά στο είδος-του — είναι ο Ray Kurzweil (Ρέυ Κέρτσγουάιλ). Ο Kurzweil αξίζει πραγματικά ιδιαίτερης προσοχής. Γεννημένος το 1948, δημιούργησε από νεαρή ηλικία μια σειρά από εφευρέσεις, όπως το πρώτο πρόγραμμα υπολογιστή που διάβαζε κείμενο γραμμένο σε οποιαδήποτε γραμματοσειρά· μια μηχανή βασισμένη στην προηγούμενη εφεύρεση, που διάβαζε κείμενο και το απάγγειλε σε τυφλούς· ένα ηλεκτρονικό συνθεσάιζερ που έπαιζε με απόλυτη πιστότητα κλασικά όργανα όπως πιάνο, κλπ· και άλλα διάφορα. Από τη δεκαετία του 1990 ο Kurzweil άρχισε να γράφει βιβλία, στα οποία προέβλεπε το μέλλον της τεχνολογίας. Στο βιβλίο-του Η Εποχή των Νοήμονων Μηχανών (“The Age of Intelligent Machines”) προέβλεψε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (το βιβλίο το τελείωσε το 1989, πριν την κατάρρευση), την καθολική εξάπλωση του Διαδικτύου (όταν το Διαδίκτυο υπήρχε μόνο σε εμβρυακή μορφή και κανείς δεν ασχολιόταν μ’ αυτό), και το οτι ο παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι θα έχανε από ένα πρόγραμμα το 1998. Πράγματι, ο Ρώσος παγκόσμιος πρωταθλητής Garry Kasparov έχασε από τον υπολογιστή της IBM, το Deep Blue, αλλά το 1997.(*) Ο Kurzweil συνέχισε το συγγραφικό-του έργο το 1999 με το Η Εποχή των Πνευματικών Μηχανών (“The Age of Spiritual Machines”), όπου έκανε αρκετές ακόμη προβλέψεις περί τεχνολογίας, μερικές και για το έτος 2009, που άλλες του βγήκανε σωστές, άλλες δεν του βγήκανε. Πιο σημαντικό όμως είναι το βιβλίο που εξέδωσε το 2005, με τίτλο Η Μοναδικότητα Πλησιάζει (“The Singularity is Near”). Στο βιβλίο αυτό ο Kurzweil δίνει τις προβλέψεις-του για τις τεχνολογικές εξελίξεις, τόσο σε συγκεκριμένα έτη, όπως 2010, 2014, 2018, κλπ., όσο και ανά δεκαετία, όπως 2010, 2020, 2030, και 2040. Π.χ. για το έτος 2010 προβλέπει οτι οι υπερυπολογιστές (αυτοί που βρίσκονται μόνο σε ερευνητικά ιδρύματα, και που — αν δεν απατώμαι — είναι ζήτημα αν έχουμε έναν-δυο στην Ελλάδα) θα έχουν τόση “ακατέργαστη” υπολογιστική ισχύ όση και το ανθρώπινο μυαλό (δηλαδή θα μπορούν να εκτελούν περίπου τον ίδιο αριθμό πράξεων ανά δευτερόλεπτο), παρόλο που το λογισμικό-τους (δηλ. τα προγράμματά τους) δεν θα φτάνει ακόμα σε ικανότητες το αντίστοιχο ανθρώπινο. Αυτό μπορεί και να είναι σήμερα αλήθεια, όμως — όπως θα δούμε — δεν είναι τόσο σημαντικό όσο ακούγεται. Επίσης προέβλεψε οτι οι υπολογιστές θα εξαφανιστούν σαν φυσικά αντικείμενα, και θ’ αποκτήσουν μη παραδοσιακά σχήματα, εισαγόμενοι στα ρούχα και σε άλλα καθημερινά αντικείμενα. (Δεν νομίζω οτι κάτι τέτοιο φαίνεται να ισχύει.) Για τη δεκαετία του 2010 προέβλεψε οτι η πρόσβαση στο Διαδίκτυο μέσω μεγάλων ταχυτήτων θα γίνει διαθέσιμη παντού. (Ίσως.) Επίσης οτι θα παραχθούν ειδικά γυαλιά που θα προβάλλουν εικόνες κατευθείαν στον αμφιβληστροειδή του ματιού του ατόμου που τα φοράει, δείχνοντας έτσι εικόνες εικονικής πραγματικότητας. (Λίγο απίθανο μου ακούγεται.) Με τα ίδιου τύπου γυαλιά θα γίνεται αυτόματη μετάφραση, όπου το μεταφρασμένο κείμενο θα το βλέπει ο διοπτροφόρος μπροστά-του, την ώρα που ο συνομιλητής μιλάει σε άλλη γλώσσα. (Πολύ απίθανο μου ακούγεται οτι κάτι τέτοιο θα είναι δυνατό μέχρι το 2019.) Τα κινητά τηλέφωνα θα είναι “ένα με τα ρούχα”, και θα προβάλλουν τον ήχο κατευθείαν στο αυτί του ακροατή. Το 2014, αυτόματοι μηχανικοί καθαριστές χώρων (π.χ. σπιτιών) θα έχουν διαδοθεί ευρέως. (Και πάλι αμφιβάλλω, αλλά για τη συγκεκριμένη χρονολογία, όχι για αργότερα.) Ο Kurzweil συνεχίζει έτσι, με όλο και πιο επιστημονικοφανταστικές προβλέψεις. Π.χ. για τη δεκαετία του 2020 λέει οτι, προς το τέλος-της, θα υπάρχουν νανορομπότ που θα εισάγονται στην κυκλοφορία του αίματος και θα δίνουν τροφή στα κύτταρα, όπως και θα αφαιρούν τις άχρηστες ουσίες απ’ αυτά, οπότε η παραδοσιακή μέθοδος λήψης τροφής δεν θα είναι απαραίτητη. Οτι παρόμοια νανορομπότ θα μπορούν ν’ αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε παρείσακτο μικροοργανισμό, πολύ πιο αποτελεσματικά από τα αντισώματα που παράγουμε με φυσικό τρόπο σήμερα, καθώς τα νανορομπότ θα έχουν νοημοσύνη. Το 2029, λέει, ένας υπολογιστής θα περάσει την περίφημη “δοκιμή Turing” (Τιούρινγ), που είχε προτείνει το 1950 ο πατέρας της σύγχρονης επιστήμης υπολογιστών, Alan Turing (Άλαν Τιούρινγ). Σύμφωνα με τη δοκιμή Turing, ένας υπολογιστής κλεισμένος σε ένα δωμάτιο προσποιείται οτι είναι άνθρωπος, και κάνει μια συνομιλία με έναν άνθρωπο-εξεταστή, που δεν βλέπει τον υπολογιστή αλλά μόνο τις απαντήσεις-του. Ταυτόχρονα, ένας δεύτερος άνθρωπος κλεισμένος σε άλλο δωμάτιο συνομιλεί επίσης με τον εξεταστή. Αν ο εξεταστής — που οδηγεί τη συζήτηση όπως αυτός επιθυμεί — δεν μπορέσει να καταλάβει ποιος μεταξύ των δύο συνομιλητών-του είναι άνθρωπος και ποιος υπολογιστής, τότε ο υπολογιστής έχει περάσει τη δοκιμή Turing. Αυτό, λέει ο Kurzweil, θα γίνει δυνατό το 2029, οπότε τότε οι υπολογιστές θα διαθέτουν πλήρως ανθρώπινη νοημοσύνη. Στη συνέχεια, λέει, θα την ξεπεράσουν. Για να μην τα πολυλογώ, κατά το 2045, σύμφωνα πάντα με τον Kurzweil, θα συμβεί η “Μοναδικότητα” (Singularity), κατά την οποία η τεχνητή νοημοσύνη θα ξεπεράσει την ανθρώπινη, και η τεχνολογική πρόοδος θα είναι πλέον δουλειά των τεχνητών, όχι των δικών-μας βιολογικών μυαλών, αφού τα πρώτα θα είναι πολύ πιο ικανά από τα δεύτερα. Οι τεχνητοί νόες θα συνεννοούνται τόσο γρήγορα και σε τέτοιο επίπεδο που οι άνθρωποι θα είναι αδύνατο να τους παρακολουθήσουν. Έτσι, οι νοήμονες αυτές μηχανές θα αναλάβουν τον πλήρη έλεγχο του κόσμου, και θα προχωρήσουν στην εποίκιση του διαστήματος, μετατρέποντας (στο απώτατο μέλλον) ολόκληρο το σύμπαν σε διανοούμενη οντότητα. Ξέρω τί σκέφτεστε: «Είναι δυνατόν να πάρει κανείς αυτά τα πράγματα στα σοβαρά;» Επίσης μπορεί ν’ αναρωτιέστε αν εγώ ο ίδιος, μια που τα αναφέρω παραπάνω, τα παίρνω στα σοβαρά. Για το πρώτο ερώτημα, σας πληροφορώ οτι επειδή ο Kurzweil είχε κάποιες επιτυχίες στις προβλέψεις-του με τα πρώτα-του βιβλία, η απάντηση είναι οτι ναι, υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που παίρνουν αυτές τις απόψεις στα σοβαρά. Όσο για μένα, θα τολμούσα να στοιχηματίσω ένα μεγάλο ποσόν στο οτι τα περί Μοναδικότητας είναι απλώς μπούρδες. Ο λόγος που θα το έκανα αυτό είναι ο εξής: ο Kurzweil έχει μια καθαρά ποσοτική αντίληψη του τί είναι αυτό που προκαλεί τη νοημοσύνη. Πιστεύει δηλαδή οτι αρκεί να συσσωρεύσουμε τρισεκατομμύρια-και-βάλε υπολογιστικές μονάδες (απειροελάχιστου μεγέθους η κάθε μία), επιτυγχάνοντας πολλαπλο-μύρια πράξεις ανά δευτερόλεπτο, ώστε να πετύχουμε νοημοσύνη των ικανοτήτων της ανθρώπινης. Αυτό είναι κουταμάρα. Η ποσότητα των υπολογιστικών πράξεων δεν έχει καμιά σημασία αν δεν συνοδεύεται και από ποιότητα. Δηλαδή έχει σημασία και το τί και πώς υπολογίζεται, όχι μόνο το πόσο γρήγορα υπολογίζεται. Για να δώσω ένα παράδειγμα κατανοητό σε όλους, σκεφτείτε τους διανοητικά καθυστερημένους ανθρώπους: διαθέτουν έναν εγκέφαλο που, από άποψη ταχύτητας και ποσότητας υπολογισμών δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν μέσο εγκέφαλο διανοητικά υγιούς ανθρώπου. Ακόμα κι αν πάρουμε ένα “μικροσκόπιο” για να εξετάσουμε τους νευρώνες, δεν θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε ποιοι νευρώνες ανήκουν στον διανοητικά καθυστερημένο εγκέφαλο και ποιοι στο φυσιολογικό. Και όμως, “κάτι πάει στραβά” στον διανοητικά καθυστερημένο νου (όχι εγκέφαλο — προσέξτε τη διάκριση), και ο νους εκείνος δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως ο μέσος φυσιολογικός. Είναι θέμα νευρώνων και ποσότητας υπολογισμών; Όχι, είναι θέμα ανώτερου επιπέδου, θέμα λογισμικού (προγραμματισμού του νου), δυστυχώς άγνωστης φύσης μέχρι σήμερα. Για να δημιουργήσουμε νοήμονες νους — και όχι απλώς μηχανές που θα κάνουν πολλαπλο-μύρια πράξεις ανά δευτερόλεπτο — πιστεύω οτι πρέπει πρώτα να αναπτύξουμε μια θεωρία νοολογίας σαν απαραίτητο υπόβαθρο. Όπως χρειαστήκαμε ένα θεωρητικό υπόβαθρο για να δημιουργήσουμε τις πρώτες ιπτάμενες μηχανές, και όπως πέρασαν δεκαετίες μέχρι να φτάσουμε στα σημερινά υπερηχητικά αεροσκάφη, το ίδιο θα χρειαστεί να γίνει και με τις νοήμονες μηχανές. Η ανάπτυξη της θεωρίας της νοολογίας θα πάρει χρόνο, γιατί δεν γίνεται μηχανικά, δεν βοηθιέται από τους υπολογιστές (όπως ελπίζει ο Kurzweil), αλλά εξαρτάται απολύτως από τις απελπιστικά αργές διανοητικές διεργασίες που συμβαίνουν στους νους των θεωρητικών που επεξεργάζονται τις σχετικές ιδέες. Έπειτα, δεν είναι δουλειά ενός μόνο ανθρώπου η ανάπτυξη του θεωρητικού υποβάθρου, αλλά πολλών, και παίρνει επιπλέον χρόνο ώσπου οι άνθρωποι αυτοί να συνεννοηθούν μεταξύ-τους, να επηρρεαστεί ο ένας από τις ιδέες του άλλου, και να προκύψει μια θεωρία σαν κοινή συνισταμένη. Πάρα πολλά και σημαντικά θεωρητικά βήματα πρέπει να γίνουν προτού να κατασκευάσουμε μηχανές που να “απογειώνονται”, δηλαδή να χαρακτηρίζονται σαν “νοήμονες” με την ανθρώπινη έννοια. Πάντως, παρόλο που διαφωνώ με τα συγκεκριμένα έτη τα οποία προβλέπει ο Kurzweil (τα οποία θεωρώ πολύ πρόωρα), όπως και με τα επιστημονικοφανταστικά σενάριά του (όπως και με την ιδέα οτι ο κόσμος θα συνεχίσει να προοδεύει τεχνολογικά χωρίς να υπάρξει κάποια κάμψη), εντούτοις θεωρώ οτι στο απώτατο μέλλον θα είναι πράγματι δυνατό να υπάρξουν “τεχνητές νοημοσύνες” που να υπερέχουν διανοητικά των ανθρώπων, επειδή δεν μπορώ να δω κάποιο θεωρητικό ή τεχνικό εμπόδιο στο να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Φυσικά, αν ο αναγνώστης παρακολούθησε τη σκέψη-μου περί του τί είναι αυτό που ονομάζουμε “ψυχή” και τα επιχειρήματά μου στο παρόν κείμενο, θα συμπεράνει οτι κατά την άποψή μου η κατασκευή μηχανών που θα περνούν με επιτυχία τη δοκιμασία Turing θα σημαίνει αυτόματα και την ύπαρξη “τεχνητών ψυχών” — ασφαλώς, αφού η ψυχή είναι καθαρά θέμα πολυπλοκότητας της οργάνωσης της εσωτερικής παράστασης ενός “εγώ”, το οποίο δεν φαίνεται να απαιτεί το βιολογικό υλικό του ανθρώπινου εγκεφάλου για να υπάρξει. Κατά πάσαν πιθανότητα και το μηχανικό υπόβαθρο ενός υπολογιστή του μέλλοντος είναι εξίσου κατάλληλο. 6.5 Κίνδυνοι από την υλοποίηση νοήμονων προγραμμάτωνΤο “όραμα” του Kurzweil που περιέγραψα παραπάνω, με τις μηχανές να παίρνουν τα ηνία της νοημοσύνης από τους ανθρώπους, και με ολόκληρο το σύμπαν να μετατρέπεται σε νοήμονα οντότητα μέσα σε λιγότερο από 100 χρόνια, προϊδεάζει για ένα μέλλον ζοφερό μεν, αλλά ευτυχώς μοιάζει να μην έχει επαφή με την πραγματικότητα. Εντούτοις υπάρχει μια διαφορετική διάσταση των δυνατοτήτων των νοήμονων μηχανών, που είναι ακόμη πιο ανησυχητική, και καθόλου εξωπραγματική κατά τη γνώμη-μου. Μέχρι την εποχή που γράφτηκε το παρόν, ο μοναδικός τρόπος για να στείλει ένα κράτος μια βόμβα σε ένα άλλο κράτος — γειτονικό ή μη — ήταν μέσω πυραύλου, μέσου ή μεγάλου βεληνεκούς. Επειδή κάποιοι πύραυλοι μπορούν να μεταφέρουν και πυρηνικές κεφαλές, ένας τέτοιος πύραυλος ισοδυναμεί με πυρηνική βόμβα, άρα μπορεί να προκαλέσει ολική καταστροφή — π.χ. να εξαλείψει μια ολόκληρη πόλη. Ομως οι πύραυλοι, εν γένει, έχουν λίγες δυνατότητες πλοήγησης. Μπορούν μεν να κάνουν κάποιες κινήσεις ώστε η τροχιά-τους να μην είναι μια απλή ευθεία (ή μάλλον απλή καμπύλη, ακολουθώντας την κυρτότητα της Γης), αλλά γενικά δεν κάνουν πολύπλοκες μανούβρες στον αέρα — π.χ. δεν μπορούν να κάνουν πίσω, ή να διαγράψουν κυκλικό βρόχο στον αέρα, κλπ. Φανταστείτε τώρα έναν πύραυλο εφοδιασμένο με πυρηνική κεφαλή, αλλά και μ’ ένα νοήμονα υπολογιστή στο εσωτερικό-του που του προσδίδει τη νοημοσύνη του ανθρώπου, τουλάχιστον ως προς ορισμένες νοητικές λειτουργίες. Όταν π.χ. τα όργανά του εντοπίσουν κάποια εχθρική απειλή, τότε ο πύραυλος αντιδρά όπως θα αντιδρούσε ένας έμπειρος πιλότος που δεν χάνει ποτέ την ψυχραιμία-του, για τον απλούστατο λόγο οτι ο υπολογιστής του πυραύλου έχει σχεδιαστεί χωρίς αισθήματα. Η μόνη σχέση-του με “ανώτερη σκέψη” είναι οτι πρέπει να εντοπίσει το στόχο-του και να τον καταστρέψει. Προφανώς, μη έχοντας αισθήματα, η σκέψη οτι ο στόχος-του περιλαμβάνει άμαχο πληθυσμό, γυναίκες, βρέφη, κλπ., είναι εντελώς έξω από τις νοητικές δυνατότητές του. Ο πύραυλος αυτός είναι ουσιαστικά ένας “καμικάζι”, όπως οι Ιάπωνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά πολύ πιο ικανός και εξελιγμένος, γιατί διαθέτει όργανα τελευταίας τεχνολογίας, καμιά συνείδηση που να τον αποτρέπει από την πράξη-του, και μια πυρηνική βόμβα. Τί λέτε, είναι δυνατόν ποτέ να γίνει αυτός ο εφιάλτης πραγματικότητα; Από τις συζητήσεις-μου με τον Hofstadter συμπέρανα οτι εκείνος πίστευε πως μια τέτοια νοήμων μηχανή δεν είναι δυνατό να υλοποιηθεί, γιατί τα αισθήματα “πάνε πακέτο” με την ανθρώπινη νόηση· δηλαδή οτι δεν είναι δυνατό να φτιαχτούν ρομπότ με τη συμπεριφορά του περίφημου “Δόκτορα Σποκ”, της τηλεοπτικής (και μετέπειτα κινηματογραφικής) σειράς “Σταρ Τρεκ”. (Για τους μη γνωρίζοντες, ο εξωγήινος Δρ. Σποκ σαν χαρακτήρας λειτουργούσε αποκλειστικά βάσει της λογικής, και μη έχοντας καθόλου συναισθήματα.) Ο Hofstadter υποστήριζε οτι είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς τον κόσμο χωρίς να έχει την ικανότητα να χαίρεται, να λυπάται, να αγαπάει, να μισεί, να φοβάται, κλπ. κλπ. Όμως η δική-μου ενασχόληση στον τομέα της νοολογίας μου έδωσε την αντίθετη εντύπωση. Το προϊόν της εργασίας-μου όταν έκανα τη διατριβή-μου ήταν ένα πρόγραμμα που μπορούσε να λύνει κάποια οπτικά αινίγματα, τα περίφημα “προβλήματα του Μπόνγκαρντ”, όπως αυτό που φαίνεται στην εικόνα που ακολουθεί:
Ένα τυπικό (αλλά εύκολο) πρόβλημα του Μπόνγκαρντ: Παρόλο που το πρόγραμμά μου έλυνε μόνο μερικά — τα πιο απλά — απ’ αυτά, εντούτοις τα κατάφερνε γρηγορότερα από τους ανθρώπους όταν εκείνοι προσπαθούσαν να λύσουν τα ίδια προβλήματα. Η παρακάτω εκόνα δίνει μια ιδέα του τί βλέπει ο παρατηρητής καθώς το πρόγραμμά μου λύνει τα προβλήματα αυτά:
Εδώ βλέπουμε με τί μοιάζει η επεξεργασία που κάνει το
πρόγραμμα προκειμένου να λύσει το παραπάνω πρόβλημα. Αν δεν έπρεπε να σταματήσω κάποτε την εργασία-μου προκειμένου να αποφοιτήσω, τίποτε δεν θα με εμπόδιζε από το να κάνω το πρόγραμμα να μπορεί να λύνει όλα τα προβλήματα του Μπόνγκαρντ — είχα στη συλλογή-μου 100 αρχικά που είχε φτιάξει ο ίδιος ο Μπόνγκαρντ (ένας Ρώσος επιστήμονας υπολογιστών της Σοβιετικής εποχής), άλλα 56 του Hofstadter, 44 δικά-μου, και διάφορα άλλα γνωστών και φίλων. Τί θα σήμαινε αυτό; Οτι θα είχα στη διάθεσή μου έναν υπολογιστή προγραμματισμένο να λύνει προβλήματα που οι άνθρωποι συχνά έχουν μεγάλη δυσκολία να τα λύσουν, χωρίς όμως να προσεγγίζει οτιδήποτε που να μοιάζει με συναίσθημα. Θα πείτε, άλλο λύση τέτοιων προβλημάτων, άλλο γενική νοημοσύνη. Και όμως, για να λυθούν προβλήματα σαν κι αυτά χρειάζεται μια νοημοσύνη γενικής φύσης, που να στηρίζεται στις ίδιες θεμελιώδεις αρχές στις οποίες στηρίζεται και η ανθρώπινη. Χωρίς τις αρχές αυτές (των οποίων η διατύπωση ουσιαστικά ήταν και παραμένει ο στόχος της έρευνάς μου) τα προβλήματα του Μπόνγκαρντ δεν λύνονται(*) — τελεία. Μπορεί τώρα να σκέφτεστε τί σχέση έχουν όλ’ αυτά με τους κινδύνους από την αυτοματοποίηση της νόησης. Μπορεί να μη βλέπετε τη σχέση των αφηρημένων και “εγκεφαλικών” προβλημάτων του Μπόνγκαρντ με τους πυραύλους και τους στρατιωτικούς κινδύνους. Όμως ο νοήμων πύραυλος που περιέγραψα παραπάνω δεν χρειάζεται να καταλαβαίνει από ποίηση, ή να συνθέτει μουσική, ή γενικά να αισθάνεται κάποιο ανθρώπινο συναίσθημα, αλλά να εκτελεί νοητικές λειτουργίες που δεν νομίζω οτι έχουν κάποια ουσιαστική, ποιοτική διαφορά από το ταπεινό-μου πρόγραμμα, που έλυνε τα συγκεκριμένα “εγκεφαλικά” προβλήματα. Κοιτάξτε π.χ. με προσοχή την παρακάτω κινούμενη εικόνα:
Αυτό που βλέπουμε στο αρχικό καρέ είναι η εικόνα μιας περιοχής της Αθήνας, όπως φαίνεται από το δορυφόρο. Βλέπουμε δηλαδή μερικά οικοδομικά τετράγωνα. Τα επόμενα καρέ δείχνουν την επεξεργασία που υφίσταται η εικόνα μέσω του προγράμματός μου, οπότε οι λεπτομέρειες και τα χρώματα αφαιρούνται. Μετά από αλλεπάλληλα αφαιρετικά στάδια, καταλήγουμε σε μια “κατανόηση”, ας το πούμε, της θέσης των οικοδομικών τετραγώνων στην εικόνα, δηλαδή αναγνωρίζεται το περίγραμμά τους, και το κέντρο-τους. Σημειώστε οτι αυτό που παίρνει αρκετά δευτερόλεπτα προκειμένου να δειχτεί στην κινούμενη εικόνα (επίτηδες καθυστερώ το κάθε καρέ ώστε ο αναγνώστης να έχει το χρόνο να διαβάσει τις λεζάντες), γίνεται σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο από το πρόγραμμα. Ποιος λοιπόν θα επιθυμούσε την ύπαρξη ενός “έξυπνου” (αλλά απόλυτα αναίσθητου) πυραύλου, που να μπορεί να βλέπει μια εικόνα σαν και την παραπάνω και να στοχεύει το οικοδομικό-του τετράγωνο; Αν νομίζετε οτι μόνο “εμείς” θα μπορούσαμε να έχουμε τέτοια όπλα, υποτιμάτε τη νοημοσύνη του “εχθρού”. Αυτό το λάθος είναι που κάνουν οι Αμερικανοί όταν ονειρεύονται τις “αντιπυραυλικές ασπίδες”-τους και τον “πόλεμο των άστρων”-τους. Νομίζουν οτι οι εχθροί-τους δεν θα έχουν ποτέ πρόσβαση σε τέτοια όπλα. Αλλά όπως αποδείχτηκε από τα πυρηνικά όπλα, και όπως επιχειρηματολογώ σε αυτό το κείμενο (όπου εξηγώ τους λόγους για τους οποίους σταμάτησα την περαιτέρω έρευνα στην κατεύθυνση αυτή), τελικά όλοι μπορούν κάποτε ν’ αποκτήσουν τέτοια όπλα. Αν ποτέ τα όπλα αυτά στοχεύσουν το οικοδομικό τετράγωνό σας, θα είναι πια πολύ αργά για να παραδεχτείτε οτι κάνατε λάθος. Σήμερα υπάρχουν ήδη στρατιωτικά όπλα που κάνουν στοιχειώδη επεξεργασία εικόνας, αλλά δεν έχουν την ανθρώπινη ικανότητα πραγματικής κατανόησης του τί είναι αυτό που βλέπουν. Γιαυτό τα όπλα αυτά συχνά κάνουν λάθη και χτυπούν λάθος στόχους, οπότε δεν χρησιμοποιούνται ακόμα ευρέως σε πολέμους. Όταν όμως η τεχνογνωσία φτάσει στο σημείο να μπορεί να τοποθετήσει έξυπνους και αναίσθητους υπολογιστές στα όπλα, τότε θα έχει γίνει πραγματικότητα ο εφιάλτης που περιγράφω στις παραγράφους αυτές, όπου η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 δεν θα μοιάζει παρά σαν ένα ερασιτεχνικό αρχαίο πρελούδιο. Η μόνη παρηγοριά είναι ο εφιάλτης αυτός να έχει τόσο λίγη σχέση με την πραγματικότητα όσο και το επιστημονικοφανταστικό όραμα του Kurzweil περί νοητικής αφύπνησης του σύμπαντος. 6.6 Πιθανά οφέλη από την υλοποίηση νοήμονων προγραμμάτωνΣτο βιβλίο I Am a Strange Loop, ο Hofstadter κάνει λόγο για “μικρές ψυχές”, και για “μεγαλύτερες ψυχές”. Εφόσον η έννοια “το Χ έχει ψυχή” δεν είναι άσπρη–μαύρη, δηλαδή εφόσον δεν είναι σωστό να λέμε οτι μια οντότητα ή έχει ψυχή απολύτως ή δεν έχει καθόλου, έπεται οτι υπάρχουν οντότητες με “πολύ μικρή ψυχή”, που είναι εκείνες με υποτυπωδώς αναπτυγμένο “εγώ”, όπως αυτό ενός νεογέννητου βρέφους, ή ενός ενήλικου πιθήκου. Ο Hofstadter μάλιστα, με αρκετό χιούμορ προτείνει και μια υποτιθέμενη κλίμακα, στην οποία τάχα θα μπορούσε να μετριέται το μέγεθος κάθε ψυχής. Τη δήθεν μονάδα μέτρησης αυτής της κλίμακας την ονομάζει “χάνεκερ” (“hunecker”), από τον James Hunecker, έναν Αμερικανό μουσικό και κριτικό μουσικής των αρχών του 20ού αιώνα, που είχε γράψει με θαυμασμό το εξής για ένα από τα έργα του Σοπέν: «Άνθρωποι με μικρή ψυχή, όσο ευλύγιστα δάχτυλα κι αν διαθέτουν, δεν πρέπει να επιχειρήσουν να εκτελέσουν το κομμάτι αυτό.» Αφού λοιπόν ο κύριος Hunecker έκανε διάκριση στο “μέγεθος ψυχής” που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, τότε κι ο Hofstadter ονόμασε (αστειευόμενος πάντα) τη μονάδα μέτρησης ψυχών “χάνεκερ”. Έτσι λοιπόν, ένα κουνούπι ίσως έχει ψυχή με 0.0000001 χάνεκερ, ένα βρέφος 10 χάνεκερ, ένα παιδί προσχολικής ηλικίας 50 χάνεκερ — ή κάτι τέτοιο — κ’ ένας ενήλικος με σώας τας φρένας ας έχει ακριβώς 100 χάνεκερ, δηλαδή τη μέγιστη τιμή της παράξενης αυτής κλίμακας. Τώρα, προς τί ο λόγος περί “ψυχών με λίγα χάνεκερ” στο σημείο αυτό; Νομίζω πως αν πρόκειται ποτέ να δούμε κάποια οφέλη από την ύπαρξη νοήμονων προγραμμάτων, αυτό θα γίνει όταν φτιάξουμε μηχανές που η νοημοσύνη-τους (άρα και η ψυχή-τους) θα είναι “πάρα πολύ λίγων χάνεκερ”. Και νά γιατί: Φέρτε στο νου-σας το αρχαίο “Συμπόσιο”, έτσι όπως μας το περιγράφει ο Πλάτωνας. Στην αρχή, δυο γνωστοί μεταξύ-τους, ο Απολλόδωρος και ο Γλαύκων, βαδίζουν από το Φάληρο προς την Αθήνα, και στη διαδρομή ο Απολλόδωρος διηγείται τα οσα είχε ακούσει από τρίτον άνθρωπο, που είχε παρευρεθεί στο περίφημο Συμπόσιο. Αυτό ήταν ένα δείπνο στην οικία του Αγάθωνα, που ήταν ο νικητής ενός πρόσφατου διαγωνισμού θεατρικών συγγραφέων, και στο δείπνο αυτό παραβρέθηκαν μερικοί εκλεκτοί γνωστοί και φίλοι του Αγάθωνα, για να γιορτάσουν τη νίκη-του. Μεταξύ των συνδαιτημόνων ήσαν ο Σωκράτης, ο Αριστοφάνης, και μερικοί άλλοι. Ο καθένας-τους λοιπόν εκφωνεί έναν αυτοσχέδιο λόγο για να εξυμνήσει τον Έρωτα (είτε το θεό, ή το συναίσθημα, ή καί τα δύο). Την “παράσταση” φυσικά κλέβει ο Σωκράτης, που μιλά με λόγια που προκαλούν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, και είναι πολύ διαφορετικά από όλων των υπολοίπων. Κατά τη διάρκεια της φιλικής αυτής συνάθροισης, οι συνδαιτήμονες σερβίρονται με νερωμένο κρασί(*) από τους “παίδες”, τους δούλους και τις δούλες δηλαδή, που δεν μιλούν ποτέ, παρά μόνο υπηρετούν τις ανάγκες των “κυρίων-τους”. Αργότερα καταφθάνει στη συντροφιά ψιλομεθυσμένος κι ο Αλκιβιάδης με την παρέα-του, βγάζει κ’ εκείνος ένα λόγο — παρά το μεθύσι-του — και ένας-ένας πέφτουν αποκαμωμένοι για ύπνο — όλοι εκτός απ’ το Σωκράτη, που το κρασί φαίνεται να μην έχει καμία επίδραση επάνω-του. Τους βάζει λοιπόν όλους για ύπνο, οι δούλοι συγυρίζουν, κι ο Σωκράτης αναχωρεί για το Λύκειο (το αρχαίο γυμναστήριο στην περιοχή του Λύκειου Απόλλωνα). Ωραία η διήγηση αυτή του Πλάτωνα, ενδιαφέρουσα καί για το φιλοσοφικό, καί για το πολιτισμικό περιεχόμενό της, αλλά εμάς εδώ μας ενδιαφέρει από διαφορετική σκοπιά. Μας δίνει την αίσθηση του οτι οι άνθρωποι — κάποιοι άνθρωποι — εκείνη την εποχή και στη συγκεκριμένη κοινωνία, είχαν λύσει τα βιοποριστικά προβλήματά τους, και είχαν άφθονο χρόνο για να σκέφτονται και να φιλοσοφούν, να τρώνε και να πίνουν, χωρίς να έχουν την καθημερινή έγνοια της επιβίωσης. Φυσικά, αφού είχαν τους δούλους. Αυτοί οι «παίδες», που ο Πλάτωνας μας τους σκιαγραφεί στο παρασκήνιο, ήσαν υπεύθυνοι για όλη τη χειρωνακτική εργασία που απαιτούσε ένα συμπόσιο σαν κ’ εκείνο, και φυσικά όχι μόνο γι’ αυτό· ήσαν επίσης εκείνοι που θα όργωναν τα χωράφια, θα θέριζαν τον καρπό, θα ζύμωναν το ψωμί, θα τρυγούσαν τ’ αμπέλια, θα ετοίμαζαν το κρασί, θα έστρωναν τα τραπέζια, και θα έκαναν όλες τις απαραίτητες εργασίες ώστε να μπορούν οι κύριοί τους να μαζευτούν, να συζητήσουν, και να γράψουν άλλοι έργα θεατρικά, κι άλλοι φιλοσοφικά, που παρέμειναν σαν έργα κλασικά μέχρι τις μέρες-μας. Ένας από τους κύριους λόγους που άνθισαν οι τέχνες, η φιλοσοφία, και η προ-επιστήμη στην αρχαία Αθήνα ήταν οτι για πρώτη φορά κάποιοι άνθρωποι βρέθηκαν να είναι τελείως ελεύθεροι από το βάρος της επιβίωσης, και άφησαν το πνεύμα-τους να καρποφορήσει. Στο υπόβαθρο όμως της ελευθερίας-τους βρίσκονταν οι δούλοι. Χωρίς αυτούς, ο Αριστοφάνης αντί να γράφει κωμωδίες μπορεί να ζύμωνε το ψωμί-του για να ζήσει· κι ο Σωκράτης, αντί να γυρίζει από δω κι από κει εκνευρίζοντας αυτούς που νόμιζαν οτι κατείχαν τη γνώση, μπορεί να τρυγούσε αμπέλια και να πατούσε σταφύλια. Βέβαια δεν αρκούν οι δούλοι για ν’ ανθίσει το πνεύμα. Δούλοι υπήρχαν και στην αρχαία Ρώμη, όπου το πνεύμα άνθισε πολύ λίγο· όπως και στα φεουδαρχικά βασίλεια του Μεσαίωνα, όπου δεν άνθισε καθόλου. Αλλά πάντως, καί στη Ρώμη καί στην Κεντρική Ευρώπη του Μεσαίωνα, υπήρχε η αριστοκρατική τάξη, οι λεγόμενοι “ευγενείς”, που ζούσαν χωρίς να δουλεύουν. Δεν θα μπορούσαμε κ’ εμείς, ή έστω οι απόγονοί μας, να ζούμε χωρίς να δουλεύουμε; Εδώ λοιπόν έρχεται η σκέψη περί νοήμονων μηχανών. Αλλά οι μηχανές που θα έχουν αρκετή νοημοσύνη για να μας υπηρετούν, πρέπει να έχουν μια μικροσκοπική, σχεδόν μηδαμινή ψυχή, “πάρα πολύ λίγων χάνεκερ”, για να δανειστώ τη χιουμοριστική μονάδα του Hofstadter. Αλλιώς θα καταλήξουμε να έχουμε μια νέα ταξη δούλων! Αν ο αναγνώστης συμμερίζεται τα όσα έγραψα στο παρόν, αυτό που “μετράει” σ’ έναν άνθρωπο δεν είναι το σώμα-του, αλλά η ψυχή-του, το “εγώ-του”, το πνεύμα-του, η μνήμη του. Αυτό που τον κάνει το συγκεκριμένο άτομο δεν είναι το γεγονός οτι έχει κάποια συγκεκριμένα βιολογικά κύτταρα στο σώμα-του, αλλά το οτι έχει κάποιες συγκεκριμένες συνάψεις μεταξύ των νευρώνων-του, που περιέχουν όλη τη μνήμη που κάνει το συγκεκριμένο άτομο, με το συγκεκριμένο “εγώ”, και όχι με κάποιο άλλο. Ούτε καν ο ειδικός μηχανισμός των συνάψεων έχει σημασία. Θα μπορούσαμε, θεωρητικά, να αντιγράψουμε τη λειτουργία των συνάψεων αυτών σε έναν υπολογιστή, οπότε θα είχαμε τον ίδιο ανθρώπινο νου, το ίδιο άτομο δηλαδή, αλλά σε “νέο περιτύλιγμα”, με νέο, μηχανικό σώμα. Αν ο αναγνώστης βρίσκει προβληματική αυτήν την ιδέα, τότε ας επιχειρήσει το ίδιο πείραμα σκέψης με αυτό που περιέγραψα νωρίτερα: αντικαθιστούμε ένα κύτταρο του σώματός μας (π.χ., στο χέρι) με ένα μηχανικό· άλλαξε τίποτα; γίναμε “άλλος άνθρωπος”; όχι φυσικά· αντικαθιστούμε δεύτερο, τρίτο,... χιλιοστό κύτταρο· άλλαξε τίποτα; όχι, και ούτε πρόκειται να γίνουμε άλλα άτομα με την αντικατάσταση του σώματός μας — ούτε ακόμη και με την αντικατάσταση των νευρώνων του εγκεφάλου-μας. Αυτά όλα τα αναφέρω για να τονίσω το οτι ένα ρομπότ που έχει πλήρη νοητική ικανότητα, με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, και πλούσια μνήμη που αφορά την ύπαρξή του, το “εγώ-του”, έχει υποχρεωτικά και ψυχή, άρα και αυτά που τώρα ονομάζουμε “ανθρώπινα δικαιώματα”. Θα μπορούσαμε να τα ονομάζουμε “ψυχικά δικαιώματα” στο μέλλον, που να τα έχουν όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και οι μηχανές που θα διαθέτουν αρκούντως πολύπλοκη ψυχή. Οι μηχανές–υπηρέτες-μας του μέλλοντος λοιπόν πρέπει να διαθέτουν μηδαμινή ψυχή, εφόσον τη δουλεία την έχουμε απορρίψει ως ασύμβατη με την έννοια της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, άρα και πιο γενικά μεταξύ των νοήμονων όντων, δηλαδή μεταξύ όλων εκείνων των όντων που είναι σε θέση ν’ αντιληφθούν οτι τον εαυτό-τους, το “εγώ-τους”, το εκμεταλλεύονται κάποια άλλα νοήμονα όντα. Γίνεται να έχουμε τέτοιες μηχανές, που να μπορούν να κάνουν “κατορθώματα” όπως να πλένουν τα πιάτα, να ψωνίζουν από το σούπερ-μάρκετ, αλλά και να παράγουν όλη τη γεωργική παραγωγή που απαιτείται ώστε να γεμίζουν τα σούπερ-μάρκετ, χωρίς όμως να έχουν απολύτως καμία ιδέα για τον εαυτό-τους; Δεν βλέπω το λόγο γιατί να μη γίνεται. Μπορεί βέβαια να απαιτείται να διατηρούν μια στοιχειώδη εσωτερική παράσταση των μελών του σώματός τους, αφού αυτά θα συμμετέχουν πρακτικά σε όλα τα γεγονότα της λειτουργίας-τους. Αλλά θα μπορούσαν να είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε αυτή η εσωτερική παράσταση να διατηρείται στον απλούστερο δυνατό βαθμό, ώστε να μη μπορούμε να πούμε οτι έχουν πιο πολύπλοκο “εγώ” από αυτό μιας αγελάδας, ή ενός γλάρου. Μήπως υπάρχει ασυμβατότητα σε αυτό το φουτουριστικό σενάριο; Μήπως, σύμφωνα με τα όσα υποστήριζε ο καθηγητής-μου, η ανθρώπινη νοημοσύνη και ο πλούσιος ψυχικός κόσμος “πάνε πακέτο”; Όπως προανέφερα όμως, αντίθετη άποψη αποκόμισα εγώ από την εργασία-μου. Όταν ένας άνθρωπος από μόνος-του μπορεί να φτιάξει ένα πρόγραμμα που να τα καταφέρνει καλούτσικα με διανοητικά προβλήματα όπως αυτά του Μπόνγκαρντ — χωρίς όμως ίχνος εσωτερικής παράστασης του “εγώ-του” — δεν βλέπω το λόγο γιατί μια μεγάλη ομάδα τεχνικών, θεωρητικών, και μηχανικών υπολογιστών, να μη μπορεί να φτιάξει ένα ρομπότ που να κάνει οικιακές εργασίες, χωρίς να έχει παρά μια μηδαμινή εσωτερική παράσταση του εαυτού-του. Μου φαίνεται παράλογο να υπάρχει κάποιο άγνωστο μέχρι στιγμής εμπόδιο που να μη μας επιτρέπει να πραγματοποιήσουμε κάτι τέτοιο. Κάποιοι αναγνώστες, εγκλωβισμένοι στη σκέψη της σημερινής εποχής, θα αντιτείνουν ίσως οτι και τα ρομπότ εκείνα, τους “δούλους” του μέλλοντος, κάποιοι πλούσιοι θα τα έχουν στην κατοχή-τους, οπότε οι άλλοι που δεν θα έχουν την οικονομική δυνατότητα να κατέχουν τέτοιες μηχανές θα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Άρα πάλι θα έχουμε να κάνουμε με μια ταξική κοινωνία εχόντων και μη εχόντων. Σίγουρα, δεν πρόκειται ξαφνικά όλος ο κόσμος να περάσει δια μιας στην ευδαιμονία της μη εργασίας, και του φαγητού που του σερβίρεται αυτόματα. Όμως αυτό ισχύει ανέκαθεν. Και σήμερα, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη αυτοκίνητο. Δεν πετάμε όμως τα αυτοκίνητά μας, ούτε σταματάμε την παραγωγή-τους λόγω αυτής της ανισότητας, περιμένοντας πρώτα να εφοδιαστεί με αυτοκίνητο και ο Ινδιάνος που ζει στον Αμαζόνιο. Ούτε οι αρχαίοι Αθηναίοι περίμεναν να αποκτήσουν δούλους όλοι οι Έλληνες (τουλάχιστον) προτού να μπορέσουν να φιλοσοφήσουν. Όμως, όπως και με τ’ αυτοκίνητα, ενώ στην αρχή θα έχουν τέτοιες μηχανές-δούλους μόνο οι λίγοι, σιγά-σιγά αυτές θα φτηνήνουν και θα διαδοθούν, κάνοντας την κατοχή-τους όχι πιο σπουδαίο γεγονός από τη σημερινή κατοχή ενός αυτοκινήτου. Αλλά ενώ το μόνο που μπορεί να κάνει ένα αυτοκίνητο είναι να μας πάει από ένα μέρος σε άλλο, οι μηχανές με τα “λίγα χάνεκερ” του μέλλοντος θα μπορούν να μας απαλλάξουν από την προσωπική εργασία, από τον καθημερινό μόχθο της επιβίωσης. Αυτό είναι το μεγαλεπίβολο όνειρο της νοολογίας, που ας ελπίσουμε οτι δεν θα παραμείνει για πάντα στο στάδιο του ονείρου. |
||||||
Ευχαριστίες: Ευχαριστώ τον φίλο-μου τον Αρίσταρχο, που έκανε την κατάλληλη ερώτηση την κατάλληλη στιγμή, και μου επέτρεψε να αναπτύξω αυτό το θέμα. |
Σημειώσεις: (Κάνοντας κλικ στο
(^) μεταφέρεστε στο κείμενο όπου υπάρχει η σημείωση) (^) Κατά λέξη ο τίτλος του βιβλίου λέει: «Γκέντελ, Έσσερ, Μπαχ: μια Αιώνια Χρυσή Πλεξίδα». Όμως ο Hofstadter παίρνει τη λέξη “πλεξίδα” (αγγλικά: braid), και με τα αρχικά γράμματα G, E, και B των ονομάτων Gödel, Escher, και Bach, πλέκει μια πλεξίδα: κοιτάξτε τα αρχικά του υπόλοιπου μέρους του τίτλου: “an Eternal Golden Braid”, δηλαδή E, G, B. Άρα το G, E, B έγινε E, G, B, που είναι το πρώτο βήμα εναλλαγής για να κάνει κανείς μια “πλεξίδα” μ’ αυτά τα τρία γράμματα. (Σκεφτείτε πώς γίνονται πλεξίδες στα πασχαλινά τσουρέκια, αν έχετε τη σχετική γνώση.) Αυτό προσπάθησα να μιμηθώ κ’ εγώ στα ελληνικά, ίσως όχι με τόση επιτυχία: πήρα τα τρία γράμματα Γ, Ε, και Μ των Γκέντελ, Έσσερ, και Μπαχ, κ’ έφτιαξα το υπόλοιπο του τίτλου ώστε να θυμίζει πλεξίδα, δηλαδή Ε, Μ, Γ, μόνο που για το Γ του Γκέντελ χρησιμοποίησα τη λέξη Γιρλάντα, αφού το “π” του “πλεξίδα” δεν υπάρχει μεταξύ των τριών ονομάτων στα ελληνικά. Αυτό σας δίνει μια μικρή μόνο “μυρουδιά” του τί περιέχεται στο βιβλίο εκείνο: είναι γεμάτο από λεκτικά παιχνίδια, μπροστά στα οποία το συγκεκριμένο του τίτλου είναι “σκέτο παιχνιδάκι”. (^) Ίσως να προσέξατε οτι παρέλειψα τη Μουσουλμανική θρησκεία, το Ισλάμ. Στο Ισλάμ υπάρχει μεν η έννοια του Παραδείσου και της Κόλασης, δεν υπάρχει όμως η έννοια της ψυχής! Σύμφωνα με το Ισλάμ, στον Παράδεισο (ή στην Κόλαση) πάει ο άνθρωπος όπως είναι, με τη σάρκα και τα οστά-του! Και συνεχίζει να ζει έτσι, επ’ άπειρο, χωρίς φυσικά να τίθεται θέμα Δευτέρας Παρουσίας, που είναι καθαρά Χριστιανικό δόγμα. Στον Παράδεισο του Ισλάμ ο άνθρωπος απολαμβάνει υλικά αγαθά, όπως ωραιότατα εδέσματα, τη σκιά της πρασινάδας και τα τρεχούμενα νερά (ένα περιβάλλον όασης υποθέτω, πολύ ελκυστικό σε νομάδες της ερήμου), κοσμήματα και χρυσό. Και σεξ, πολύ σεξ... καθημερινό και ατελείωτο σεξ! Αρκεί να είναι άντρας. (^) Αρνούμαι να γράψω «κουάρκ», σε ελληνοεγγλέζικα. Αυτά να τα γράφετε εσείς που παίζετε την αγγλική στα δάχτυλα. Εγώ τη λέξη quark τη γράφω όπως (περίπου) προφέρεται: κουορκ. (Μία συλλαβή είναι, άρα χωρίς τόνο στο όμικρον.) (^) Ίσως να αντιτάξετε: «Μπορώ όμως να την ακούσω!» Μα αυτό που ακούτε δεν είναι η ιδιότητα της κύλησης. Είναι ο ήχος των ροδών πάνω στην επιφάνεια. Τον ίδιο ήχο θα ακούσετε αν τον καταγράψετε στο κινητό-σας και βάλετε να παίξετε τον ήχο που καταγράψατε, όπου δεν συμβαίνει καμία κύληση. (^) Τα “νοολόγος” και “νοολογία” είναι δικοί-μου όροι, που χρησιμοποιώ για να μεταφράσω στα ελληνικά τα “cognitive scientist” και “cognitive science”, αντίστοιχα. Γνωρίζω οτι κάποιοι άλλοι χρησιμοποιούν το “γνωσιακή επιστήμη” σαν μετάφραση του “cognitive science”, αλλά τη μετάφραση αυτή τη θεωρώ εντελώς αποτυχημένη, καθώς η “γνώση” είναι “knowledge”, και παραπέμπει σε μνήμη. Αντίθετα, cognition είναι η νόηση, όχι η γνώση. Η νόηση περιλαμβάνει τη γνώση, είναι κάτι μεγαλύτερο· είναι γνώση + τις διεργασίες που τη χρησιμοποιούν. Για να το πω αλλιώς, η γνώση (μνήμη) είναι στατική, ενώ η νόηση είναι δυναμική, γιατί κάνει πράγματα μέσα στο χρόνο. Εν πάση περιπτώσει, ένας “νοολόγος” είναι αυτός που ασχολείται με τη μελέτη του νου και της νόησης, αντικείμενο παρόμοιο με αυτό ενός ψυχολόγου, αλλά όχι το ίδιο. (^) Για τους αγγλομαθείς, αναφυόμενες ιδιότητες = emergent properties. (^) Γραμματική Αχιλλέως Τζαρτζάνου, Εκδ. Καλοκάθη, σελ. 38. (^) Κάνω προσπάθεια εδώ να μην αναφερθώ στην αρχή της απροσδιοριστίας του Heisenberg (Χάιζενμπεργκ), γιατί μας οδηγεί “εκτός ύλης”. Σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας, δεν συμβαίνει οτι δεν μπορούμε να δούμε τα ηλεκτρόνια επειδή απλώς τα φωτόνια είναι πολύ “χονδροειδή” ως “εργαλεία της όρασης”, κι οτι αν υπήρχαν πολύ πιο εκλεπτυσμένα εργαλεία (σωματίδια) τότε θα παρατηρούσαμε μέσω αυτών τα ηλεκτρόνια. Όχι, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το ηλεκτρόνιο, όπως και κάθε σωματίδιο σε τόσο χαμηλό επίπεδο οργάνωσης της ύλης, έχει εγγενώς απροσδιόριστο το ζευγάρι της θέσης στο χώρο και της ταχύτητας (ή καλύτερα, της ορμής). (Εξ ου και “αρχή της απροσδιοριστίας”.) Είναι φυσικώς αδύνατο να γνωρίζουμε με όση ακρίβεια θέλουμε καί τη θέση καί την ταχύτητα του σωματιδίου. Όσο πιο καλά γνωρίζουμε τη θέση, τόσο πιο απροσδιόριστη γίνεται η ταχύτητα, και αντιστρόφως. Αυτή η αρχή έχει αποδειχτεί πειραματικά. Ξέρουμε δηλαδή οτι δεν πρόκειται απλώς για άγνοια λόγω ορίων του ανθρώπινου παρατηρητή. (^) Απλώς και μόνο επειδή μας φαίνεται εμάς σαν εξαιρετικά σπουδαίο όργανο ο εγκέφαλος δεν σημαίνει οτι αυτό ισχύει για τα ζώα. Παραδείγματος χάρη, οι χωρικοί που σφάζουν κοτόπουλα ή γαλοπούλες γνωρίζουν οτι το αποκεφαλισμένο πτηνό μπορεί να εξακολουθήσει να τινάζει τα φτερά και τα πόδια-του, και μάλιστα για αρκετά λεπτά της ώρας. Ακόμα και να το βάλει στα πόδια μπορεί, όντας ακέφαλο, αν ξεφύγει. (Όποιος, γέννημα–θρέμμα πόλης, δεν το πιστεύει αυτό, δεν έχει παρά να ψάξει και να βρει μερικά βίντεο στο YouTube.) (^) Αυτό είναι ιδιαιτερότητα της ελληνικής· δεν σημαίνει οτι η λέξη στην περίπτωση του “άλογό του” δεν έχει συλλαβή–πυρήνα, απλώς χρειαζόμαστε τη δεύτερη τονισμένη συλλαβή λόγω του απαράβατου κανόνα οτι μια λέξη δεν μπορεί να έχει τόνο στην — ας την πούμε — “αντιπροπαραλήγουσα” (στην τέταρτη συλλαβή απ’ το τέλος). Επειδή η εγκλιτική λέξη (το “-του” στο “άλογό του”) προσθέτει μια συλλαβή που αντιλαμβανόμαστε ως 4η, γιαυτό χρειαζόμαστε τον επιπλέον τόνο στη συλλαβή που πλέον παίζει ρόλο παραλήγουσας (το “-γό-”). (^) Δεν ξέρω αν γίνεται πραγματικά μια τέτοια αντικατάσταση υδρογόνου από χλώριο, και ειδικά στη θέση που δείχνω στην εικόνα, αλλά κι αν δεν γίνεται ακριβώς εκεί, θα γίνεται κάπου αλλού· κι αν δεν μπαίνει εκεί ένα χλώριο, μπορεί να μπαίνει κάποιο άλλο είδος ατόμου, π.χ. ένα φθόριο, ή κάτι τέτοιο. Δεν έχει πολλή σημασία η σχολαστική προσκόλληση στη χημική πραγματικότητα εδώ, αλλά η ουσία, που είναι οτι κάποιο άτομο, μέρος ενός σημαντικά μεγαλύτερου μορίου, αντικαθίσταται από κάποιο άλλο. (^) Οι Πυθαγόρειοι ήταν η σχολή του Πυθαγόρα. Δεν είναι γνωστό ποιος ακριβώς είχε ανακαλύψει τί στη μυστικιστική εκείνη ομάδα. Όλες οι ανακαλύψεις αποδίδονταν υποχρεωτικά στον Πυθαγόρα. (^) Πρώην ιερέας γιατί διαφώνησε όχι με την ιδέα περί ύπαρξης του Θεού καθαυτό, αλλά με τις χίλιες-μύριες δοξασίες που έχει η Χριστιανική θρησκεία. Από την άλλη, δεν αισθάνθηκε οτι υπάρχει κάποια άλλη θρησκεία που να τον εκφράζει καλύτερα από τη Χριστιανική. Οπότε, χωρίς να γίνει άθεος, απλά “πέταξε τα ράσα” (χρησιμοποιώ ορολογία των πιστών ορθοδόξων για τέτοιες περιπτώσεις). Πιστεύει στο Θεό, χωρίς να τον λατρεύει μέσα από ένα σύνολο επιμέρους δογματικών πίστεων. (^) Ίσως να μπορούμε να βρούμε κάτι σαν “φόβο” και στη χημεία εξετάζοντας απωστικές δυνάμεις μεταξύ μορίων. Ή όταν σε μακροσκοπικό επίπεδο λέμε οτι «το λάδι “φοβάται” το νερό», όπου σε μικροσκοπικό επίπεδο έχουμε μόρια νερού που έχουν πολικότητα, και μόρια λαδιού που δεν έχουν πολικότητα, οπότε τα μεν δεν αναμιγνύονται με τα δε. Στη βιολογία, ο “φόβος” προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο της εξέλιξης μέσω φυσικής επιλογής: επιβιώνουν τα όντα που αποφεύγουν να γίνουν τροφή για άλλα όντα και μεταφέρουν τα γονίδιά τους στις επόμενες γενιές. (^) Γιατί λέμε οτι οι χιμπαντζήδες είναι οι «φυλογενετικά πιο κοντινοί-μας συγγενείς»; Διότι αν κοιτάξουμε το “φυλογενετικό δέντρο” της εξέλιξης των ειδών, δηλαδή το πώς διακλαδίστηκαν στο χρόνο τα έμβια όντα εξελισσόμενα μέσω κοινών προγόνων (σαν τα κλαδιά ενός δέντρου), θα δούμε οτι απ’ ολα τα είδη έμβιων όντων, εκείνο με το οποίο έχουμε τον πιο πρόσφατο κοινό πρόγονο είναι ο χιμπαντζής. Αυτός ο κοινός πρόγονος των ανθρώπων και των χιμπαντζήδων υπολογίζεται οτι έζησε περί τα 7 με 9 εκατομμύρια χρόνια πριν, και μάλλον έμοιαζε αρκετά με το σημερινό χιμπαντζή, παρά με τον άνθρωπο. Αυτή η χρονική εκτίμηση προκύπτει τόσο από μοριακή ανάλυση, όσο και από ευρήματα απολιθωμάτων. Επίσης η μοριακή ανάλυση δείχνει οτι απ’ ολα τα είδη έμβιων όντων, το DNA του χιμπαντζή είναι το πιο παρόμοιο με το ανθρώπινο DNA, που εξηγείται μέσω του οτι, απ’ ολα τα είδη, τον πιο πρόσφατο κοινό πρόγονο τον έχουμε με τον χιμπαντζή. (Ή μάλλον αυτή, η περί του DNA, είναι πλέον η πρωτογενής παρατήρηση, δηλαδή η απόδειξη του γεγονότος οτι τον πιο πρόσφατο κοινό πρόγονο τον έχουμε με τον χιμπαντζή.) (^) Το να αναγνωρίσει ένα ζώο τον εαυτό-του μέσα στον καθρέφτη (και όχι κάποιο άλλο ζώο του είδους-του) λέγεται το “τεστ του καθρέφτη” και το περνάνε ελάχιστα ζώα. Π.χ., οι χιμπαντζήδες και οι ουραγκοτάγκοι περνάνε το τεστ, οι γορίλλες όμως αποτυγχάνουν, νομίζοντας οτι βλέπουν έναν άλλο γορίλλα στον καθρέφτη. Το οτι το περνάνε οι ουραγκοτάγκοι είναι αρκετά παράδοξο, γιατί πρόκειται για πιθήκους που διάγουν μοναχικά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής-τους, και βλέπουν τον σύντροφο ουραγκοτάγκο μόνον όταν θέλουν να ζευγαρώσουν. Παρεμπιπτόντως, όταν ήμουν μικρός θυμάμαι που έβλεπα τον κόκκορα στην αυλή της γιαγιάς να επιτίθεται με μανία εναντίον του εαυτού-του, που τον έβλεπε να καθρεφτίζεται στο γυαλιστερό αμάξωμα του αυτοκινήτου του θείου-μου. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει πτηνό που να περνάει το τεστ του καθρέφτη. (^) Θέλω να σημειώσω όμως εδώ πως ο Hofstadter μου δίνει την εντύπωση οτι προσδίδει πολύ βαθύτερη σημασία στην έννοια του “βρόχου” και στο ρόλο που αυτός παίζει στην ανάδυση ενός “εγώ”, δηλαδή μιας ψυχής. Δεν είναι τυχαίο νομίζω οτι η λέξη “βρόχος” εμφανίζεται στον τίτλο του βιβλίου-του («Είμαι ένας παράξενος βρόχος»), και ο ίδιος αναλώνει ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου εκείνου για να εξηγήσει την έννοια της “αυτοαναφοράς” (αγγλ.: self-reference) μέσω βρόχων, με πολλά και διάφορα παραδείγματα. Προσωπικά καταλαβαίνω τη σημασία του βρόχου σαν μέσου με το οποίο επιτυγχάνεται αυτογνωσία, δηλαδή ενσυνείδητη γνώση του “εαυτού”, όπως εξήγησα παραπάνω. Αλλά έχω την αμυδρή εντύπωση οτι ο Hoftstadter εννοεί κάτι βαθύτερο που δεν έχω καταλάβει πλήρως· ιδίως μάλιστα επειδή επιμένει στον προσδιορισμό “παράξενος” βρόχος. Εγώ δεν βρίσκω τίποτα το παράξενο σε μια εσωτερική παράσταση που δείχνει προς τον εαυτό-της. Όμως το οτι δεν μπορώ να δω τίποτα το παράξενο δεν σημαίνει οτι δεν υπάρχει. Κάμποσες φορές συνέβη ο Hofstadter να εννοούσε κάτι με τα γραφόμενά του το οποίο κατάλαβα πολύ αργότερα. Υποπτεύομαι οτι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει και με την έννοια “παράξενος βρόχος”. (^) Ή μάλλον, ας πούμε οτι ο άνθρωπος νόμιζε (και εν πολλοίς νομίζει ακόμα) οτι κάποια γεγονότα αποτελούν ενδείξεις για την ύπαρξη ψυχών (χωρίς σώματα), άρα και μετά θάνατον ζωής. Π.χ. ερμήνευε διάφορους φυσικούς ήχους σαν τις φωνές των προγόνων, ή κακών/καλών δαιμόνων, ή μπορεί να ερμήνευε κάποια όνειρα σαν τις κατευθείαν επιθυμίες ανθρώπων που δεν βρίσκονταν πια στη ζωή, των ψυχών-τους δηλαδή. (^) Δεν είναι δυνατό να πούμε πότε ακριβώς πρωτοεμφανίστηκαν οι πολυκύτταροι οργανισμοί, γιατί δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ μονοκύτταρων και πολυκύτταρων: μερικοί οργανισμοί συμπεριφέρονται τόσο σαν μονοκύτταροι όσο και σαν πολυκύτταροι. (^) Υπάρχει πάντως μια αρχαία Βαβυλωνιακή επιγραφή, της 2ης χιλιετηρίδας π.Χ., που προσδιορίζει την τιμή του π ως 3.125, δηλαδή 3⅛. Βέβαια, ακόμα και μεταξύ αυτής της προσεγγιστικής τιμής — όσο “καλούτσικη” κι αν μας φαίνεται — και τις ιδέας οτι ο π δεν μπορεί να εκφραστεί μέσω κλασμάτων — στην οποία έφτασαν οι Έλληνες — υπάρχει μια διανοητική άβυσσος. (^) Το παρακάτω αρθράκι δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία της 13ης Μαΐου 2003: «Ένα από τα θαύματα της φύσης, η γέννηση του μικρού ενός μουλαριού, συνέβη στη Δράμα. Το μικρό, δυστυχώς, δεν μπόρεσε να επιβιώσει. Η γέννηση συνέβη στο [...] αγρόκτημα του Προκόπη Άρμεν, ετών 50, στο χωριό Ταξιάρχες της Δράμας. Δικό του είναι το... θηλυπρεπές μουλάρι. Όταν ο άνθρωπος παρατήρησε το σπάνιο φαινόμενο κάλεσε τον τοπικό κτηνίατρο που επιβεβαίωσε το συμβάν. Εντούτοις, μετά τον τοκετό, που ήταν φυσικός, το νεογνό αναζήτησε τη μητέρα για να θηλάσει. Το πρόβλημα ήταν οτι το μουλάρι δεν είχε μαστούς και γάλα. Ο κ. Άρμεν, μαζί με άλλους χωρικούς, προσπάθησε να κρατήσει το νεογνό ζωντανό δίνοντάς του άλλα είδη τροφής, που χρησιμοποιούνται για μεγαλύτερα ζώα, αλλά μάταια. Το νεογέννητο χρειαζόταν μητρικό γάλα, και μετά από μία μέρα πέθανε, γεμίζοντας με λύπη τη μητέρα του, τον ιδιοκτήτη του, και τους άλλους χωρικούς. Το έθαψαν στα περίχωρα του χωριού, αφού προηγουμένως πήραν όλα τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής.» (^) Κάποτε τον λέγαμε “δυϊσμό”. Τώρα βλέπω οτι πολλοί τον αναφέρουν σαν “δυαλισμό”, μάλλον κάνοντας αντιγραφή γράμμα προς γράμμα του αγγλικού dualism. Γιατί; Αφού υπάρχει η ελληνική λέξη και ρίζα. Ο αρχαίος αριθμός δύο αντικειμένων στην ελληνική γραμματική είναι δυϊκός αριθμός, όχι δυαλικός (παρόλο που στα αγγλικά είναι γνωστός σαν dual number). Αν είναι να ξεγράψετε όλες τις ελληνικές λέξεις επειδή μάθατε πέντε αγγλικές, να μου το πείτε να το ξέρω τουλάχιστον. (^) Ακριβώς την ίδια πρόβλεψη έκανε και ο συγγραφέας σαν μεταπτυχιακός φοιτητής, αλλά το 1996, χωρίς να έχει ιδέα για την πρόβλεψη του Kurzweil, και χωρίς να την ανακοινώσει σε κανέναν άλλον εκτός από τον επιβλέποντα καθηγητή-του. Η πρόβλεψη ήταν αποτέλεσμα μιας απλής συνέχισης δύο καμπυλών στο χρόνο, οι οποίες τέμνονταν στο έτος 1998. (^) Πιο συγκεκριμένα, σκοπός δεν είναι η κατασκευή ενός προγράμματος που να λύνει τα συγκεκριμένα προβλήματα του Μπόνγκαρντ που τυχαίνει να είναι γνωστά, αλλά όλα αυτού του είδους τα προβλήματα, δηλαδή οποιοδήποτε παρόμοιο πρόβλημα μπορεί να παρουσιάσει κάποιος στο μέλλον. Το «οποιοδήποτε παρόμοιο πρόβλημα» ουσιαστικά σημαίνει να λυθεί το αφηρημένο πρόβλημα της ανθρώπινης γενικής ικανότητας για κατηγοριοποίηση, που είναι η “1η νοητική αρχή” στη σελίδα-μου περί αρχών της νόησης. Εκεί λοιπόν είναι που χρειάζεται η ανθρώπινη νοημοσύνη: στην αντιμετώπιση του προβλήματος στην πλήρη γενικότητά του. (^) Ασφαλώς και ήταν νερωμένο το κρασί που έπιναν, για να μη μεθύσουν. Γιατί σκοπός ήταν η υψηλού επιπέδου συζήτηση, που με “πειραγμένο” το μυαλό από το οινόπνευμα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Όσο για τα εδέσματα, αυτά τους σερβίρονταν πριν ν’ αρχίσει η οινοποσία, γιατί με μπουκωμένο το στόμα πάλι δεν γίνεται συζήτηση (αντίθετα απ’ ότι φαίνεται να πιστεύουν μερικοί τραγικοί απόγονοί τους). |
Βιβλιογραφία: Dawkins, Richard (1976). The Selfish Gene. Oxford: Oxford University Press. (Amazon) (^) Dennett, Daniel C. (1991). Consciousness Explained. Toronto: Little, Brown, and Company (Canada) Ltd. (Amazon) (^) Dennett, Daniel C. (1996). Kinds of Minds: Toward an understanding of consciousness. London: Weidenfeld and Nicolson. (Amazon) (^) Foundalis, Harry E. (2006). “Phaeaco: A Cognitive Architecture Inspired by Bongard’s Problems”. Dissertation Thesis, Computer Science and Cognitive Science, Indiana University, Bloomington, IN. (Καταβίβαση. Προσοχή: αρχείο pdf μεγάλου μεγέθους (14 MB).) (^) Hofstadter, Douglas R. (1995). Fluid Concepts and Creative Analogies: Computer Models of the Fundamental Mechanisms of Thought. New York: Basic Books. (In Amazon) (^) Hofstadter, Douglas R. (2007). I Am a Strange Loop. New York: Basic Books. (Amazon) (^) |
© Σημείωση πνευματικής ιδιοκτησίας: Το παραπάνω κείμενο πρωτοαναρτήθηκε το Δεκέμβριο του 2009. Ο συγγραφέας προς το παρόν δεν ενδιαφέρεται να εκδώσει το κείμενο αυτό σε φυσική μορφή στην ελληνική γλώσσα. Οποιαδήποτε προσπάθεια χρήσης των ιδεών του κειμένου αυτού είτε σε άρθρα, ηλεκτρονικά ή έντυπα, είτε σε βιβλία, ή σε άλλα μέσα πληροφόρησης, χωρίς αναφορά στην πηγή-τους, δηλαδή την παρούσα ιστοσελίδα, θα θεωρηθεί (στην καλύτερη περίπτωση) σαν ανήθικη πράξη αντιγραφής, ή (στη χειρότερη) σαν κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Παρακαλώ σημειώστε οτι στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες του κόσμου, η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται αυτόματα (χωρίς την επί τούτου αίτηση του ιδιοκτήτη) — σας ευχαριστώ για την κατανόηση. |
Πίσω στην αρχική σελίδα του συγγραφέα